«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα / προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα»

«Οι μοιραίοι» – Κώστας Βάρναλης

«Βάλ’ τους για ύπνο. Και μετά νομοθέτησε ό,τι θέλεις». Αυτή η ατάκα που είχε πει, προ 80-90 ετών, ένας υπουργός του Ουίνστον Τσόρτσιλ στον βρετανό πρωθυπουργό, συνεχίζει να αποτελεί, μέχρι και σήμερα, έναν από τους βασικότερους κανόνες και αρχές υπό τις οποίες λειτουργούν (και βασίζονται) κυβερνήσεις σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του κόσμου.

Η πολιτική εξίσωση είναι παλιά, δοκιμασμένη και πάντα αποτελεσματική: Καλοκαίρι + θερινή ραστώνη + διακοπές + κούραση πολιτών = ιδανική συγκυρία για να περάσεις στην Βουλή όλα όσα δεν κατάφερες να περάσεις κατά την διάρκεια του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης, όταν το αίμα του λαού βράζει από αγανάκτηση και αντιστασιακή διάθεση απέναντι σε νομοσχέδια-πρόκληση για τον κοινωνικό ιστό και πραγματοποιούνται κινητοποιήσεις, απεργίες, γενικά κάτι κινείται ρε αδελφέ.

Οπότε, και με βάση αυτή την πάγια πολιτική τακτική από πλευράς των κάθε επίδοξων κουτοπόνηρων Μαυρογιαλούρων, μέχρι στιγμής τίποτα δεν φαντάζει περίεργο σε αυτό το (ακόμη πιο) παράξενο ελληνικό καλοκαίρι του 2022, διανύοντας (απ)αισίως τον τρίτο χρόνο της πανδημίας και με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να έχει μπει ήδη στην τέταρτη χρονιά της διακυβέρνησής της – και ας μας φαίνεται πως μας κυβερνάνε για πάνω από δέκα έτη, τόση ψυχοσωματική κούραση που έχουμε μαζέψει, ζωή να έχουνε οι άνθρωποι. 

Την ώρα που η μισή Ελλάδα πλακώνεται λοιπόν (στο Διαδίκτυο πάντα) με την άλλη μισή σχετικά με την ποινή-χάδι στον βιαστή ανηλίκων Δημήτρη Λιγνάδη, την ώρα που οι μισοί μιλάνε για κρεμάλες, για επαναφορά της θανατικής ποινής ή έστω για «ισόβια που να είναι ισόβια» και οι άλλοι μισοί δικαιολογούν την (κοινωνικά αλλά και φύσει και θέσει προκλητική) απόφαση περί της απελευθέρωσής του, ειδικά μετά την καταδίκη του για δυο βιασμούς ανηλίκων, την ώρα που ανεβαίνουν πανό στήριξης των θυμάτων και εναντίον του υπουργείου Πολιτισμού (το οποίο στρουθοκαμηλίζει υπόπτως, κάνοντας ότι δεν τα είδε ποτέ, με την κα. Λίνα Μενδώνη να υποδύεται ευσχήμως την γάτα του Σρέντινγκερ), την ίδια στιγμή η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται όλους τους ανωτέρω παράγοντες της ψυχοσωματικής κόπωσης, της πανδημίας και της θερινής ραστώνης, προκειμένου να κάνει τη δουλίτσα της.

Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως περνάει ένα νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ που μοιάζει με κακέκτυπο του σκανδιναβικού μοντέλου εκπαίδευσης, η ενημέρωση για την πανδημία σταμάτησε από το υπουργείο Υγείας και την Πολιτική Προστασία, γιατί, διάολε, ποιον ενδιαφέρει πια αυτή η ενημέρωση, οι νεκροί από τον κορονοϊό αποτελούν εδώ και μήνες ένα απλό στατιστικό στοιχείο, δίχως αίμα, σάρκα και οστά, άνθρωποι έχουν αρχίσει να εκδιώχνονται και επισήμως από την πρώτη τους κατοικία ενώ και το εξίσου προκλητικό νομοσχέδιο Σκρέκα αναφορικά με τις προστατευόμενες περιοχές NATURA, οι οποίες εμμέσως πλην σαφώς καταργούνται, ήδη βρίσκεται προ των πυλών της ψήφισής του.

Και έχουμε ακόμη Ιούλιο, δηλαδή που να μπει και ο Αύγουστος, τι άλλο εφιαλτικό έχουμε να μάθουμε (πάντα εκ των υστέρων και μετά την επιστροφή από τις διακοπές μας) ότι ψηφίστηκε από αυτή την κυβέρνηση. Μπορεί να γυρίσουμε στα τέλη Αυγούστου και να μάθουμε, λόγου χάρη, ότι ο Παρθενώνας έγινε showroom.

Και στο τέλος της ημέρας τι μας έμεινε ως αντίσταση; Μερικά πανό που ανέγραφαν «ΒΙΑΣΤΗΣ EINAI», αναφορικά με τον Λιγνάδη, και σηκώθηκαν, κατά πως όντως έπρεπε, στην Επίδαυρο, στο τέλος θεατρικών παραστάσεων ή στις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Και φυσικά και ασφαλώς καλά έκαναν και ανέβηκαν –και μπράβο στους ανθρώπους που πήραν τις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Φτάνει όμως μόνο αυτό;

Ένας λαός σε μαζική ύπνωση

Βέβαια, για να πούμε όλη την αλήθεια, αυτοί δεν φταίνε. Αυτοί βρίσκουν και τα κάνουνε (αυτοί, οι προηγούμενοι και οι επόμενοι), σύμφωνα με την γνωστή γερμανική παροιμία «αν δεν σκύψεις, κανείς δεν πρόκειται να ανέβει στις πλάτες σου».

Οπότε ας παραδεχτούμε ένα πράγμα για εμάς τους ίδιους: είμαστε ένας, κατά βάση, δειλός λαός. Ένας βολεμένος λαός – και αυτό το επίθετο το λέω πρωτίστως αναφερόμενος στον εαυτό μου.

Βλέπετε τι γίνεται στη Σρι Λάνκα; Η βενζίνη έχει πάει στα ύψη, τα νοικοκυριά δεν έχουν ρεύμα, οι τιμές των αγαθών έχουν φτάσει στον Θεό, η ακρίβεια ρημάζει οικογένειες, προ μηνών η κυβέρνηση έδιωχνε ανθρώπους από τα σπίτια τους και οδηγούσε πολίτες σε μαζικές αυτοκτονίες. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Σας φέρνει κάτι κοντινό στο νου; Αλλά ο λαός αυτός, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που δεν έχουν καν να φάνε, βρήκε το σθένος και βγήκε μαζικά στους δρόμους. Εισέβαλλε στο προεδρικό μέγαρο, έδιωξε τον πρόεδρο. Γενικά, αντιστάθηκε. Έδειξε ότι δεν είναι άξιος της μοίρας του και μοιραίος εν τη μαζική υπνώσει του.

Είμαστε ένας λαός που, στην συντριπτική του πλειοψηφία, ζει σαν βαρναλικός ήρωας, αυτός που κάθεται και πίνει σε ένα (διαδικτυακό) καπηλειό τα κρασιά του και εκτοξεύει απλώς κατάρες: «Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! Φταίει ο Θεός που μας μισεί! Φταίει το κεφάλι το κακό μας! Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!»

Τίποτα από όλα αυτά δεν φταίει. Εμείς φταίμε. Ούτε καν αυτοί που στις πλάτες μας παίζουν ζάρια φιξαρισμένα που πάντα θα βγάζουν snake eyes για εμάς και εξάρες για εκείνους.

Ζούμε υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς μαζικής ύπνωσης, μιας θερινής νάρκης τόσο ακούσιας (ζώντας σε ένα φιμωμένο και δεμένο πισθάγκωνα ενημερωτικό περιβάλλον με καθοδηγούμενα ΜΜΕ), όσο και εκούσιας, με ευθύνη καθαρά δική μας. Βασικά, πιστεύω ότι αποτελούμε “case study” για τις μελλοντικές γενιές πολιτών: μιας μοιραίας δράκας ανήμπορων ανθρώπων που αντί να αυτό-οργανωθούν, να κατέβουν στους δρόμους και να στηθούν κατά χιλιάδες έξω από την Βουλή μέχρι είτε να αποσυρθούν κάποια νομοσχέδια που προσβάλλουν την νοημοσύνη μας, είτε να αποσυρθούν κάποια νομοσχέδια που προσβάλλουν την νοημοσύνη μας (είδατε τι έκανα εδώ, ε;), συνεχίζουν να παίζουν τις κουμπάρες στο Διαδίκτυο «προσμένοντας, ίσως, κάποιο θάμα».

Και δεν χρειάζεται να είσαι πολιτικός αναλυτής ή κανένας σοβαρός κοινωνιολόγος προκειμένου να έχεις ήδη καταλάβει ότι, αν δεν υπάρξει μια πολύ πιο μαζική αντίδραση από μερικά απλωμένα πανό σε συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις, ο χειμώνας που πλησιάζει θα είναι όντως «the winter of our discontent».

Mε τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο ρόλο του σεξπηρικού Ριχάρδου του Γ’.