Η διαδρομή της ζωής του Τέλη Σαβάλα, από μία φτωχογειτονιά της Νέας Υόρκης μέχρι την τελευταία κατοικία στο Λος Άντζελες, ήταν θεαματική και εξόχως συναρπαστική. Ένας από τους πιο αγαπημένους και διάσημους απόδημους Έλληνες, υπερήφανος για τη λακωνική καταγωγή του όσο κανείς, που κατάφερε παρά τις αντιξοότητες της ζωής και της καταγωγής του, να φτάσει ψηλά στον χώρο του θεάματος, παρότι δέχθηκε πολλές φορές τη χλεύη, για την πληθωρική του εμφάνιση, τον, έξω καρδιά, χαρακτήρα του, την πίστη του στις ελληνικές παραδόσεις.

Ο Τέλης Σαβάλας, περνώντας διά πυρός και σιδήρου, σε έναν χώρο απαιτητικό, ενώ είχε προϋπηρεσία στις δυσκολίες της ζωής, τρώγοντας με το κουτάλι το πεζοδρόμιο, θα γίνει διάσημος σε όλο τον κόσμο σαν Κότζακ, αν και προηγουμένως είχε πραγματοποιήσει ορισμένες θαυμάσιες ερμηνείες, με κυριότερη εκείνη τη συνταρακτική εμφάνιση στον «Βαρυποινίτη του Αλκατράζ» δίπλα στον «παλιόφιλο» Μπαρτ Λάνκαστερ. Μία ερμηνεία που θα τον φέρει ένα βήμα πριν το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.

Ο αγαπημένος ηθοποιός, που χάσαμε πριν από 30 χρόνια (22 Ιανουαρίου 1994), είχε μία μυθιστορηματική ζωή, γεμάτη περιπέτειες και δυσκολίες, έκανε μόδα το ξυρισμένο κεφάλι του και το γλειφιτζούρι στο στόμα, λάτρεψε τις γυναίκες και την οικογένεια, την Ελλάδα και την Ορθοδοξία και έβγαλε γλώσσα στις γελοιότητες του Παττακού. Όμως, έκανε και άλλα πολλά απ’ τα οποία θα θυμηθούμε τα περισσότερα.

Από παιδί στη βιοπάλη

Ο Αριστοτέλης Σαβάλας γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1922 στη Νέα Υόρκη και ήταν το δεύτερο παιδί από τα πέντε του Νίκου και της Χριστίνας Τσαβαλά. Έλληνες μετανάστες, με καταγωγή από τη Λακωνία, που δούλεψαν σκληρά για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Ο πατέρας του διατηρούσε εστιατόριο στη Νέα Υόρκη, ο μικρός Τέλης ξεκίνησε να δουλεύει από 8 χρόνων ως εφημεριδοπώλης και λούστρος, ενώ όταν ξεκίνησε το γυμνάσιο μιλούσε μόνο ελληνικά. Και αυτό διότι μεγάλωσε σε ένα σπίτι που οι γονείς του δεν μιλούσαν ποτέ αγγλικά «για να μη χαθεί η γλώσσα και η θρησκεία».

Ο «βρωμοέλληνας»

Θα μεγαλώσει σε μια σκληρή γειτονιά, όπου οι κάτοικοι τον αποκαλούσαν «βρωμοέλληνα», κάτι που βάραινε την ψυχολογία του. Ο πατέρας του κάποτε του είπε: «Όταν μεγαλώσεις και καταλάβεις πόσο σημαντική είναι η κληρονομιά, τότε θα χρειάζονται την άδειά σου για να σου απευθύνουν το λόγο». Ο Τέλης Σαβάλας έπειτα από την επιτυχία του θα δηλώσει ότι «είχε απόλυτο δίκιο. Είμαι υπερήφανος Έλληνας. Κουβαλάω τον ελληνισμό μου σαν γαλόνι».

Ο άτυχος ναυαγοσώστης

Μετά το τέλος του σχολείου, θα πιάσει δουλειά ως ναυαγοσώστης, αλλά σε μία περίπτωση δεν κατάφερε να σώσει έναν άντρα από πνιγμό, ένα δυσάρεστο γεγονός που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει σε όλη του τη ζωή. Μπόρεσε όμως να ξεφύγει από τις δουλειές του ποδαριού, όταν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να εργάζεται στο υπουργείο Εξωτερικών μεταδίδοντας τη σειρά «Your Voice of America», και μετά για το τηλεοπτικό κανάλι ABC News. Μία δουλειά που θα σημάνει και το ξεκίνημά του στον χώρο της ψυχαγωγίας, ενώ στα βαθιά της υποκριτικής θα μπει σε ηλικία 39 χρόνων, όταν θα παίξει στην πρώτη του ταινία, ενώ δυο χρόνια πριν είχε πατήσει τα τηλεοπτικά στούντιο.

Ανάμεσα σε δυο γίγαντες και το χαμένο Όσκαρ

Στην περίφημη ταινία του Τζ. Λι Τόμπσον «Δύο Γίγαντες Συγκρούονται» (το πρώτο «Ακρωτήρι του Φόβου») θα μπει σφήνα ανάμεσα στα ιερά τέρατα Ρόμπερτ Μίτσαμ και Γκρέκορι Πεκ, που κρατούσαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ενώ η εμφάνισή του θα εκτιμηθεί δεόντως, για να πάρει έναν υπέροχο ρόλο τον επόμενο χρόνο στην αριστουργηματική ταινία του Τζον Φρανκεχάιμερ «Ο Βαρυποινίτης του Αλκατράζ», δίπλα στον τεράστιο Μπαρτ Λάνκαστερ, που τον τίμησε με τη φιλία του. Ο Σαβάλας πραγματικά εξαιρετικός θα κάνει μία υποβλητική ερμηνεία, που θα απογειώσει την καριέρα του και θα τον φέρει δικαίως υποψήφιο για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.

Ο διάδοχος του Γιουλ Μπρίνερ

Χωρίς, να χάσει το μέτρο και έχοντας συναίσθηση του μεγέθους του, ο Σαβάλας έκανε θαυμαστές εμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη, ως καρατερίστας, κυρίως σε ρόλους «κακών», ενώ όταν αποφάσισε να ξυρίσει το κεφάλι του για την «Ωραιότερη Ιστορία του Κόσμου», για τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου, θα κερδίσει και άλλο την εκτίμηση του Χόλιγουντ, που έβρισκε επιτέλους τον διάδοχο του Γιουλ Μπρίνερ. Θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο, έχοντας μία καλή πορεία, ενώ έπαιξε και στον Τζέιμς Μποντ, που μόλις είχε εγκαταλείψει ο Σον Κόνερι, «Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος». Ξεχώρισε ως η καλύτερη «μούρη» στην απολαυστική πολεμική περιπέτεια του Ρόμπερτ Όλντριτς «Και οι 12 ήταν Καθάρματα», έχοντας δίπλα τους μετρ του είδους Λι Μάρβιν, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Τσαρλς Μπρόνσον και Τζον Κασαβέτη, αλλά και σε άλλες πολεμικές περιπέτειες («Η Μάχη των Αρδενών», «Ήρωες με Βρώμικα Χέρια», δυναμικές περιπέτειες («Κόλαση στο Ναυάγιο του Ποσειδώνα», «Δολοφονία στο Εξπρές του Τρόμου»), αλλά και αξιόλογα γουέστερν («The Scalphunters», «Το Χρυσάφι του Μακένα», «Πάντσο Βίλα»).

Κοτζακόπουλος

Έτσι, θα έρθει και το σημαδιακό 1973 όταν θα κτιστεί πάνω του η περίφημη αστυνομική σειρά «Κότζακ». Αν και αρχικά το σενάριο ήθελε πολωνικής καταγωγής τον πρωταγωνιστή, ως Κοτζάκοβιτς, ο Έλληνοαμερικάνος ηθοποιός απαίτησε να γίνει «Κοτζακόπουλος» κάτι που έγινε αποδεκτό. Ο πληθωρικός ήρωας, με το διάσημο γλειφιτζούρι στο στόμα, τις σκόρπιες ελληνικές κουβέντες του, την ατάκα «who loves ya baby» και την ανάδειξη – έστω και διά της πλαγίας – κοινωνικών θεμάτων, ως φανατικός Δημοκρατικός (άλλες εποχές τότε), έφτιαξε έναν μύθο, μία τεράστια τηλεοπτική επιτυχία, που κράτησε πάνω από πέντε χρόνια και παραμένει κλασική, έγινε ταινία και επανήλθε για λίγο τη δεκαετία του ‘80.

Ο Παττακός και η ναυτία

Ο Τέλης Σαβάλας ήταν όμως και ένας πολύ cool τύπος, που ρούφηξε μέχρι τέλους το νόημα της ζωής, όπως και το αγαπημένο του τσιγάρο. Γλεντζές, φωνακλάς, λάτρης του ποδόγυρου, φοβερός χαρτοπαίχτης και τρομερός πλακατζής. Μία από τις πλάκες του άλλωστε έμεινε στην ιστορία, όταν κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 δέχθηκε πρόσκληση από τον Ιωάννη Λαδά να συναντηθούν στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Εκεί βρισκόταν και ο Στυλιανός Πατακός, ο οποίος επιθυμούσε διακαώς να έχει μία φωτογραφία μαζί με τον σταρ. Ο Παττακός στήθηκε μπροστά σε έναν χάρτη της Ελλάδας και άρχισε να δείχνει και να μιλάει για τα «κατορθώματα» του καθεστώτος, αναφέροντας άχρηστες λεπτομέρειες για τις πτήσεις του σε όλη τη χώρα. Ο Σαβάλας δεν κρατήθηκε και με ειρωνική διάθεση θα του πει «πατριώτη, με τόσες πτήσεις ζαλίστηκα. Έχεις κανένα χάπι για τη ναυτία;».

Οι γάμοι και οι «εντιμότατοι φίλοι»

Ο Σαβάλας παντρεύτηκε τρεις φορές στη ζωή του, το 1948 τη συμμαθήτριά του Κάθριν Νικολαϊδη, με την οποία απέκτησε την πρώτη του κόρη, την Χριστίνα, το 1960 την Μέριλι Γκάρντερ, με την οποία θα αποκτήσει ακόμη δυο κόρες, την Πηνελόπη και την Κάντις και το 1969 την ηθοποιό Σάλι Σέρινταν, η οποία θα του χαρίσει τον γιο του, Νικόλα.

Θα πεθάνει πρόωρα χτυπημένος από τον καρκίνο το 1994 σε ηλικία 72 χρόνων, αφήνοντας πίσω του περίλυπους τους πολλούς θαυμαστές του και τους στενούς φίλους του Μπαρτ Λανκαστερ, Φρανκ Σινάτρα, Λι Μάρβιν, Ντιν Μάρτιν. Αλλά και την ηχώ του τρανταχτού γέλιου του, τη στεντόρεια φωνή του, την αστραφτερή ματιά του, την αγάπη του για την πατρίδα, την οικογένεια και τους νέους ηθοποιούς. Και βεβαίως την κορυφαία του στιγμή στο σινεμά, με την ερμηνεία του ως Φίτο Γκόμεζ στον «Βαρυποινίτη του Αλκατράζ», που έκανε και τους επικριτές του να υποκλιθούν μπροστά του.

Πηγή: ΑΠΕ