Σύμφωνα άρθρο της Yeni Safak, με τίτλο «Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, που παραπονέθηκε στις ΗΠΑ για την Τουρκία και ζήτησε να μην πουλήσει τα F-16, ξέμεινε από πίστωση, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε πως «Πρέπει οπωσδήποτε να αναθεωρήσουμε το θέμα της στρατηγικής συνεργασίας και εταιρικής σχέσης. Θα μπορούσαμε να είχαμε συνομιλίες στρατηγικής συνεργασίας με την Ελλάδα, αλλά μετά τις τελευταίες του δηλώσεις, πρέπει να το αξιολογήσουμε και αυτό. Ο Μητσοτάκης είπε να μην εμπλέκουμε τρίτους σε αυτή τη δουλειά και πήγε και μίλησε στις ΗΠΑ για αυτό το θέμα». 

Η εφημερίδα αναφέρει επίσης πως η νέα εποχή στις σχέσεις τελείωσε πριν καν αρχίσει. Ο Μητσοτάκης ήρθε στην Τουρκία μετά την ενεργειακή κρίση που προέκυψε με την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, λέγοντας: «Πρέπει να συναντηθώ με τον Πρόεδρο Ερντογάν» κι ενώ η συνάντηση του Μαρτίου, όπου η κρίση Ρωσίας-Ουκρανίας ήταν το κύριο θέμα στην ατζέντα, άφησε πίσω της ένα θετικό κλίμα και μια ελπίδα ότι θα ξεκινούσε μια νέα εποχή μεταξύ των δύο χωρών.

«Μετά από λίγο, ωστόσο, αφού ελληνικά αεροσκάφη άρχισαν να παραβιάζουν τον τουρκικό εναέριο χώρο, ο Μητσοτάκης δήλωσε τελικά ότι δεν θα δεχτούν ποτέ λύση δύο κρατών στο νησί της Κύπρου. Εθεσε στο αμερικανικό Κογκρέσο θέμα πιθανής πώλησης όπλων στην Τουρκία δεδομένης της κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο. Έτσι τερμάτισε την ανοιξιάτικη διάθεση στις διμερείς σχέσεις». προσθέτει. 

Ο εκπρόσωπος του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών, Νεντ Πράις, απαντώντας σε ερώτηση για το πόσο οι ενέργειες της Άγκυρας επηρεάζουν τη σταθερότητα του ΝΑΤΟ, είχε δηλώσει ότι ενθαρρύνουν όλα τα κράτη να επιλύσουν τα ζητήματα θαλάσσιας οριοθέτησης ειρηνικά και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.

Επιπλέον, όταν ρωτήθηκε από Αμερικανίδα δημοσιογράφο για το πόσο ανησυχούν οι ΗΠΑ για τις τουρκικές υπερπτήσεις πάνω από τα ελληνικά νησιά και για το πώς αυτές οι ενέργειες επηρεάζουν τη σταθερότητα του ΝΑΤΟ, ο κ. Πράις απάντησε πως «στην πρώτη σας ερώτηση, σχετικά με τις τουρκικές υπερπτήσεις, ενθαρρύνουμε όλες τις χώρες να σέβονται τον κυρίαρχο εναέριο χώρο άλλων χωρών και να χρησιμοποιούν κυβερνητικά αεροσκάφη λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας των πολιτικών αεροσκαφών».