Έχω διανύσει πολλές ώρες μπροστά από μία οθόνη – είτε του laptop είτε της τηλεόρασης – σε στάση binge watching. Αυτή η «σπατάλη» ζωής κάποιες φορές άξιζε, αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις, όπως στο The Watcher του Netflix, που μετάνιωσα την ώρα και την στιγμή που πάτησα την «Προβολή» σε ένα clickbait σενάριο.
Προσωπικά, θεωρώ πως το GoT είναι η καλύτερη σειρά ever – ενώ το spin-off του, το House of The Dragon έχει την δυναμική να το ξεπεράσει – αλλά η πιο εθιστική απ’ όλες ήταν το The Walking Dead (TWD).
Θυμάμαι ακόμα το πολιτισμικό σοκ που είχα πάθει όταν είδα το s01e01, ένα επεισόδιο που, ίσως, δεν θα ξεχάσω ποτέ (ο τίτλος του ήταν “Days Gone Bye”). Αφύπνισε ένα κομμάτι της συνείδησής μου, εκστασίασε το σώμα μου, ιντρίγκαρε το μυαλό μου, όσο κανένα άλλο πρώτο επεισόδιο οποιασδήποτε άλλης σειράς. Μιλούσα γι’ αυτό σε κάθε παρέα όπου και αν βρισκόμουν, αφού το TWD ήταν μία εμπειρία που ξεπερνούσε τα τηλεοπτικά πλαίσια.
Η σύλληψη της ιδέας για την πλοκή της σειράς, ξεπερνούσε τα στενά όρια της φαντασίας – όχι της επιστημονικής με όρους sci-fi – αφού σε ένα δυστοπικό περιβάλλον (πριν αυτό γίνει πραγματικότητα κατά την διάρκεια των lockdown στην πανδημία) που κυριαρχούν τα ζόμπι, μια χούφτα άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν και ταυτόχρονα να χτίσουν από το μηδέν μια κοινωνία με αξίες, κανόνες και αρχές. Ένα αέναο versus μεταξύ του ενστίκτου επιβίωσης και της ηθικής υπόστασης.
Η σειρά είχε πολύ αίμα. Πολύ όμως. Όπως επίσης, πολλή αγωνία – αυτό που αναφέρει ως «σασπένς» το Netflix – και δημιουργία υπερέντασης σε ακραίο βαθμό. Δύσκολα μπορούσες να παραμείνεις στην ίδια θέση μέχρι να τελειώσει το επεισόδιο. Αν κάπνιζες, δεν το συζητώ, σε κάποια επεισόδια το ένα τσιγάρο άναβε μετά το άλλο. Το TWD ικανοποιούσε την ανθρώπινη ανάγκη για διασκέδαση με όρους μεσαιωνικού «Κολοσσαίου», ενώ παράλληλα έπαιζε με έννοιες και ορισμούς που ορίζουν τον άνθρωπο και καθορίζουν την ύπαρξή του. Σου δημιουργούσε σκέψεις που μέχρι πρότεινως δεν θα είχες κάνει ποτέ. Για παράδειγμα: αν η μάνα μου μετατρεπόταν σε ζόμπι, θα την πυροβολούσα; Ο Carl πάντως το έκανε.
Επίσης, εμφανίστηκε στην ζωή μας την περίοδο που video-games όπως τα Resident Evil και Silent Hill, είχαν περάσει στο χρονοντούλαπο της ποπ κουλτούρας. Σαφώς κανείς δεν τα είχε ξεχάσει, αλλά δύσκολα ανακάλυπτες, έτσι απροκάλυπτα, σημάδια και στοιχεία σκοτεινής ατμόσφαιρας και αιματοχυσίας.
«Βανίζω ζόμπια» έγραφαν οι ελληνικοί υπότιτλοι στα εναρκτήρια credits κάθε επεισοδίου. Μία ατάκα που στιγμάτισε μια γενιά θεατών που περίμενε να ξημερώσει Δευτέρα για να κατεβάσει το τελευταίο επεισόδιο – γιατί ας μην γελιόμαστε, εκείνα τα χρόνια, γεμίζαμε ασταμάτητα σκληρούς δίσκους με torrent.
Εχθές, Κυριακή 20 Νοεμβρίου, το TWD έριξε αυλαία και οι τίτλοι τέλους της σειράς έπεσαν στο δίκτυο του AMC. Ήταν το 177ο επεισόδιο με τίτλο “Rest In Peace” [σ.σ. μαζί με το South Park και τον «Μποπ ο Σφουγγαράκης», είναι στην λίστα των σειρών με τα περισσότερα επεισόδια].
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Nielsen, ανέμεναν περίπου 1,4 εκατομμύρια τηλεθεατές να συντονιστούν για να παρακολουθήσουν το κύκνειο άσμα της υπέρτατης δημιουργίας του AMC. Ωστόσο, αυτοί οι αριθμοί συγκριτικά με τις μετρήσεις των πρώτων σεζόν της σειράς, είναι «τίποτα».
Όταν το The Walking Dead έκανε πρεμιέρα στις 31 Οκτωβρίου του 2010, το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο AMC, είχε ήδη καθιερωθεί ως ο κατάλληλος προορισμός για πρωτογενείς σειρές. Οι προκάτοχοι του TWD, οι σειρές Mad Men και Breaking Bad, είχαν σαρώσει βραβεία και είχαν αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές, αλλά η απήχηση που είχαν στο κοινό και στην ευρύτερα έννοια της ποπ κουλτούρας, ήταν μικρή. Μικρότερη τουλάχιστον από αυτή που δημιούργησε το The Walking Dead.
Για παράδειγμα, η τέταρτη σεζόν του Mad Med, η οποία είχε ολοκληρωθεί δύο εβδομάδες πριν την πρεμιέρα του TWD, είχε κατά μέσο όρο 2,3 εκατομμύρια θεατές, ενώ το Breaking Bad – μετά από τρεις σεζόν – δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια θεατές σε κάποιο επεισόδιο.
Όταν ο Rick (Andrew Lincoln) – ο πρωταγωνιστής των πρώτων σεζόν του The Walking Dead – εμφανίστηκε στις οθόνες των τηλεθεατών ξυπνώντας στο νοσοκομείο, περίπου 5,35 εκατομμύρια θεατές είχαν πιάσει αγκαλιά ένα μπολ ποπ κορν και καθηλώθηκαν από την πρεμιέρα της σειράς. Η πρώτη σεζόν κατέγραψε έναν μ.ο. θεατών κοντά στα 5,2 εκατομμύρια, ενώ στις επόμενες σεζόν η Nielsen μετρούσε στατιστικά που εκτοξεύονταν σε άλλον γαλαξία.
Η s02 είχε αύξηση 32% με τον μ.ο. να κινείται στους 6,9 εκατομμύρια θεατές, η s03 γνώρισε αύξηση 56% φτάνοντας στους 10,7 εκατομμύρια θεατές, ενώ η s04 στους 13,3. Η κορυφή του TWD ήρθε στην s05 όταν ο μέσος όρος της σεζόν άγγιξε τους 14,3 εκατομμύρια θεατές – η πρεμιέρα εκείνης της σεζόν καθήλωσε περίπου 17,2 εκατομμύρια θεατές. Η σειρά σταδιακά άρχιζε να γνωρίζει κάποια πτώση στις μετρήσεις και στην απήχηση που είχε γενικότερα, αλλά οι εκατομμύρια θεατές της συνέχιζαν να συγκεντρώνονται για κάθε επεισόδιο και να ξεπερνούν το φράγμα της πρώτης αριθμητικής δεκάδες. Τέλος, το TWD κατέχει ακόμα ένα ρεκόρ, το οποίο αφορά τα συνεχόμενα επεισόδια (75) με περισσότερους από 10 εκατομμύρια θεατές. Ένας αριθμός που ξεπερνάει το επεισόδια που είχε το Game of Thrones στο σύνολό του.
Εχθές το βράδυ οι φανατικοί ακόλουθοι του The Walking Dead άφησαν ένα δάκρυ να κυλήσει για το τέλος της σειράς. Ένας κύκλος έκλεισε, ίσως να ανοίξει κάποιος άλλος. Αν θα είναι το ίδιο επιτυχημένος; Δύσκολο. Ακόμα και αν κάποια σειρά ξεπεράσει το legacy του TWD ή τα ρεκόρ που κατέκτησε με το σπαθί της – κυρίως, με της Μισόν – το δημιούργημα των Robert Kirkman, Tony Moore και Charlie Adlard, το The Walking Dead, θα αποτελεί μία μοναδική αναφορά στην τηλεοπτική σφαίρα, που ανέπτυξε ένα δυνατό franchise αντίστοιχο με το κινηματογραφικό του Alien, του Halloween, του κόσμου της Marvel, της DC και του Harry Potter.
«Αν βγεις έξω, ρισκάρεις τη ζωή σου. Αν πιεις νερό, ρισκάρεις τη ζωή σου. Και σήμερα αναπνέεις και ρισκάρεις τη ζωή σου. Δεν έχεις πλέον επιλογή. Το μόνο πράγμα που μπορείς να επιλέξεις είναι αυτό για το οποίο θα ρισκάρεις» Hershel Greene