Ο “Ελέφας” πρόκειται για το μοναδικό θεατρικό έργο του Κώστα Μποσταντζόγλου και αποτελεί ένα κάρμα πικρής κωμωδίας και κοινωνικού δράματος. Μια ακτινογραφία των σχέσεων της ελληνικής οικογένειας και πως αυτές καθορίζουν όχι μόνο το παρόν αλλά και τις γενιές που ακολουθούν.

Τέσσερα πρόσωπα παλεύουν με τις προκαταλήψεις, την ημιμάθεια και τις ματαιώσεις τους. Το πλαίσιο αξιών που κινούνται είναι θολό όπως αμφιλεγόμενη είναι κάθε τους πράξη. Η καταπίεση δίνει τη θέση της στην οργή και η λύτρωση θα έρθει με τρόπο που θυμίζει αρχαία τραγωδία.

Η ιδιωματική γλώσσα του κειμένου ακολουθεί σολακισμούς και ντοπιολαλιές δίνοντας το στίγμα του τόπου και της κοινωνικής θέσης των χαρακτήρων. Σαφώς ο συγγραφέας έχει επηρεαστεί από τις λεκτικές φόρμες που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του και πως όχι αφού μιλάμε για τον σπουδαίο Μποστ.

Μπορεί να έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την συγγραφή του έργου όμως οι έμφυλες σχέσεις, ο ρατσισμός και η καταπιεσμένη θέση της γυναίκας είναι εικόνες οικείες σαν αυτές που περιγράφονται στα δελτία ειδήσεων. Το μοίρασμα της τροφής-δηλητήριο στους θεατές μας κάνει ακούσιους συνένοχους όπως ακριβώς και η κοινωνία που αν και μάρτυρας του κακού ποτέ δεν γνωρίζει τί συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες και κλειστά στόματα.

Ο Λευτέρης Γιοβανίδης επιλέγει ένα έργο που αν και φαίνεται δραματουργικά εύκολο ελλοχεύει ο κίνδυνος η μεταφορά του στη σκηνή να ακολουθήσει ασφαλή μονοπάτια αδικώντας το. Εδώ ευτυχώς δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πολύ εύστοχα ο σκηνοθέτης αξιοποιεί κάθε λόγο και παύση του κειμένου, αναδεικνύοντας τις δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις. Μέσα στην μεγέθυνση του το έργο καταφέρνει να συνομιλήσει με την πλατεία χωρώντας κομμάτια της ιστορίας που σπάνια έχουμε δει να ζωντανεύουν στο ελληνικό θέατρο, τουλάχιστον, με τη μορφή οικογενειακής τραγωδίας. Ο κουμουνιστής πατέρας, η γυναίκα που στιγματίζεται είτε ως κόρη του κυνηγημένου είτε ως άτεκνη σύζυγος ενός άντρα που βάζει φωτιές σε καταυλισμούς Ρομά.

Όσο και να μας πληγώνει πρέπει να παραδεχτούμε πως ο συντηρητισμός της ελληνικής κοινωνίας κρύβει μέσα της ένα κομμάτι βαθιά φασιστικό που ενδεχομένως να μην μαχαιρώνει ανθρώπους στο δρόμο σίγουρα όμως δεν χάνει την ευκαιρία να επιβεβαιώνει πως ο κόσμος μας βρίσκεται σε σήψη. Όλες αυτές οι κρυμμένες αποχρώσεις του κειμένου δικαιώνονται από την ήρεμη σκηνοθεσία του Λευτέρη Γιοβανίδη.

Παρατηρώντας καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου τη Μπέσσυ Μάλφα εντυπωσιάστηκα από την ακρίβεια που προσέγγισε τον ρόλο της. Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα της, κάθε σπασμός του σώματος της ήταν μελετημένος μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Η Μπέσσυ Μάλφα είναι ο Ελέφας που υπομένει χωρίς να ξεχνά μέχρι να έρθει η στιγμή που θα αντιδράσει και τότε συντελείται επί σκηνής μια ακόμη εκπληκτική μεταμόρφωση της ηθοποιού.

Ο Γιώργος Γιαννόπουλος αν και έμπειρος υποκριτικά φαίνεται να απορροφάτε από την υπερβολή του κειμένου προσεγγίζοντας τον ρόλο του πιο επιφανειακά. Υπήρχαν στιγμές που ο λόγος δεν ακουγόταν καθαρά (η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα δύσκολο λεξιλόγιο) και το παίξιμο του φαινόταν επιτηδευμένο. Υπερπαίξιμο υπήρχε και στην ερμηνεία του Βαγγέλη Δαούση που υπήρξε συνεπής στο ρόλο του όμως δεν κατάφερε να μετακινηθεί από το κείμενο. Ωραία κίνηση και διάθεση που όμως υστερούσε σε αμεσότητα.

Η Στεφανία Ζώρα συνεχίζει να μας εκπλήσσει ευχάριστα με τις υποκριτικές της αρετές. Εξαιρετική χημεία με τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου και κυρίως στις σκηνές με την Μπέσσυ Μάλφα. Διαχειρίστηκε τον ρόλο της απελευθερώνοντας μια δύναμη που κατάφερε να συγκεντρώσει τη σκηνή γύρω της.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου συμπύκνωσε στη Σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά το τυπικό ενός σπιτιού στην επαρχία με τα πλαστικά λουλούδια και τον γύψινο διάκοσμο να συνθέτουν ένα κιτς τοπίο μιας θλιβερής νεοελληνικής υποκουλτούρας.

Ταυτότητα Παράστασης

Σκηνοθεσία: Λευτέρης Γιοβανίδης

Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Επιμέλεια κίνησης: Αλέξης Φουσέκης

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Χρύσω Χαραλάμπους

Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Γιανόπουλος, Μπέσσυ Μάλφα, Βαγγέλης Δαούσης, Στεφανία Ζώρα

Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών

Διάρκεια 90’