Σ.σ: Το κείμενο έχει πολλή, ελάχιστη ή καθόλου σχέση με πραγματικά περιστατικά, αναλόγως με την οπτική γωνία που θα επιλέξει καθένας, καθεμία για να το διαβάσει.

Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος. Όπου ευργετηθείς, ο συνεντευξιασθείς. Άσχετο που τον δημοσιογράφο δεν τον σέβονται και πολύ, ειδικά εκείνοι που τον παρακαλάνε. Διότι, κάποιοι δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο Παντελής Μπουκάλας, η Αλεξάνδρα Τσόλκα, ο Φώτης Βαλλάτος, η Ζωή Δημητρίου, η Ρέα Βιτάλη, ο Γιάννης Πανταζόπουλος, η Βάνα Κράβαρη, ο Γιάννης Νένες, η Μανίνα Ζουμπουλάκη, ο Γιώργος Πολυμενέας, ο Φρίξος Φυντανίδης, η Τίνα Μανδηλαρά κ.ά. Θεωρούν ότι ό,τι είναι οι μεν δημοσιογράφοι που έχουν φάει το μάτια τους στον δρόμο, στα χαρτιά, στα βιβλία, στις εφημερίδες, στις παραστάσεις, στα ταξίδια είναι και οι άλλοι, αυτοί που δημοσιοσχετίστικα πήραν θέσεις σε πάνελ, έμειναν ημιμαθείς αδιάβαστοι που έπεισαν τον κοσμάκη ότι κάποιοι είναι και συνέχισαν να κάνουν το κομμάτι τους εξορισμένοι από την κυρίαρχη κουλτούρα, σε καθεστώς τρας-μες στο φτωχό κεφάλι τους, αυτό είναι το ορίτζιναλ και το απείραχτο, γιατί ”οι άλλοι” (εμείς, δηλαδη;) είναι, είμαστε το σύστημα.

Όποιος θέλει να γίνει διάσημος στις μέρες μας μπορεί. Απλώς θα χρειαστεί να ανεχθεί ότι θα είναι διάσημοι και (σχεδόν) όλοι οι υπόλοιποι. Θα χρειαστεί να αντέξει ότι το «επάγγελμα: διάσημος» θα το δηλώνουν χιλιάδες άλλα πρόσωπα: γκέι, στρέιτ, φάσιο άικο, διανοούμενες βυζαρούδες, λόου μπαπ παίδαροι και λαϊκές, πειραιώτισσες μούνες που τα χώνουν στην κάμερα κι από κάτω οι followers τις αποθεώνουν. Τα πρόσωπα αυτά διεκδικούν κομμάτι από την πίτα της διασημότητας που καρπώνονταν κάποτε όσοι και όσες είχαν να επιδείξουν έργο-ακόμα και αν αυτό ήταν η συμμετοχή σε ένα ριάλιτι, μπορείς να πεις ότι είναι περισσότερο έργο από το κάθομαι σπίτι μου, παραγγέλνω από σάπια σουβλατζίδικα και κάνω βιντεάκια με αστείους ήχους πορδών που βαϊραλιάζουν. Semi-βαϊραλιάζουν, δηλαδή, γιατί όλα είναι βάιραλ, πλέον, σωστά;

Τι γίνεται όταν ένα μοντέλο ζητήσει συνέντευξη από έναν δημοσιογράφο; Τι γίνεται όταν μια ηθοποιός ζητήσει; Ή ένας πρωτοεμφανιζόμενος, ας πούμε, συγγραφέας; Όλα καλά, τίποτα δεν απαγορεύεται σε αυτήν την ζωή-σχεδόν. Κάποιες φορές, στέλνεις για να ”σε δουν” μες στον ορυμαγδό πληροφορίας, δεν είναι αναγκαία κακό, αν και είναι λίγο κάπως, ομολογουμένως, να ζητάς να σου πάρουν συνέντευξη επειδή ”είσαι” κάτι και όχι τόσο επειδή ”έχεις κάνει” κάτι-έχεις γυρίσει μια ταινία μικρού μήκους, έχεις κάνει τον γύρο της χώρας, έχεις απαγγείλει σε διαγωνισμό slam poetry, έχεις κάποια καινοτόμο, καινούργια ιδέα, τι διάολο, κάτι.

Ο δημοσιογράφος μπορεί να επιλέξει να αγνοήσει το αίτημα κάποιου να του παρθεί συνέντευξη-ή της/του υπεύθυνου επικοινωνίας. Συνήθως, οι συνεντεύξεις που αξίζει να πάρεις ως δημοσιογράφος είναι οι πλέον δυσκολοκατάκτητες, εκείνες που ο συνεντευξιαζόμενος δεν έχει ανάγκη, ή και επιθυμία, να δώσει, για πολλούς λόγους. Σε αυτούς τους καιρούς, συνέντευξη μπορεί να σου δώσει ο καθένας: ένας επειδή φτιάχνει τέλειο latte art στο καφέ της γειτονιάς σου, άλλος επειδή είναι λεσβία και δουλεύει σε μπαρ, τρίτος επειδή έφαγε τρία σουβλάκια σε ένα λεπτό σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ. Εάν υποθέσουμε ότι κάποιος δημοσιογράφος που γράφει τα δικά του χιλιόμετρα με τα κείμενα και τις συνεντεύξεις του, στο πλαίσιο του οράματος που έχει για τον κόσμο, επιλέγει να δώσει βήμα στο άτομο που του το ζητά, μπορεί να γράψει ό,τι θέλει και όπως το θέλει-συνταγματικών ορίων τηρουμένων. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση συνέντευξης με πρόσωπο που ο ίδιος ο δημοσιογράφος προσέγγισε.

Οι συνεντευξιαζόμενοι (hello!?) δεν μπορούν να έχουν έλεγχο και άποψη επί του τίτλου ή του προλόγου, της οβερτούρας που επιφυλάσσει κάποιος δημοσιογράφος για το πρόσωπο με το οποίο ασχολήθηκε κάποιες-συχνά, αρκετές-ώρες της ζωής του. Ο δημοσιογράφος δεν είναι ο promoter, ο άνθρωπος που γράφει ένα είδος διαφημιστικού κειμένου το οποίο γλείφει και αποθεώνει τον συνεντευξιαζόμενο. Ο δημοσιογράφος παρουσιάζει ένα πρόσωπο, σίγουρα όχι με πρόθεση να πει κάτι κακό, αηδιαστικό, ατάλαντο και απεχθές που είναι, αλλά όχι κατ’ ανάγκην και με πρόθεση να το εξάρει ως υπερταλέντο, εκπάγλου καλλονής ή ως θύμα, χτυπημένο από τη ζωή που τώρα πρέπει όλες και όλοι να αγαπήσουμε και να αγκαλιάσουμε. Η άποψή μου είναι ότι δεν αξίζει συνήθως τον κόπο να κάνεις συνέντευξη με κάποιον που σου το ζητάει. Εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Είναι τιμή, στον αντίποδα, να σου ζητά ένα πρόσωπο να σου ομολογήσει κάτι, να πει κάτι δημοσίως, μέσω εσού, ή να επιθυμεί πρώτα σε σένα ένας καλλιτέχνης να ανακοινώσει μια καινούργια δουλειά, επειδή, μετά από τόσα χρόνια εννοείται πως αποκτούμε σχέσεις μεταξύ μας οι άνθρωποι που γράφουμε με τους ανθρώπους που τραγουδούν, παίζουν, χορεύουν, σκηνοθετούν.

Κατ’ εξαίρεση, επίσης, μπορεί ένας δημοσιογράφος να επιτρέψει στον συνεντευξιαζόμενο να δει την ροή των ερωταπαντήσεων, για να νιώσει ο συνεντευξιαζόμενος πιο ασφαλής. Και κατ’ εξαίρεση, μπορεί να αλλάξει τίτλο ή να επέμβει στον τίτλο ή/και σε κάτι που αναφέρει εντός του κειμένου-κάτι που μπορεί να ενοχλεί ή να θίγει, εφόσον πάντοτε ο δημοσιογράφος δεν είναι κίτρινος ή μαλάκας, ας πούμε, αλλά άνθρωπος και επαγγελματίας και σοβαρός. Τα μεγαλύτερα προβλήματα στις συνεντεύξεις μάς τα δημιουργούν είτε εκείνοι που οι δημόσιες σχέσεις τους μας έχουν κυριολεκτικά πρήξει με σωρεία μέιλ και τηλεφώνων να ασχοληθούμε (ύφος καρδιναλίων!), είτε εκείνοι που, έτσι στο χαλαρό, μάς ζήτησαν να κάνουμε ”και μαζί” μία συνέντευξη. Ούτε λόγος για repost και κάποια πιθανή ευχαριστία σε εμάς και τον χρόνο μας από ΤΕΤΟΙΕΣ περιπτώσεις. Θεωρούν ότι οι δημοσιογράφοι (όλοι οι δημοσιογράφοι) είναι το ίδιο πράγμα, εννοείται πως δεν έχουν διαβάσει κείμενό μας ποτέ, ούτε ξέρουν πού και σε ποιον δίνουν συνέντευξη, υπό την έννοια ότι χέστηκαν κιόλας, και αυτό είναι, ας πούμε, ok, δηλαδή, τι να κάνεις, να βάλεις τον άλλον με το ζόρι να σε σεβαστεί; Όχι, όμως, μετά εσύ να έρχεσαι και να κράζεις εμένα ή τον όποιο αφιερώσαμε χρόνο σε σένα, μετά από δικό σου αίτημα, απλώς το κάναμε με την αισθητική μας και τον τρόπο μας, πιθανά τον δοκιμασμένο και ελεγμένο από την συνείδηση και το κοινό μας τρόπο. Όχι μετά να αναφέρεις το όνομα και την δουλειά μας σε αμφιβόλου αισθητικής talk show, αυγατίζοντας επιπλέον την επιθυμία σου για δημοσιότητα και followers απλώς επειδή είσαι ο τάδε, κατά την άποψή σου πρόσωπο σημαίνον, και όχι επειδή έχεις κάνει το τάδε έργο, ασήμαντο ή σημαντικό.

Ή να σου πω κάτι; Να αναφέρεις, να κάνεις ό, τι θέλεις. Άλλωστε, τα’ παμε, δεν τα’ παμε; Ουδείς ασφαλέστερος εχθόρς του ευεργετηθέντος. Όπου ευργετηθείς, ο συνεντευξιασθείς. Κοινώς, εμ σ’ έκανα μάγκα και σου έδωσα κείμενο στο site που γράφω και εσύ θέλησες να υπάρξεις μέσα σε αυτό, κείμενο με το όνομά σου και την φάτσα σου, εμ τα ακούω κι από πάνω-αλλά, τους followers τους τσίμπησες, δεν έχεις να πεις. O tempora, o mores! Συνεχίστε ό, τι κάνατε, όπως άλλωστε θα πράξουμε κι εμείς…