Αράζω, περνάω καλά, τσιλ, χαλαρά, βαϊμπάρω.

Όταν ακούω αυτές τις λέξεις, το νόημά τους κατακρημνίζεται υπερήφανα εμπρός στα ενεά μου μάτια. Δεν ξέρω τι θα πει αράζω-δεν είμαι βάρκα. Έχω δει τι εννοούν αρκετοί άνθρωποι με το «περνάω καλά»-εγώ υποφέρω. Τσιλ και χαλαρά; Σας παρακαλώ, δεν θα’ θελα. Αυτά τα πράγματα δεν υποδηλώνονται, ειδάλλως επέρχεται πλεονασμός, άκρως κακόγουστος.

Για το βαϊμπάρω δεν έχω απλώς λόγια. Ρωτήστε τον Πάνο τον φασαίο, ξέρει αυτός καλύτερα.

Έχω προσπαθήσει άπειρες φορές στην ζωή μου να αφεθώ, να απλοποιήσω τα πράγματα και τις καταστάσεις γύρω μου και μέσα μου, να απολαύσω την ζωή έτσι όπως φαίνεται ότι την απολαμβάνουν οι περισσότεροι, κατά την άποψή μου φυσιολογικοί, άνθρωποι. Ο ουρανίσκος μου με έχει καταδικάσει σε έναν μεγάλο αποκλεισμό a priori: δεν μπορώ να πιω μπίρα. Δεν περνάω καλά με μπίρες. Κι αν μου πεις «πάμε για μπίρες», μ’ έχασες. Θα έρθω, αλλά θα παραγγείλω κάτι άλλο και αυτό θα σχολιαστεί. Και βαριέμαι, πια, να εξηγώ γιατί δεν μπορώ να πιω μπίρα.

Δεν περνάω καλά με το σεξ της μιας βραδιάς. Δεν είναι συντηρητισμός, είναι «δεν περνάω καλά». Όταν η απάντηση, δε, ανθρώπων στην ερώτηση «είσαι σε σχέση αυτή την εποχή;» είναι «περνάω καλά, βασικά», νιώθω τ’ αυτιά μου να φλογίζονται. Πριν δεν περνάγανε καλά; Μετά δεν θα περνάνε, όταν μπουν σε σχέση και αν μπουν, με το καλό ή με το κακό;

Πιο νυσταλέα, πιο παροιμιωδώς μετριότατη φράση από το «να περνάμε καλά» δεν γνωρίζω. Βαθιά προσωπική υπόθεση το περνάω καλά και οι κοινωνικές νόρμες που έχουν επιβληθεί για το συνολικό καλοπερασιλίκι δεν με βρίσκουν σύμφωνη-όχι επειδή είμαι τίποτε ρηξικέλευθη διανοήτρια στις παρυφές της ζωής. Πάω κι εγώ μπουζούκια, έχω ακούσει κι εγώ τραπ, θέλω κι εγώ να αράζω καναπέ μετά τη δουλειά κάποιες μέρες, βαριέμαι τόσα και τόσα πράγματα, αφήνω τα πιάτα στο νεροχύτη για 1-2 μέρες σερί άπλυτα, αναβάλλω δουλειές, κλαίω με τον Τιτανικό και το Notebook σταθερά και διαχρονικά, θέλω αγκαλιά, σοκολάτα, ένα τσιγάρο, έναν καφέ με την κολλητή μου πιο συχνά.

Αλλά δεν περνάω καλά στα μπουζούκια. Δεν περνάω καλά Λυκαβηττό και τσίτα Σιντάρτα από τα ηχεία. Δεν με αφορά να πιω κοκτέιλ σε ένα μαγαζί με ωραία θέα-βασικά, πλήττω με τα μαγαζιά που έχουν ωραίες θέες. Δεν αναζητώ κάποια δροσερή αυλή ή ταράτσα, δεν τσιλάρω με κοκτέιλ στην παραλία, δεν περνάω καλά σε μέρη όπου περνάμε συνήθως καλά αν δεν έχω δίπλα μου ανθρώπους που αγαπώ ή που μου φαίνονται ενδιαφέροντες.

Τι αυθυποβολή είναι αυτή σε σχέση με το πόσο καλά πρέπει να περνάμε ομαδικώς, μαζικώς, προβατοειδώς, σχεδόν με το ζόρι επειδή είναι καλοκαίρι, Χριστούγεννα, επειδή το μαγαζί είναι μαγαζάρα και άλλοι δε βρίσκουν τραπέζι, επειδή όλοι γελάνε με αυτόν τον κωμικό κι επειδή όλοι χτυπιούνται στον Θανάση σαν κατσίκια;

Περνάω καλά μέσα σε έναν υπόνομο αν Τον έχω πλάι μου. Με τις καλές μου φίλες περνάω καλά στο τηλέφωνο, καθώς πλένω πιάτα. Και περνάω τέλεια όταν διαβάζω ένα γαμάτο ποίημα πηγμένη στο λεωφορείο, ανάμεσα σε γκρινιάρηδες επιβαίνοντες. Περνάω καλά και σε όλες τις προαναφερθείσες συνθήκες (μπουζούκια, μαγαζάρες, Θανάσης) αν νιώσω ότι μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Να καθίσω όσο λίγο ή πολύ θέλω, ας πούμε. Και επίσης, αν το να περάσουμε καλά δεν είναι αγχωτικό και επιβεβλημένο από την παρέα, από την όποια παρέα.

Όσο απεχθάνομαι την νεοελληνική μιζεραμπιλιτέ (όλα είναι σκατά, έχουμε χούντα, δεν υπάρχει σάλιο, βαριέμαι, τίποτα δεν έχει νόημα), άλλο τόσο με φθείρει η νεοελληνική ευκολία του «περνάω καλά». Η λέξη «περνάω» μου φαίνεται πως εξαντλεί τον χρόνο που έχουμε στην γη. Πέρασμα, περνάω, θα περάσει. Σταματήστε για λίγο το διάβασμα αυτού του κειμένου και ακούστε πώς το εξηγεί (μη εξηγώντας το κατ’ ουσίαν) η θεά Λίνα.

 

«Περνάνε, όλα περνάνε
Η ζωή η ίδια είναι ένα πέρασμα
Περνάς καλά; Να περάσεις καλά!

Περαστικά, περαστικός
Περαστικός ήμουν
Έτσι έπρεπε να λέει ο έρωτας όταν έρχεται
και σε βρίσκει
Απροειδοποίητα και εμείς του λέμε περάστε

(και τον κοιτάμε στα μάτια λες και είναι παντοτινός)»

Δεν με νοιάζει να περάσω καλά, ρε. Να ζήσω με νοιάζει. Να πονέσω βαθιά, να χαρώ βαθιά, να διαπεραστώ εγώ η ίδια από την ζωή και τον χρόνο. Όλα είναι χημικές ενώσεις. Ναι, ένα ποτήρι κρασί και δύο και τρία. Ναι, ένα μπέργκερ στις 3 το πρωί να στάζει τσένταρ. Ναι, ένας ύπνος χωρίς ξυπνητήρι, να σηκωθείς από το κρεβάτι και να πονάει γλυκά το σώμα από τις πολλές ώρες ξάπλας. Ναι, ό, τι αγαπάς να το ακούς, να το βλέπεις, να μπορείς να του μιλάς.

Δεν περνάνε καλύτερα από τους θλιμμένους οι μονίμως, μηχανικά γελαστοί. Ένας φίλος αγαπημένος μού είπε καθώς πίναμε μια Παρασκευή βράδυ: «νομίζω κατάθλιψη είναι να μη νιώθεις, όχι να νιώθεις μεγάλη θλίψη». Του το είχε πει ο ψυχολόγος του.

Προσπαθούμε όλοι συλλογικά, ρυθμισμένα, μηχανικά να περάσουμε καλά. Γι’ αυτό πάμε για ποτό. Γι’ αυτό πάμε σε μια συναυλία. Γι’ αυτό κλείνουμε ραντεβού για σεξ. Γι’ αυτό βγαίνουμε για ψώνια με τα παιδιά μας τις γιορτές στα εμπορικά. Ποια βίδα χρειάζεται να στρίψει στο σώμα και το μυαλό της ανθρωπότητας για να μπορέσουμε να απορρυθμιστούμε από αυτό το κυνήγι;

Δεν είναι καν κυνήγι της ευτυχίας. Είναι κυνήγι της ιδέας-ότι-αν-δεν-περνάμε-καλά δεν ζούμε σωστά. Όταν περνάω πραγματικά καλά, δεν το λέω. Όταν με ρωτούν «πώς πέρασες χθες;», πονάω. Α, σκέφτομαι, πέρασε κιόλας το χθες. Κι εγώ σήμερα τι κάνω; Μια μέρα λιγότερη, μια μέρα πιο κοντά στο τέλος. Προτιμώ την ερώτηση «πώς είσαι;» και προτιμώ να μπορώ να την απαντώ ειλικρινά.

Δεν είμαι πολύ καλά. Έχω στρες με την δουλειά.

Και να μην κριθώ.

Είμαι περίφημα. Για αυτό το κείμενό μου έλαβα πολλά μηνύματα και μερικά με συγκίνησαν. Επίσης, μου την πέφτει ένας κούκλος. Είμαι πολύ καλά.

Και να μην κριθώ.

Να μην ξεχάσω να ρωτήσω: «εσύ, πώς είσαι;»

Γιατί η ζωή περνάει πολύ γρήγορα για να μας νοιάζει απλώς αν περνάμε καλά ή όχι. Οι περισσότεροι δεν έχουμε ιδέα τι μας κάνει να περνάμε στ’ αλήθεια καλά, γιατί φοβόμαστε. Ας κάνουμε κηπουρική αυτό το Σαββατοκύριακο. Μόνο. Ας ακούσουμε ξανά και ξανά και ξανά εκείνο το παλιόσιντο. Ας κλάψουμε γοερά να μας ακούσει η γειτονιά. Ας καθαρίσουμε με μανία όλα τα πλακάκια του μπάνιου.

Μόνο η ψυχή μας θα το ξέρει. Νομίζω πως δεν γεννηθήκαμε για να περνάμε καλά. Αλλά για να περνάμε. Τελεία. Σκέτο. Ας περνάμε με σημασία, με νόημα, με χάρη, με αποτύπωμα. Όσοι ενδιαφερόμαστε να προσπαθήσουμε για όλα αυτά, τουλάχιστον.

Άκου «πέρνα καλά» και αηδίες… Πέρνα εσύ καλά! Βγες από το Internet, ρε φίλε. Ή μείνε. Ξέρω κι εγώ, κάνε όπως θες. Μπορείς να βάλεις σε λόγια αυτό που νιώθεις αυτήν την στιγμή; Μπορείς να ρίξεις μια ματιά στην ζωή που περνά έξω από το παράθυρο;

Τα λέμε πάλι σύντομα.