«Το υπουργείο Εξωτερικών είναι φιλοευρωπαϊκό, γιατί στην πραγματικότητα είναι αντιευρωπαϊκό. Σύσσωμη η Δημόσια Διοίκηση επιθυμούσε να μη λειτουργήσει η Κοινή Αγορά. Γι’ αυτό μπήκαμε σε αυτή», λέει ο Μακιαβέλι της κρατικής γραφειοκρατίας Σερ Χάμφρεϊ στον πρωθυπουργό, στην κλασική βρετανική σειρά «Yes, Prime Minister». Και συνεχίζει: «Η Βρετανία έχει τον ίδιο στόχο στην εξωτερική της πολιτική εδώ και 500 χρόνια: να δημιουργήσει μια κατακερματισμένη Ευρώπη. Γι’ αυτόν τον σκοπό έχουμε πολεμήσει με τους Ολλανδούς εναντίον των Ισπανών, με τους Γερμανούς εναντίον των Γάλλων, με τους Γάλλους και τους Ιταλούς εναντίον των Γερμανών, και με τους Γάλλους εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών. Διαίρει και βασίλευε, καταλαβαίνετε. Γιατί να το αλλάξουμε τώρα, αφού λειτουργεί τόσο καλά;»

Παρακολουθώντας πρόσφατα αυτή τη βιτριολική πολιτική σάτιρα, η οποία θα άλλαζε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο οι Βρετανοί πολίτες βλέπουν το κράτος, αναρωτιόμουν τι αντίκτυπο θα είχε μια ανάλογη παραγωγή σήμερα στην Ελλάδα. Θα υπήρχε όμως ανάλογη παραγωγή εδώ; Γιατί έχει εξαφανιστεί τελευταία η πολιτική σάτιρα, ειδικά από την ελληνική τηλεόραση; Γιατί δεν υπάρχουν πια εκπομπές όπως του Γιώργου Μητσικώστα ή του Λάκη Λαζόπουλου – και παλαιότερα της Μαλβίνας Κάραλη; Ήταν ο Χάρρυ Κλυνν και ο Τζίμης Πανούσης οι «τελευταίοι των Μοϊκανών»; Γιατί ο Χριστόφορος Ζαραλίκος έχει «(αυτό;)εξοριστεί» με τις εκπομπές του στο youtube;

Γιατί έχει εξοριστεί το γέλιο από τον δημόσιο βίο; Είναι βέβαιο ότι ο Αριστοφάνης θα ντρεπόταν για λογαριασμό μας.

Καταρχάς, είναι περίεργο που ψάχνουμε την πολιτική σάτιρα στα απωλεσθέντα. Γιατί η εποχή δεν θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλη για να ευδοκιμήσει. Χτυπημένοι κατακέφαλα από αλλεπάλληλες κρίσεις, λοιμούς –προσεχώς, και λιμούς- και καταποντισμούς, η καλή σάτιρα θα ξόρκιζε τα δεινά διακωμωδώντας τα σαν το σωτήριο καλάμι που κρατάμε με το στόμα μας πάνω από την επιφάνεια και αναπνέουμε ενώ είμαστε ολόκληροι βυθισμένοι στο νερό.

Γιατί έχει αυτή τη λειτουργία το είδος: να διασώζει από την κατάθλιψη. Έχει όμως και μια άλλη. Μια πανάρχαια ιρλανδική παράδοση λέει ότι το πρόσωπο που οι Ιρλανδοί ποιητές έβαζαν στόχο της σάτιράς τους, έβγαζε τρεις φουσκάλες στο μάγουλο και στο τέλος πέθαινε από ντροπή. Η σάτιρα είναι δηλαδή πανίσχυρη. Επιπλέον, «ο μεγαλύτερος εχθρός της εξουσίας… είναι η περιφρόνηση, και ο πιο σίγουρος τρόπος να την υπονομεύσεις είναι το γέλιο», έγραψε η Εβραία φιλόσοφος Χάνα Αρέντ στο «Περί Βίας». Και ο Μίκαηλ Μπακτίν στο «Ο Ραμπελέ και ο Κόσμος του» υποστήριζε ότι το γέλιο έχει θεραπευτικές και απελευθερωτικές ιδιότητες λόγω της ικανότητάς του να ταπεινώνει την εξουσία.

Δεν εκπλήσσει λοιπόν πως όσο πιο δημοκρατική είναι μια εξουσία, τόσο πιο δεκτική αποδεικνύεται στη σάτιρα. Εξάλλου, είναι στις δημοκρατικές κοινωνίες που υπάρχει ελευθερία λόγου χωρίς την οποία η σάτιρα γεννιέται νεκρή.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, κανείς δεν μισεί περισσότερο το γέλιο από τους αυταρχικούς ηγέτες. Κι όσοι λένε πως η πολιτική σάτιρα λειτουργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης για τα καταπιεστικά καθεστώτα, ας μην ανησυχούν. Τέτοια καθεστώτα ποτέ δεν το ρισκάρουν.

Γι’ αυτό έσπασαν τα χέρια και τα δάχτυλα του Σύρου καρτουνίστα Ali Ferzat, αφού τον απήγαγαν, «νουθετώντας» τον να μη σατιρίζει το καθεστώς Άσαντ. Γι’ αυτό δολοφονήθηκε στο Λονδίνο το 1987 ο Παλαιστίνιος Naji al-Ali, δημιουργός του εμβληματικού καρτούν Handala, ενός 10χρονου αγοριού που έγινε σύμβολο των δεινών του παλαιστινιακού λαού και του αγώνα του. Αυτά τα ακραία παραδείγματα είναι ενδεικτικά της ιερογαμίας της σάτιρας με την ελευθερία λόγου. Ακόμα όμως και στις δημοκρατίες, πάνω από το κεφάλι των σατιρικών καλλιτεχνών επικρέμεται συχνά η δαμόκλειος σπάθη μιας μήνυσης.

Υπάρχουν όμως και τρόποι να περιορίσει η εξουσία την ελευθερία του λόγου –άρα και τη σάτιρα- χωρίς να σπάει δάχτυλα και χωρίς μηνύσεις. Ένας είναι να ελέγχει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κι έπειτα, η «παραγωγή» πολιτισμού να γίνεται από ένα ολιγοπώλιο φορέων που θα «εκτοπίζουν» τους μικρούς χώρους Τέχνης. Είναι τυχαίο άραγε πως δύο μετρ του είδους, ο Χάρρυ Κλυνν και ο Τζίμης Πανούσης, μεσουράνησαν σε μια εποχή που αφενός υπήρχε μεγαλύτερος πλουραλισμός στα ΜΜΕ, αφετέρου οι ανεξάρτητοι χώροι Τέχνης δεν παρέπαιαν οικονομικά; Να γυρίσουμε όμως και λίγο τον καθρέφτη στον εαυτό μας. Γιατί ο Αριστοφάνης δεν φύτρωσε σε κοινωνικό κενό, τον «δημιούργησε» η ίδια κοινωνία που γέννησε τη Δημοκρατία.

Στη χώρα μας σήμερα συχνά θριαμβεύουν «σάτιρες», που αντί να περιγελούν την εξουσία, περιγελούν τον αδύναμο, για παράδειγμα βρίθοντας σεξιστικών και ρατσιστικών «αστείων». Δεν τίθεται ζήτημα να απαγορευτούν, καθώς έτσι θα άνοιγε ο ασκός του Αιόλου – και η (όποια) Τέχνη δεν πρέπει ποτέ να λογοκρίνεται. Ίσως μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Ιρανικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια Hamid Dabashi, ακόμα και τα ανόητα και ρατσιστικά αστεία να εξυπηρετούν σε κάτι: «Καμία κοινωνία δεν μπορεί να στερείται μια τόσο ακριβή εκτίμηση για το ποιο είναι το επίπεδο νοημοσύνης της. Είναι ένα καλό σημάδι μιας παθολογίας που πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά».

Κατά τα άλλα, στη Βρετανία του ’80, μέχρι και η πρωθυπουργός Μάργκρετ Θάτσερ γελούσε με το κορυφαίο «Yes, Prime Minister» – ήταν η αγαπημένη της σειρά. Μπορεί μια εκπρόσωπος του κατεστημένου να απολαμβάνει μια ανελέητη πολιτική σάτιρα, ακόμα και αν δεν στοχεύει εκείνη προσωπικά; Μια εξήγηση θα ήταν πως ο αυτοσαρκασμός είναι ίδιον μιας κοινωνίας ανοιχτής – μιας κοινωνίας δηλαδή όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν, έστω και στοιχειωδώς. Μια άλλη, ότι η Θάτσερ νόμιζε πως έβλεπε ντοκιμαντέρ.

Τελικά, όμως, το ήθος ενός λαού και των πολιτικών εκπροσώπων του δεν αποτελεί συνάρτηση του πόσο καλά λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί;

Όπως έγραφε πάντως ο Ιρλανδός Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, που θεωρούσε εαυτόν σατιρικό συγγραφέα, «δεν μπορώ πια να κάνω με ειλικρίνεια τη δουλειά μου ως θεατρικός συγγραφέας χωρίς να προκαλώ πόνο, περισσότερο από ό,τι μπορεί ένας οδοντίατρος. Το ήθος του έθνους είναι λίγο πολύ σαν τα δόντια του: όσο πιο χαλασμένα είναι, τόσο πιο πολύ πονάει όταν τα αγγίζεις».