Πρόκειται για το αγαπημένο θέμα συζήτησης πολλών παρεών εδώ και δυο χρόνια, από τότε δηλαδή που ενέσκηψε επισήμως ο κορονοϊός τον Μάρτιο του 2020: πόσο ψυχολογικά ορθό αλλά και κοινωνικοοικονομικά ενδεδειγμένο είναι να κατεβάζει ρολά μια ολόκληρη χώρα προκειμένου να ανασχέσει το κύμα της πανδημίας;

Δυο ακριβώς χρόνια μετά από την ημέρα εκείνη που επιβλήθηκε ολικό lockdown και κλειδαμπαρωθήκαμε μέσα στα σπίτια μας (22 Μαρτίου για την Ελλάδα, 23 Μαρτίου για πολλές γειτονικές μας χώρες), οι ειδικοί και οι επιστήμονες αμφισβητούν για πρώτη φορά τόσο δραματικά την αποτελεσματικότητα ενός καθολικού κλεισίματος όλων των δραστηριοτήτων για υγειονομικούς σκοπούς.

Η μόνη χώρα η οποία αρνήθηκε, ως άλλο… γαλατικό χωριό, να επιβάλλει ολικό lockdown ήταν η Σουηδία. Το γνωστό «σουηδικό μοντέλο» που τόσο λοιδορήθηκε ακόμη και από έλληνες επιστήμονες, ειδικά στην αρχή της πανδημίας, την άνοιξη του ’20.

Η σκανδιναβική χώρα, λοιπόν, δεν επέβαλε κανένα lockdown, επικαλούμενη την κοινωνική της παράδοση να μην υποχρεώνονται οι Σουηδοί σε περιοριστικά μέτρα και να αφήνονται ελεύθεροι να λειτουργούν εντός των πλαισίων της υπευθυνότητάς τους ως ενεργοί πολίτες.

Η Σουηδία, επικαλούμενη μέχρι κεραίας τον ορισμό της υγείας σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ότι δηλαδή «είναι η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία νόσου ή αναπηρίας», αποφάσισε να κρατήσει την οικονομία της απολύτως ανοικτή.

Αρνήθηκε πεισματικά (και κατηγορήθηκε επανειλημμένα γι’ αυτό) να καταπατήσει κάθε ανθρώπινο δικαίωμα και να διακόψει την κοινωνική και οικονομική ζωή, προκαλώντας ανήκεστη ψυχολογική βλάβη στους πολίτες της.

Η χώρα αυτή λοιπόν προσπάθησε να περιορίσει τις ευπαθείς ομάδες και κυρίως τους τροφίμους γηροκομείων περιμένοντας να επιτευχθεί η «ανοσία της κοινότητας» (και όχι «ανοσία της αγέλης», όπως καλείται λανθασμένα).

Την πρώτη περίοδο της πανδημίας η Σουηδία παρουσίασε αυξημένο ποσοστό θανάτων με πολλαπλάσια κρούσματα από άλλες χώρες ίδιου μεγέθους που μπήκαν σε καραντίνα, αλλά οι θάνατοι αναλογικά δεν ήσαν περισσότεροι από πολλές κεντροευρωπαϊκές χώρες που επέβαλλαν… αιματηρό lockdown.

Μια τακτική που αποδείχθηκε σωστή κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας, τον χειμώνα του ’20: την ίδια στιγμή που τα ελληνικά  ΜΜΕ φωνασκούσαν για την δήθεν «αποτυχία του σουηδικού μοντέλου», η Σουηδία παρέμενε σταθερή στη γραμμή της, παρουσιάζοντας πολύ λιγότερα κρούσματα, αλλά και σταδιακά λιγότερους θανάτους σε σχέση με τις, ευρισκόμενες σε αυστηρό lockdown, χώρες γύρω της.

Μέτρα φυσικά και πάρθηκαν, άλλωστε η σουηδική κυβέρνηση δεν ήταν τίποτα «ψεκασμένοι» να αμφισβητούν την ύπαρξη του ιού: η κυβέρνηση αυτό που έκανε ήταν να απαγορεύσει την κοινή εστίαση σε δημόσιους χώρους άνω των οκτώ ατόμων. Όμως τα εμπορικά καταστήματα παρέμειναν ανοιχτά, τα εστιατόρια λειτουργούσαν με τραπέζια μέχρι οκτώ άτομα, τα σχολεία ουδέποτε έκλεισαν, ενώ οι κρατικοί λειτουργοί επαναλάμβαναν ξανά και ξανά ότι σε έναν ανοικτό χώρο, όπως πλατείες ή πάρκα, το σύνταγμα της χώρας ορίζει ότι «δεν μπορεί κανείς να παρέμβει και να ορίσει μέγιστο αριθμό συναθροισμένων».

Αυστηρή κριτική σε ριζικά και κάθετα μέτρα

Οπότε, το προ ημερών σχετικό άρθρο του ιστότοπου The Conversation, αναρωτιέται ξανά: Ήταν τελικά σωστή η απόφαση επιβολής των κατά τόπους lockdown;

Το δημοσίευμα υποστηρίζει ότι σαφής απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, επειδή δεν υπάρχουν σε ολόκληρο τον πλανήτη περιοχές με τα ίδια δημογραφικά χαρακτηριστικά και έτσι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα σχετικό και αρκετά αξιόπιστο πείραμα.

Υπάρχει, ωστόσο, ένας εναλλακτικός τρόπος να βγουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα: «Κάποια μαθηματικά μοντέλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία σεναρίων του τύπου “τί θα γινόταν αν”, όπου η εφαρμογή διαφορετικών μέτρων ελέγχου για τη λοίμωξη Covid, προσομοιώνεται για να εκτιμηθεί τι θα λειτουργήσει καλύτερα», σημειώνει το άρθρο, προσθέτοντας ότι «κάτι τέτοιο θα επιτυγχανόταν συγκρίνοντας την αποτελεσματικότητα ενός  lockdown με άλλα μέτρα ή με μία εντελώς ανοιχτή κοινωνία. Τέτοια μοντέλα είναι πολύ χρήσιμα και έχουν χρησιμοποιηθεί από πολλές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας».

Πάντως, η πλειοψηφία των επιστημόνων διάκειται πλέον αρνητικά προς τα ολικά lockdown και αυτό γιατί «οι τακτικές του πλήρους περιορισμού των ανθρώπων εντός των οικιών τους έχουν δεχθεί έντονη κριτική, αν και τα αποτελέσματά τους εξαρτώνται άμεσα από την ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία είναι δύσκολο να αποτυπωθεί με ακρίβεια στις έρευνες. Αυτό σημαίνει ότι σε φάσεις που ήταν υποχρεωτική η παραμονή στο σπίτι, κάποιοι κατάφερναν να κυκλοφορούν χωρίς κανένα πρόβλημα ή ακόμη να διοργανώνουν και πάρτι».

Εδώ και δυο χρόνια, πολλοί επιστήμονες έχουν κάνει έρευνες για να αναλύσουν τα αποτελέσματα των lockdowns, αναφέρει το δημοσίευμα, επισημαίνοντας πως «αν και αποδέχονται ότι καμία μέθοδος αξιολόγησης δεν είναι τέλεια, οι περισσότερες μελέτες που έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά, υποστηρίζουν ότι τα lockdowns ενδέχεται να είναι αποτελεσματικά, κατά περιπτώσεις και μόνο αν υπάρχει ένα αρκετά υψηλό επίπεδο κοινωνικής συνείδησης».

Ωστόσο, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες μελέτες, ο εγκλεισμός εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα στο σπίτι κατά το πρώτο κύμα της άνοιξης του ‘20 φαίνεται να είχε μέτρια επίδραση στην επιβράδυνση της μετάδοσης του κορονοϊού.

Τα διδάγματα για το μέλλον

Σύμφωνα με το The Conversation, τρία είναι να μαθήματα που πρέπει να πάρουν οι κοινωνίες, αλλά και οι επιστήμονες από την εμπειρία των lockdown: Το πρώτο είναι η όσο το δυνατόν συντομότερη εφαρμογή προστατευτικών μέτρων, ώστε να έχουμε πιο άμεσα αποτελέσματα -μέτρων μαζικών, ενίοτε και αυστηρών.

Το δεύτερο είναι ότι εάν σε μία περιοχή δεν μειώνονται τα κρούσματα, τα μέτρα θα πρέπει να συνεχίζονται, «γεγονός που ασφαλώς απαιτεί δημόσια αποδοχή και οικονομική στήριξη πολιτών και επιχειρήσεων».

Και το τρίτο είναι ότι θα πρέπει να γίνει ένας συνδυασμός διαφορετικών τύπων περιοριστικών και προφυλακτικών μέτρων, κατά περίσταση, και αυτό επειδή, όπως σημειώνει με νόημα το άρθρο, «δεν υπάρχει μαγική λύση».

«Ωστόσο, καλό είναι να ξέρουμε ότι ολικά και επαναλαμβανόμενα lockdown ενδέχεται να ερμηνεύονται ως μια καθολική αποτυχία ενός κρατικού μηχανισμού να επιβάλλει αποτελεσματικές πολιτικές διαφύλαξης και προστασίας της δημόσιας υγείας», καταλήγει εμφατικά το δημοσίευμα.

«Γιατί ένα lockdown ενδέχεται να είναι αποτελεσματικό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι επίσης ένα πολύ αιχμηρό ψυχολογικό εργαλείο που θα πρέπει να χρησιμοποιείται με σύνεση, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και μόνον όταν συντρέχει πολύ σοβαρός λόγος».