Tα Digital Services Act (DSA) και Digital Markets Act (DMA), συντάχθηκαν απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση στην «σκιά» του General Data Protection Regulation (GDPR). Τους κανόνες «ορόσημο» της Ε.Ε. για τα προσωπικά δεδομένα, που δικαιολογημένα, έχουν επικριθεί για ελλιπή εφαρμογή αφού στην διαδικτυακή μας καθημερινότητα τίποτα δεν άλλαξε – τουλάχιστον στο κομμάτι του Privacy (προστασία).

Τo GDPR αφέθηκε πλήρως στην διαχείρισή του απ’ τα 27 κράτη – μέλη της Ένωσης, των οποίων οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την λειτουργία του Νόμου, σύμφωνα με το Bloomberg, είναι ανεπαρκώς χρηματοδοτημένες και στελεχωμένες.

Τώρα όμως η Ε.Ε. δεν θέλει να κάνει το ίδιο λάθος με τα DSA και DMA. Έτσι, οι ρυθμιστικές αρχές όρισαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως τον μοναδικό υπεύθυνο επιβολής των νέων κανόνων και αυτές οι προτάσεις έπεσαν στο Ευρωπαϊκό τραπέζι για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2020. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Μαρτίου του 2022, ανοιχτά συζητήθηκε η νέα προσπάθεια της Ευρώπης, τον Ιούλιο ψηφίστηκαν οι νόμοι στο Ευρωκοινοβούλιο και φτάσαμε πλέον στον Νοέμβριο, όπου τώρα οδηγούμαστε στην επιβολή των DMA και DSA.

Η Ευρώπη έδωσε μια «μάχη» με τον χρόνο να προετοιμάσει το έδαφος (και την κέρδισε), πριν ξεκινήσει τον «πόλεμο» με τους τεχνολογικούς κολοσσούς της Silicon Valley των Η.Π.Α.

Οι νέοι κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολλά υποσχόμενοι και ιδεαλιστικοί, σε βαθμό που νομοθετικές αρχές των Η.Π.Α. φαίνεται να ακολουθούν το παράδειγμά της. Όμως η Sarah Andrew, πρώην επικεφαλής των διαδικτυακών προτύπων στην ρυθμιστική αρχή Ofcom, δήλωσε στο Bloomberg ότι «οι νέοι κανόνες κινδυνεύουν να γίνουν όπως το GDPR. Δηλαδή, απλώς ένα ακόμη όμορφο κομμάτι πολιτικής».

Τι είναι το DSA και το DMA

«Ο νόμος για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA) και ο νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA), αποσκοπούν στη δημιουργία ενός ασφαλέστερου ψηφιακού χώρου, όπου προστατεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών και στην δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις», όπως μας ενημερώνει η επίσημη σελίδα της Κομισιόν.

Στο ίδιο πνεύμα με την Elizabeth Warren της Δημοκρατικής παράταξης των Η.Π.Α., που είχε μότο «Διαλύστε τη Μεγάλη Τεχνολογία [Big Tech]» αναφερόμενη στο μονοπώλιο της Amazon, αλλά κάπως παραλλαγμένο, η Ε.Ε. προωθεί μια νέα ατζέντα της οποίας το μότο θα μπορούσε να είναι το «Μην τους διαλύσετε. “Ανοίξτε” τους». Μια ατάκα που είχε ακουστεί τον Μάρτιο του 2022 από τον Cédric O, πρώην υπουργό Ψηφιακής Οικονομίας της Γαλλίας, και πρωταγωνιστή στην σύνταξη των ριζοσπαστικών νόμων DSA και DMA.

Η DMA, η οποία αναμένεται να τεθεί σε ισχύ πριν το τέλος της χρονιάς, απαιτεί από εταιρείες όπως η Apple και η Meta, να απελευθερώσουν τις υπηρεσίες τους προς όφελος των ευρωπαίων χρηστών. Σύμφωνα με μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (MEP), αυτό σημαίνει ότι η Apple θα επιτρέπει στους κατόχους iPhone να εγκαθιστούν εφαρμογές (apps) από αντίπαλα ψηφιακά κατάστημα (βλ. το Play Store της Google) και από third-party πηγές που μέχρι πρότινος είχαν αποκλειστεί απ’ το Apple Store γιατί δεν είχαν κάποιο σύμφωνο συνεργασίας. Το Wired αναφέρει ακόμη ένα παράδειγμα που αφορά το WhatsApp, το οποίο θα πρέπει να επιτρέπει την επικοινωνία με άλλες πλατφόρμες μηνυμάτων όπως το Signal και το Telegram. Ταυτόχρονα, το DSA/DMA, θα αποτρέπει την Amazon, την Google και την Apple απ’ το να προωθούν τις δικές του εφαρμογές για τους χρήστες του περιβάλλοντός τους.

Εν ολίγοις, οι τεχνολογικοί κολοσσοί, θα πρέπει να είναι «ανοιχτοί» προς/σε όλους έτσι ώστε να μην υπάρχει η κατευθυνόμενη ζήτηση – αγορά – χρήση. Όπως είχε πει η Warren, «Μπορείς να είσαι διαιτητής, μπορείς να είσαι παίχτης. Στο ίδιο παιχνίδι όμως δεν μπορείς να είσαι και τα δύο ταυτόχρονα».

Το ευρωπαϊκό στοίχημα

Μέσω αυτών λοιπόν, η Ευρώπη, θέλει να σπάσει το αμερικανικό τεχνολογικό μονοπώλιο και να δημιουργήσει ένα υγιές περιβάλλον ανταγωνισμού σε μια αγορά, την ψηφιακή, που έχει τον μεγαλύτερο οικονομικό τζίρο. Οι “tech giants” των Η.Π.Α. (Google, Apple, Amazon και Meta) κυριαρχούν παγκοσμίως, αλλά κυρίως – και εκτός Αμερικής – στην Ευρώπη.

Οι Ευρωπαίοι πολίτες/χρήστες των υπηρεσιών αυτών των πλατφόρμων, είναι μια τεράστια «κάνουλα» κέρδους για τις Ηνωμένες Πολιτείες την οποία η Ε.Ε. θέλει να ελέγξει. Η Κομισιόν – αν και καθυστερημένα – υιοθέτησε την πρακτική “follow the money” και κατέληξε στο όχι και τόσο παράλογο ή παράδοξο συμπέρασμα, πως οι υπηρεσίες αυτών των εταιρειών στηρίζονται (και) στις πλάτες της Γηραιάς Ηπείρου. Μπορεί να μην τις επιδοτούν, αλλά τις συντηρούν.

Αν και ο DMA τίθεται σε ισχύ την επόμενη εβδομάδα, οι τεχνολογικές πλατφόρμες δεν χρειάζεται να συμμορφωθούν στους νέους κανόνες αμέσως. Η Ε.Ε. θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει ποιες εταιρείες, απ’ τις λεγόμενες “gatekeepers”, είναι τόσο μεγάλες που οφείλουν να ακολουθήσουν τους ευρωπαϊκούς νόμους. Ο Gerald de Graaf, που ηγείται του αρμόδιο ευρωπαϊκού γραφείου της Κομισιόν στο San Francisco, αναμένει πως περίπου δώδεκα εταιρείες θα ανήκουν σε αυτή την ομάδα, η οποία θα ανακοινωθεί την άνοιξη του 2023. Από εκεί και πέρα, αυτές οι εταιρείες θα έχουν ένα deadline έξι μηνών για να συμμορφωθούν στη νέα πραγματικότητα.

Μπορεί το γραφείο του που βρίσκεται στον 23ο όροφο ενός κτηρίου στην Silicon Valley, να μην εμπνέει κάποια επιβλητικότητα με τα αντίστοιχα γειτονικά της Amazon, της Google και της Meta, η αποστολή του όμως, προκαλεί φόβο στις τεχνολογικές εταιρείες των Ηνωμένων Πολιτείων. Εκπροσωπεί τον θεσμό που θα ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας των tech giants στην Ευρώπη και θα μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα αν αυτοί δεν ακολουθήσουν του νέους κανόνες.

Αν συμβεί αυτό, υπάρχει ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν χρηματικές ποινές ύψους 20% του παγκόσμιου τζίρου τους, ενώ ταυτόχρονα, η Ε.Ε. θα μπορεί να απαγορεύσει τυχόν συγχωνεύσεις.

Ο de Graff έχει προβλέψει ένα κύμα νομικών αγωγών που θα αμφισβητούν τo DMA της Ευρώπης, αλλά βρίσκεται στην California για να καταστήσει σαφές πως οι κανόνες έχουν πλέον αλλάξει. Και στον παρελθόν η Ε.Ε. έχει επιβάλει μεγάλα πρόστιμα κατά της Google, της Apple και άλλων μονοπωλιακών εταιρειών, αλλά η γραφειοκρατία βοηθούσε τους τεχνολογικούς αυτοκράτορες να ελαχιστοποιήσουν τη ζημιά. Όμως τώρα, το βάρος πέφτει στις Big Tech εταιρείες. «Το βασικό μήνυμα [προς τις εταιρείες] είναι ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν τελειώσει και βρισκόμαστε σε κατάσταση συμμόρφωσης», λέει ο de Graaf στο Wired. «Μπορεί να μην τους αρέσει, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα».

Οι εταιρείες τεχνολογίας θα πρέπει να ανταποκριθούν και στον εξίσου σαρωτικό νόμο DSA, ο οποίος απαιτεί διαφάνεια επιλογών για τους χρήστες και σοβαρή αξιολόγηση κινδύνων για την διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας. Αυτά για να πετύχουν, οι social media πλατφόρμες αλλά και η Google, θα πρέπει να προσαρμόσουν τους αλγόριθμούς τους για να προσφέρουν ασφαλή περιήγηση στους χρήστες και αξιοκρατική διαφήμιση. Αυτοί οι ρυθμιστικοί κανόνες είναι ικανοί να κλονίσουν τα θεμέλια στα οποία, για παράδειγμα η Google, χρίστηκε μέσω της απολυταρχικής λειτουργίας της (άρα μόνη της) ο Βασιλιάς του ίντερνετ.

[διαβάστε εδώ το άρθρο μας για τον απολυταρχισμό του Google Search]

Αλλά αυτή η τάση, ο πόλεμος θα λέγαμε κατά των Big Tech εταιρειών, δεν είναι αφορά μόνο την Ε.Ε. αλλά την παγκόσμια κοινότητα.

Η Νότιος Κορέα ήταν η πρώτη που ψήφισε νομοθεσία για τα Play Store και Apple Store, ενώ στην Αυστραλία ψηφίστηκαν νόμοι που αφορούν τα πνευματικά δικαιώματα των εγχώριων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, απαγορεύοντας έτσι στην Google να προβάλλει αποσπάσματα ειδήσεων και άρθρων στην πλατφόρμα της χωρίς να καταβάλλει χρηματικό αντίτιμο. Ο Paul Fletcher, υπουργός Επικοινωνίας της Αυστραλίας, είχε δηλώσει τότε: «Πολλοί έλεγαν ότι δεν μπορείς να τα βάλεις με τους παγκόσμιους ψηφιακούς γίγαντες», και τους διέψευσε.

Στην Γερμανία το 2014, ο μεγάλος εκδοτικός οίκος Axel Springer, είχε απαγορεύσει στην Google να εμφανίζει αποσπάσματα δημοσιευμάτων του στην μηχανή αναζήτησής της, ενώ η Ισπανία την ίδια χρόνια, «μπλόκαρε» τα Google News – κάτι που κράτησε επτά ολόκληρα χρόνια. Κάτι παρόμοιο με τα παραπάνω, βρίσκεται σε εξέλιξη και στη Γαλλία, όπου η Google υπογράφει συμβάσεις με αρκετούς εκδότες προκειμένου να εμφανίζει ειδήσεις κατόπιν πληρωμής.

Η Marlena Wisniak, η οποία ηγείται των εργασιών σχετικά με την τεχνολογία στην ομάδα πολιτικών ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κέντρου με επίκεντρο το Μη Κερδοσκοπικό Δίκαιο, θεωρεί την ευρωπαϊκή παρουσία στην «αυλή» των αμερικανικών Big Tech αυτοκρατοριών, μία πρώτη σοβαρή πρωτοβουλία, που ουσιαστικά αποδεικνύει ότι η Ε.Ε. ασχολείται σοβαρά με την διαμόρφωση της τεχνολογικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο.

Και η αλήθεια είναι πως η τεχνολογία αποτελεί πλέον σημαντικό κομμάτι της πολιτικής και δεν αφορά μόνο την διασκέδαση και την βελτίωση της ζωής μας.

[διαβάστε εδώ το άρθρο μας για τις πολιτικές προεκτάσεις του πολέμου των microchip μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνας]

Η υποκρισία της Ευρώπης

Μπορεί η Ευρώπη μετά το GDPR να βρίσκεται σε μια σωστή κατεύθυνση, προτάσσοντας διασφάλιση πνευματικών δικαιωμάτων, ηθική διαφήμιση, ίση μεταχείριση και υγιή ανταγωνισμό με τους νόμους DSA και DMA, ταυτόχρονα, κηρύττει άμεσα έναν ηθικολογικό πόλεμο με τις Η.Π.Α. μέσω κανόνων/απαγορεύσεων, αφού αποφεύγει έμμεσα να βγει στην τεχνολογική αγορά και μέσω επενδύσεων να «παλέψει» για το μερίδιο που θα μπορούσε να της αναλογεί.

Σε γλώσσα αθλητισμού, η E.E. ενώ δεν έχει ομάδα να κατεβάσει στον αγώνα, κατηγορεί τον αντίπαλο Η.Π.Α. για τους super star που έχει στο roster της. Και παρόλο που ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού, η ίδια φαίνεται να αγνοεί τον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι. Απλά θέλει τα έσοδα της διεξαγωγής απ’ τα εισιτήρια του κόσμου που θα προσέλθει στο γήπεδό και αγνοεί όλα τα υπόλοιπα.

Σίγουρα, οι τεχνολογικοί κολοσσοί της Αμερικής έχουν διαμορφώσει πλήρως την ψηφιακή μας ζωή. Η Microsoft με τα Windows, η Apple με το iPhone, η Amazon με τις ψηφιακές αγορές η Google με το περιβάλλον της και η Meta με τα κοινωνικά δίκτυα (στην πορεία και με την τεχνητή νοημοσύνη). Αλλά η Ευρώπη στον αντίποδα, προς το παρόν, δεν έχει να παρουσιάσει κάτι πέρα απ’ το Ολλανδικό Booking που επηρεάζει τον τουρισμό και το Σουηδικό Spotify που κατευθύνει τη μουσική βιομηχανία.

Στα μάτια μου, η Ευρώπη ξεκινάει μια νέα «Σταυροφορία» που, ίσως, καταλήξει όπως η γνωστή της Μεσαιωνικής περιόδου. Μια εκστρατεία ιδεών, που στόχος ήταν η επιβολή της και αργότερα γύρισε μπούμερανγκ προς τους πολίτες της.