Με απόφαση ένταξης στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προϋπολογισμού 17 εκατομμυρίων ευρώ του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Θόδωρου Σκυλακάκη, άνοιξε ο δρόμος για την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό του Αρχαιολογικού Μουσείου Χίου.

Στο έργο αυτό προβλέπεται η κατασκευή χώρων και η ανάπτυξη λειτουργιών που κρίνονται απαραίτητες για την εξυπηρέτηση του σημαντικού ρόλου του Μουσείου της Ιωνικής Χίου ως πολιτιστικού οργανισμού.

Της υπογραφής της απόφασης ένταξης ακολούθησε στο Δημαρχείο Χίου, η υπογραφή από τον δήμαρχο Χίου Σταμάτη Κάρμαντζη του συμβολαίου της δωρεάν παραχώρησης στο υπουργείο Πολιτισμού του δημοτικού οικοπέδου που κρίθηκε απαραίτητο για την επέκταση του υπάρχοντος Μουσείου. Ας σημειωθεί εδώ ότι το κτιριολογικό πρόγραμμα της επέκτασης του Μουσείου της Χίου έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο Μουσείων του υπουργείου Πολιτισμού τον Ιούνιο του 2021.

Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, η επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου Χίου ακολουθεί τις βασικές αρχές του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του υπάρχοντος μουσειακού συγκροτήματος. Ο χώρος της υποδοχής (εκδοτήρια εισιτηρίων, βεστιάριο, χώρος παράλληλων εκδηλώσεων, βοηθητικοί χώροι), οι αποθηκευτικοί χώροι, το πωλητήριο, οι χώροι των εκθέσεων και τα εργαστήρια συντήρησης, διπλασιάζονται. Προβλέπεται η προσθήκη νέων εκθεσιακών χώρων, αίθουσας πολλαπλών χρήσεων, ανεξάρτητης από τις ώρες λειτουργίας του Μουσείου, καθώς και χώρου μηχανολογικών εγκαταστάσεων απαραίτητου για την ενεργειακή αναβάθμιση του υπάρχοντος κτηρίου και την κάλυψη των αναγκών των χώρων επέκτασής του.

Ως προς την εξασφάλιση της προσβασιμότητας του Μουσείου σε Άτομα με Αναπηρίες, προβλέπεται η δημιουργία υπόγειας σήραγγας εξωτερικά που μέσω του νέου ανελκυστήρα θα οδηγεί στον χώρο του εκδοτηρίου εισιτηρίων. Επίσης, η κίνηση μεταξύ των χώρων εσωτερικά εξασφαλίζεται, είτε με κεκλιμένες διαδρομές είτε με ανελκυστήρες, ώστε όλοι οι χώροι του Μουσείου να είναι καθολικά προσβάσιμοι.

Το υπάρχον κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Χίου έργο των αρχιτεκτόνων Σουζάνας Αντωνακάκη, Δημήτρη Αντωνακάκη και Ελένης Δεσύλλα, προέκυψε μετά την διάκριση της μελέτης τους με Α΄ Βραβείο σε Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό το 1965. Έχει θεωρηθεί πρότυπο και η μελέτη του έχει δημοσιευθεί πολλές φορές από την εποχή της υλοποίησής του μέχρι σήμερα σε ελληνικά και ξένα βιβλία και περιοδικά.

Η μόνιμη επανέκθεση του σήμερα και μέχρι να κλείσει προκειμένου να ξεκινήσουν οι εργασίες επέκτασης και εκσυγχρονισμού του, καταλαμβάνει χώρους με εμβαδόν 1.200 τμ και έχει τον τίτλο «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος». Η έκθεση περιλαμβάνει τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της τέχνης και της καθημερινής ζωής στο νησί από την Τελική Νεολιθική περίοδο ως και την ύστερη Ρωμαιοκρατία.

Τους εκθεσιακούς χώρους, οι οποίοι στεγάζονται σε τρεις ορόφους, αποτελούν πέντε αίθουσες για τη μόνιμη έκθεση και μία για την περιοδική. Στον πρώτο όροφο, ο οποίος περιλαμβάνει τρείς αίθουσες φιλοξενούνται:

α) εκθέματα της προϊστορικής Χίου από την Τελική Νεολιθική Εποχή ως την μυκηναϊκή περίοδο

β) δείγματα κοροπλαστικής και γλυπτά (αγάλματα, πορτραίτα, ανάγλυφα) από τον 8ο αι. πΧ ως και τη ρωμαϊκή περίοδο

γ) επιτύμβιες στήλες και επιγραφές.

Στον δεύτερο όροφο, ο οποίος περιλαμβάνει δύο αίθουσες, φιλοξενούνται δείγματα κεραμικής και μεταλλοτεχνίας από την αρχαϊκή ως και τη ρωμαϊκή περίοδο και τα σημαντικότερα δείγματα της αρχιτεκτονικής.

Τέλος στον αύλειο χώρο του Μουσείου εκτίθενται αναστήλωση «μακεδονικού τύπου» τάφου και αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν σποραδικά σε όλο το νησί της Χίου.

Η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός του αρχαιολογικού μουσείου της Χίου, καθώς και η προετοιμασία της επανέκθεσης, έχει χρόνο ολοκλήρωσης το τέλος του 2025.

Όπως είχε δηλώσει κατά την επίσκεψη της στη Χίο πέρυσι το καλοκαίρι, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη: «Μετά την πάροδο σχεδόν 60 ετών λειτουργίας, το ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας, και βραβευμένο κτιριακό συγκρότημα του Αρχαιολογικού Μουσείου Χίου, έργο του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη, εμφανίζει έντονη επιβάρυνση λόγω παλαιότητας και περιβαλλοντικών συνθηκών. (…) Με την ολοκλήρωση του έργου, η Χίος θα αποκτήσει ένα μουσείο, το οποίο θα προβάλλει το πολιτιστικό της απόθεμα με τον τρόπο που του αξίζει».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ