Αυτό δεν είναι ένα κείμενο πολιτικής ανάλυσης, δεν θα μπορούσα άλλωστε να γράψω ένα τέτοιο καθώς δεν είμαι πολιτική αναλύτρια ούτε έχω τις γνώσεις για να αναπτύξω απ’ αυτή τη σκοπιά τις σκέψεις μου σχετικά με τα όσα περνούν η Τουρκία και η Συρία.

Δύο ισχυρότατοι σεισμοί 7,8 και 7,7 ρίχτερ έχουν ισοπεδώσει μεγάλες πόλεις, για την ώρα οι νεκροί ξεπερνούν τους 1.500 με κίνδυνο ο τελικός αριθμός των θυμάτων να είναι πολύ μεγαλύτερος.

Δεν έχω επισκεφθεί ποτέ την Τουρκία ή τη Συρία. Για την πρώτη ακούω από μικρό παιδί, για τη δεύτερη πολύ πιο έντονα την τελευταία δεκαετία λόγω του προσφυγικού κύματος.

Είναι στην ανθρώπινη φύση μάλλον να ταράζεται πολύ περισσότερο όταν κάτι κακό βρει τον γείτονά του, ακόμη κι αν αυτό αφορά τον γείτονα με τον οποίο τσακώνεται.

Από το πρωί το αίμα μου έχει παγώσει, τόσοι άνθρωποι θαμμένοι στα ερείπια σε τόσο κακές καιρικές συνθήκες. Τόσοι άνθρωποι προσπαθούν να σώσουν άλλους ανθρώπους σκάβοντας με τα γυμνά τους χέρια στα συντρίμμια.

Θυμάμαι το 1999, όταν έγινε ο σεισμός στο Ιζμίτ στις 17 Αυγούστου, που είχε πάνω από 17.000 θύματα, βλέποντας ειδήσεις μου είχε μείνει η εικόνα μιας 20χρονης που βγήκε ζωντανή από τα συνεργεία διάσωσης κάποια 24ωρα μετά. Θυμάμαι ότι ήταν ολόκληρη καλυμμένη από σκόνη, το πρόσωπο της, τα χέρια της κάτασπρα, και ο λαιμός της είχε μια περίεργη κλίση καθώς είχε κουλουριαστεί, ήταν τα τελευταία, λίγα δευτερόλεπτα λίγο πριν τον απεγκλωβισμό της.

Ούτε ένα μήνα αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου ένας άλλος σεισμός ταρακουνούσε πια εμάς, στην Αθήνα. Καθώς το σπίτι τρανταζόταν ολόκληρο -τότε έμενα στον 3ο όροφο στο Γαλάτσι, την Πάρνηθα την έβλεπα από το μπαλκόνι μου- μέσα στον πανικό μου, μου ήρθε η εικόνα της συνομήλικής μου, εγκλωβισμένης Τουρκάλας. Ήταν μια εντελώς αυθόρμητη αντίδραση, που ακόμη με εντυπωσιάζει 24 χρόνια αργότερα.

Αυτό που ξέρω είναι, ότι εν μέσω φιλοπολεμικού κλίματος και ακραίων δηλώσεων, οποιαδήποτε άλλο συναίσθημα πέραν της αλληλεγγύης προς τον πληθυσμό που πλήγηκε από την καταστροφή μου φαίνεται αδιανόητο.

Μάλλον είμαι τυχερή, τουλάχιστον στο δικό μου περιβάλλον, και φυσικό και ιντερνετικό, οι άνθρωποι δηλώνουν τη συμπαράστασή τους προς τους συνανθρώπους τους που υποφέρουν.

Όσοι όμως πάνω από πτώματα και πληγωμένους ανθρώπους βγάζουν χαιρεκακία και ένα «καλά να πάθουν, δεν τους λυπάμαι τους κωλότουρκους» -μια βόλτα έξω από το δικό μου bubble ήταν σχεδόν επώδυνη φανερώνοντας την ύπαρξη τους- έχω να πω ότι δεν τους λογαριάζω συμπατριώτες μου, κανένας κοινός τόπος δεν με δένει με αυτούς, καμιά κοινή γλώσσα δεν μιλάμε.

Εύχομαι να μην χτυπήσει άλλος σεισμός, να μην υποφέρουν άλλοι άνθρωποι, να μη χρειάζεται πόνος για να επανερχόμαστε στις εργοστασιακές ρυθμίσεις της ανθρωπιάς μας και καμιά προπαγάνδα να μην πλήττει την κοινή συνείδηση ότι όλοι χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον για να επιβιώσουμε σε αυτόν τον σκληρό κόσμο.