Ο Αμερικανός Νικ Σι Αϊγκ [Nick C. Ige] παραδέχεται ευθαρσώς ότι αυτή την στιγμή δεν θα βρισκόταν στο Χάρβαρντ αν δεν είχε δοκιμάσει ψυχεδελικά ναρκωτικά.

Ο Αϊγκ πέρασε πάνω από δέκα χρόνια της ζωής του ως αλεξιπτωτιστής στον στρατό των ΗΠΑ προτού ενταχθεί στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Έχοντας πλέον απευαισθητοποιηθεί εντελώς απέναντι στην ακραία βία και το διαρκές άγχος, ο νεαρός αμερικανός, όπως και πολλοί άλλοι βετεράνοι των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, συνειδητοποίησε ότι η μετάβαση πίσω στην πολιτική ζωή θα ήταν δύσκολη — ο ίδιος αναφέρει ότι έχει περισσότερους φίλους που προτίμησαν να θέσουν οι ίδιοι τέρμα στην ζωή τους, παρά να πεθάνουν στη μάχη. «Εμείς οι στρατιώτες αυτό το λέμε “χάνοντας τη μάχη στην ίδια μας την χώρα”», λέει.

Αντιμετωπίζοντας ένα «πρωτοφανές έλλειμμα ανθρώπινης ενσυναίσθησης» που τον καθιστούσε επιρρεπή στη βία και αυτοκαταστροφικό στις διαπροσωπικές του σχέσεις, ο Αϊγκ δοκίμασε τα πάντα ως θεραπεία: διαλογισμό, γιόγκα, βελονισμό. Τίποτα από αυτά δεν βελτίωσε την κατάσταση του εύθραυστου ψυχισμού του.

Και τότε ήταν που δοκίμασε κάποιες συγκεκριμένες ψυχεδελικές ουσίες.

Αρχικά αγιαχουάσκα (ayahuasca), μετά ψιλοκυβίνη, κατόπιν DMT και στο τέλος ιμπογκαΐνη (ibogaine). Εννοείται, προφανώς, ότι όλα αυτά δεν τα έκανε μόνος του, στο σπίτι του, αλλά υπό αυστηρή ιατρική επίβλεψη, σε ένα ειδικό καταφύγιο, μαζί με έναν εγκεκριμένο σαμάνο. Πήρε αρχικά μια πολύ πολύ μικρή δόση και όπως το περιγράφει, «κάθε μία από αυτές τις εμπειρίες του τού επέτρεψε να “δουλέψει” σε μια διαφορετική πτυχή του ψυχισμού του.

Ο Αϊγκ είναι πλέον ανάμεσα σε εκείνους τους ανθρώπους που μιλάνε ανοικτά για τις εμπειρίες τους αυτές ενώ προτίθεται, όπως τονίζει, να (προσ)καλέσει τους φίλους του από τις Ένοπλες Δυνάμεις για να τους βοηθήσει στη μετάβασή τους απ’ την στρατιωτική στην πολιτική ζωή.

«Οι ψυχεδελικές μου εμπειρίες και η θεραπεία που προέκυψε από αυτές, με μετέτρεψαν σε έναν πιο ανοιχτό και στοργικό άνθρωπο», λέει ο ίδιος μιλώντας μέσα στην καφετέρια του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, «χωρίς να φοβάται μήπως κρυφακούει κάποιος από το διπλανό τραπέζι. Η αυτοπεποίθησή του είναι εντυπωσιακή», όπως αναφέρει το σχετικό, εκτενές άρθρο του ιστότοπου The Crimson.

Η «δύσκολη» παρακαταθήκη του Τίμοθι Λίρι

Το Χάρβαρντ αποφάσισε πρόσφατα να συνεργαστεί με ένα ιατρικό κέντρο προκειμένου να διερευνήσει διεξοδικά όλες τις τυχόν ψυχολογικές ωφέλειες που θα προέκυπταν από την ελεγχόμενη χρήση ψυχεδελικών ουσιών.

Είχε όμως να υπερπηδήσει έναν σημαντικό σκόπελο: το συλλογικό υποσυνείδητο που εδώ και μισόν αιώνα είχε εντάξει το Χάρβαρντ στις «κακές επιρροές» της αμερικανικής νεολαίας.

Το, δήθεν κακό, όνομα βγήκε για το φημισμένο πανεπιστήμιο εξαιτίας μίας σειράς από φιλόδοξα και αμφιλεγόμενα πειράματα κατά τη δεκαετία του 1960, όταν ο ψυχολόγος Τίμοθι Λίρι και ο βοηθός του Ρίτσαρντ Αλπερτ δοκίμασαν την χρήση ψυχεδελικών ναρκωτικών σε εθελοντές με στόχο «την διεύρυνση της συνείδησής τους».

Φυσικά, την δεκαετία του ’60 κάτι τέτοιες πρακτικές ήταν, πάνω κάτω, κοινός τόπος καθώς όλη η νεολαία πειραματιζόταν με, άγνωστης προέλευσης, ψυχεδελικές ουσίες. Οι γιατροί τότε, όμως, δεν διέθεταν ούτε τις επιστημονικές γνώσεις ούτε την ιατρική τεχνογνωσία που διαθέτουν σήμερα. Κάπως έτσι, μετά από τρία χρόνια έρευνας, οι δύο επιστήμονες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πρυτανεία του Χαρβαρντ, η οποία τους κατηγόρησε για «ύποπτες μεθόδους δοσολογίας και χρήσης» και τους έδιωξε από το πανεπιστήμιο. Ωστόσο, η μελανή κηλίδα είχε ήδη μείνει για το Χάρβαρντ, το οποίο άφησε «δυο αμφιλεγόμενους επιστήμονες να διεξάγουν εξίσου αμφιλεγόμενα πειράματα».

Αλλαγή σκηνικού

Όλα όμως άλλαξαν με την αυγή του 21ου αιώνα, όταν όλο και περισσότεροι ψυχίατροι από διάφορα πανεπιστήμια του κόσμου ερευνούσαν ήδη την πιθανή χορήγηση, σε μικρές δόσεις, κάποιων συγκεκριμένων ψυχεδελικών ουσιών για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης και του συνδρόμου μετατραυματικού στρες (PTASD).

Ο Ρικ Ρόμπιν ήταν ο πρώτος, γενναίος θα λέγαμε, γιατρός και ερευνητής που πριν σαράντα χρόνια, το 1980-81, ίδρυσε στις ΗΠΑ την «Πολυεπιστημονική Ένωση για τις Ψυχεδελικές Σπουδές »με στόχο την αναβίωση της έρευνας για τα ψυχεδελικά ναρκωτικά. Διόλου τυχαία, ο έμπειρος ερευνητής είναι επίσης μέλος της επιτροπής συμβούλων στο «Κέντρο Νευροεπιστήμης Ψυχεδελικών», που εδρεύει στο Γενικό Νοσοκομείο Μασαχουσέτης στη Βοστώνη, ένα τεράστιο ερευνητικό νοσοκομείο, το οποίο με την σειρά του συνεργάζεται με την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ.

Εκεί όπου, δηλαδή, βρίσκεται σήμερα το παγκόσμιο επίκεντρο της μελέτης των ψυχεδελικών ουσιών σε ανθρώπους με ψυχιατρικές και ψυχολογικές διαταραχές.

Πίσω από το κέντρο βρίσκονται δυο σημαντικές μορφές της αμερικανικής ιατρικής: ο ψυχίατρος του Χάρβαρντ Τζέρι Ρόζενμπαουμ και ο νευρολόγος / νευροεπιστήμονας Μπρους Ρόζεν, που είναι και πρωτοπόρος της τεχνολογίας απεικόνισης του εγκεφάλου στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Αμφότεροι συμφωνούν, με μια φωνή, ότι «αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό».

«Είναι πολύ καλό ότι πλέον υπάρχει ένα επίσημο ερευνητικό κέντρο για τα ψυχεδελικά που συνδέεται με την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ», προσθέτει εμφατικά ο Ρόμπιν.

Ο Ρόζενμπαουμ πιστεύει ακράδαντα ότι τα πειραματικά φάρμακα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση ενός ευρέος φάσματος ψυχιατρικών παθήσεων. Για τον λόγο αυτό έχει δημιουργηθεί και μία «Λέσχη Ψυχεδελικών Ουσιών» μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, η οποία έχει στόχο την προώθηση της ευρύτερης συζήτησης για την ελεγχόμενη χρήση των ουσιών αυτών σε ενήλικες με ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών.

«Ο καθένας από εμάς παρουσιάζει τις δικές του εμπειρίες, αλλά επίσης προσέχουμε με ποιο τρόπο τις παρουσιάζουμε. Εστιάζουμε μόνο στην έρευνα. Και με αφορμή την πανδημία, η οποία έχει προκαλέσει σοβαρά ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα σε μεγάλο μέρος των πολιτών, η έρευνά μας αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον», καταλήγει ο 22χρονος Μαξ Ινγκερσολ, φοιτητής Κοινωνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ένας εκ των ιδρυτών της Λέσχης, τονίζοντας με νόημα ότι «όλοι οι συμμετέχοντες προσέχουν ιδιαίτερα ώστε να είναι απολύτως νηφάλιοι στις συναντήσεις μας».

Στο «χορό» και άλλες πανεπιστημιακές σχολές

Το Χάρβαρντ μπορεί να άνοιξε τον δρόμο, αλλά ακολουθώντας το παράδειγμά του, πάνω στα βήματά του πατούν πλέον και άλλες σχολές, όπως λ.χ. το Ιατρικό Κέντρο Χάρμπορ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες.

Σε μελέτη που διεξήχθη από τον γιατρό και ερευνητή Σαρλς Γκρομπ και στην οποία συμμετείχαν 12 εθελοντές με καρκίνο τελικού σταδίου, οι οποίοι αντιμετώπιζαν κατάθλιψη, τα συμπεράσματα που προέκυψαν ήταν συναρπαστικά. «Οι άνθρωποι συχνά στο τέλος της ζωής τους βιώνουν μια τρομερή υπαρξιακή κρίση και χάνουν την αίσθηση του σκοπού τους», λέει ο Γκρομπ, ο οποίος τους χορήγησε μια μικρή δόση ψιλοκυβίνης, η οποία έχει παρόμοια δράση με το LSD. «Φαίνεται ότι με τη χορήγηση των ουσιών αυτών, το κεντρικό σύστημα αλλάζει προτεραιότητες και προβάλλει περισσότερο την αίσθηση του εαυτού μας στο συνειδητό. Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά τον εαυτό σου», εξηγεί ο ίδιος μετά την μελέτη των ασθενών του.

Αλλά και ο κλινικός ψυχολόγος Αντονι Μπόσις έκανε μία παρόμοια μελέτη στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Οι ασθενείς του, επίσης σε τελικό στάδιο της ζωής τους ή/και με χρόνια κατάθλιψη, έλαβαν και αυτοί ψιλοκυβίνη και αμέσως μετά την λήψη της ουσίας, περιέγραψαν την εμπειρία τους αυτή ως «μυστικιστική», μέσω της οποίας «βίωσαν το νόημα και την αίσθηση της ιερότητας».

Πάντως, ο Αϊγκ, παρόλο που δεν συμμετέχει ο ίδιος στην Λέσχη του Χάρβαρντ, εμφανίζεται ενθουσιασμένος με κάθε παρόμοια πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση. «Είναι εξαιρετικά σημαντικό και ουσιαστικό να δούμε την επίδραση των ουσιών αυτών σε κατακερματισμένες ψυχολογίες όπως την δική μου ή συναδέλφων μου [στον αμερικανικό στρατό]», επισημαίνει, καταλήγοντας: «Διαμέσου των μικρών αυτών δόσεων ψυχεδελικών ουσιών, κατάφερα επιτέλους και απέκτησα ξανά τον έλεγχο στη ζωή μου. Νιώθω ότι πλέον είμαι ένας καλύτερος άνθρωπος».