Το παιδικό θέατρο, τα τελευταία χρόνια, έχει κατορθώσει να μετεξελιχθεί σε ένα πεδίο καλλιτεχνικής δημιουργίας που προσεγγίζει το παιδί ως θεατή με άποψη, αποφεύγοντας να αναπαράγει τα τετριμμένα κλισέ του παλιού παιδικού θεάτρου που έβριθε ηθικοπλαστικών διδαγμάτων και παιδιάστικου περιεχόμενου.

Αυτό, μάλλον, συμβαίνει γιατί ολοένα και περισσότεροι συγγραφείς με σημαντική πορεία στο θέατρο ενηλίκων γράφουν ή διασκευάζουν έργα για το ανήλικο κοινό. Ο Ανδρεάς Φλουράκης επέλεξε να διασκευάσει τη Χάιντι, το μυθιστόρημα της Γιοχάνα Σπίρι, πρωτοπόρου της παιδικής λογοτεχνίας για να αναδείξει στις αλλαγές που μπορεί να φέρει ένα παιδί σε έναν κόσμο ενηλίκων και να μιλήσει για το πένθος.

Με αφορμή την παράσταση “Η Χάιντι και τα βουνά” που έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή στη σκηνή “Ελένη Παπαδάκη” του Εθνικού Θεάτρου ( σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη), μιλήσαμε με τον πολυβραβευμένο συγγραφέα για τις σημασίες της τέχνης στην παιδική ηλικία, για τη σεξουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας στην τέχνη, για το ρόλο του παιδικού θεάτρου στη ζωή ενός παιδιού και πως μέσα από αυτό ένα παιδί μπορεί να μάθει να διαχειρίζεται τις απώλειες της ζωής του.

Και έπειτα συζητήσαμε για τα έργα του που απευθύνονται στα μεγάλα παιδιά, όπως η “Μήδειας Μπούργκα” που εκδόθηκε φέτος στη Γαλλία και παίζεται και στη Γεωργία και το “Θέλω μια χώρα”, ένα έργο που αφορά την ανάγκη μας να ζούμε σε μία διαφορετική Ελλάδα και αν αυτό δεν είναι εφικτό σε μία διαφορετική χώρα, που έχει ήδη ανέβει σε αρκετές πόλεις του κόσμου…

– Τι σε έκανε να γράψεις σήμερα ένα έργο για την Χάιντι;

Η “Χάιντι και τα Βουνά” γράφτηκε το καλοκαίρι του 2013. Εκείνη την εποχή με απασχολούσε η διαχείριση του πένθους και πώς τα παιδιά θα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με ένα τέτοιο θέμα. Τότε σκέφτηκα το μυθιστόρημα της Γιοχάνα Σπίρι, που είχα δει και στην τηλεόραση παιδί. Η Χάντι είναι ένα κορίτσι ορφανό με έναν ισχυρό πυρήνα θετικότητας. Η επαφή της με τα άλλα παιδιά και τους μεγάλους του έργου, που επίσης έχουν χάσει κάποιον δικό τους, μου έδωσε την βάση να μιλήσω για τις διαφορετικές εκδοχές της απώλειας. Αλλά και για την ίασή της.

– Πώς αποφάσισες να μιλήσεις για το πένθος;

Είναι κι αυτό μέσα στη ζωή. Συχνά μέσα στη ζωή και των παιδιών.

– Πόση δύναμη έχει ένα παιδί, σαν την Χάιντι, και τι αλλαγές μπορεί να φέρει σε έναν κόσμο ενηλίκων;

Το θέμα της δύναμης των παιδιών στην τέχνη φτιάχνει από μόνο του ένα είδος που ενδυναμώθηκε από την εποχή του ρομαντισμού και μετά. Πρόκειται, συνήθως, για μια αφήγηση στην οποία ένα παιδί με την αθωότητα και τη φυσική του ευφυΐα ανακαλύπτει την κρυμμένη δύναμή του, αλλά και αυτή του σύμπαντος, με επιπτώσεις θετικές, έως και θεραπευτικές, για τους φίλους, τους γονείς και τους ανθρώπους γύρω του.

– Και στη ζωή, τι αλλαγές μπορεί να φέρει ένα παιδί σε έναν κόσμο ενηλίκων;

Ένα παιδί που θα γίνει στο μέλλον ένας “ενήλικας με δυνατότητες αλλαγής του κόσμου”, σίγουρα μπορεί κάτι να αλλάξει. Το ίδιο το παιδί, δεν μπορεί. Όμως μπορεί να κάνει τους γονείς του και τους ενήλικες γύρω του να δουν τον κόσμο, αλλά και τον εαυτό τους, διαφορετικά.

– Ποιος είναι ο ρόλος του παιδικού θέατρο στη ζωή ενός παιδιού;

Στην πιο καλή εκδοχή του παιδικού θεάτρου, το παιδί ούτε μόνο διασκεδάζει ούτε μόνο μαθαίνει. Ανακαλύπτει κάτι ζωντανό που διαρκεί λίγο και μετά το θυμάται και το κάνει δικό του για την ζωή του. Ένα καλό έργο μπορεί να γίνει μία εμπειρία που προστίθεται συχνά εμβληματικά στις παιδικές μας αναμνήσεις.

– Θα ήθελα τη γνώμη σου για τη σεξουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας στην τέχνη..

Η τέχνη έχει καταγράψει με πολλούς τρόπους τη σεξουαλικοποιήση της παιδικής ηλικίας. Χαρακτηριστικοί είναι κάποιοι πίνακες φτιαγμένοι από εξπρεσιονιστές ζωγράφους με τέτοια χροιά, ειδικά του Κίρχνερ και του Μούνχ. Οι ζωγράφοι αυτοί είχαν στόχο να φωτίσουν την εκμετάλλευση της ανθρώπινης ύπαρξης. Έχουν γραφεί επίσης σπουδαία κείμενα, από την Νανά του Ζολά ως την Λολίτα του Ναμπόκοφ. Η τέχνη όταν καταπιάνεται με θέματα ταμπού θεωρώ πως κάνει και μπορεί να κάνει πολύ σημαντικότερα πράγματα από ότι η τηλεόραση ή η εύκολη επικαιρότητα, γιατί δεν καλεί εμάς τους θεατές μόνο να τα δούμε, να τα κατακεραυνώσουμε και να τα «καταναλώσουμε», αλλά θέτει τρόπους να τοποθετήσουμε δραστικότερα τον εαυτό μας απέναντί τους.

– Είσαι από τους πιο πολυπαιγμένους συγγραφείς στην Ελλάδα. Πόσα έργα σου έχουν φτάσει στη σκηνή;

Πάνω από είκοσι πέντε.

– Και το πιο πετυχημένο;

Τις πιο πολλές παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τής έχει κάνει το “Θέλω μια Χώρα”.

– Ετοιμάζεται κάποια καινούργια παραγωγή του έργου αυτού;

Θα παρασταθεί στο CalArts στο Λος Άντζελες τον Φλεβάρη σε σκηνοθεσία της Τατού Δέδε. Και στην Chihuahua του Μεξικού σε σκηνοθεσία της Ellian Visan.

– Έχεις μεγάλη κινητικότητα εκτός συνόρων. Αυτή την εποχή παρουσιάζεται και κάτι δικό σου ακόμα και στην Κίνα.

Η παράσταση του Θεσσαλικό Θεάτρου Τα Αγάλματα Περιμένουν, σε σκηνοθεσία Κυριακής Σπανού, συμμετέχει στο 11ο Φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου στην Σαγκάη, το οποίο φέτος γίνεται λόγω συνθηκών διαδικτυακά.

– Γιατί πιστεύεις πως τα έργα σου είναι δημοφιλή στο εξωτερικό;

Ίσως επειδή δεν απευθύνονται σε ένα αποκλειστικά «εθνικό» κοινό και καθένα από αυτά κρύβει μέσα του μια δική του αλήθεια.

– Μικρός έβλεπες θέατρο;

Έβλεπα θέατρο της Δευτέρας στην τηλεόραση και άκουγα θέατρο στο ραδιόφωνο όποτε το πετύχαινα. Δεν θυμάμαι πότε ή πού την είδα, αλλά ως θεατής η πρώτη παράσταση που χαράχτηκε τη μνήμη μου ήταν οι Όρνιθες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν. Ακόμη μπορώ να φέρω στη μυαλό μου τις εικόνες αυτής της παράστασης.

– Τι σε έκανε να στραφείς στη γραφή;

Όταν ήμουν σχολείο δεν αγαπούσα ούτε το διάβασμα, ούτε και το γράψιμο. Θεωρούμουν ένας με το ζόρι μέτριος μαθητής και πάντα οι δάσκαλοί /-ες μου είχαν μεγάλο «πρόβλημα» με τις εκθέσεις μου, το γεγονός πως είχα δυσορθογραφία δεν βοηθούσε στα σίγουρα. Μόνο τελειώνοντας το λύκειο, άρχισα να διαβάζω και να το χαίρομαι. Και να γράφω, δειλά στην αρχή, μικρά κείμενα και διαλόγους. Μου έκανε εντύπωση που αυτά που έγραφα άρεσαν στους ανθρώπους γύρω μου και κυρίως που, κάπως, άρεσαν και σε μένα.

– Το πρώτο βιβλίο που έβγαλες δεν ήταν θεατρικό, αλλά ποίησης, σωστά;

Ναι το 1997 και δεν την έχω αφήσει την ποίηση από τότε. Δούλεψα για πολλά χρόνια πάνω στο μοτίβο του Σώματος και τα τελευταία χρόνια δουλεύω πάνω στο μοτίβο του Καλοκαιριού.

– Και πώς έγινε το πέρασμά σου στην θεατρική γραφή;

Το θεατρικό έργο πάντα με γοήτευε. Ίσως ήταν και η αιτία που αποφάσισα να φοιτήσω σε σχολή κινηματογράφου, καθώς το σενάριο ήταν το κοντινότερο που μπορούσα να βρω εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Το 1998 μια φίλη ηθοποιός μού πρότεινε να γράψω ένα έργο για να το δώσει στο Θέατρο Στοά όπου εργαζόταν εκείνη την εποχή και επένδυε στους έλληνες συγγραφείς. Τα επόμενα δύο χρόνια πάλευα να κάνω το έργο μου να λειτουργήσει, αυτή η εμπειρία ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Έτσι κόλλησα και εμπράκτως με τη θεατρική γραφή.

– Είσαι ο μοναδικός Έλληνας συγγραφέας που έχει περάσει από το ιστορικό Residency για θεατρικούς συγγραφείς του αγγλικού Royal Court Theatre. Πώς σε διάλεξαν;

Το 2001 ήμουν στην ομάδα των νέων συγγραφέων του Θεάτρου του Νότου – Αμόρε. Όταν πρωτοδιαβάστηκαν σκηνές μας στο Διήμερο Νέων Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, την εκδήλωση παρακολούθησε ο Dominic Cooke. Ο Cooke ήταν τότε συνεργάτης σκηνοθέτης στο Royal Court Theatre και στη συνέχεια διευθυντής του. Αυτός είδε τη δουλειά μου και με επέλεξε.

– Πες μας λίγα λόγια για αυτό το residency.

Το πρώτο πράγμα που βρήκα μπαίνοντας στο μικροσκοπικό αγγλικό δωμάτιο όπου θα έμενα, ήταν η φωτοτυπημένη αγγλική μετάφραση της μαύρη κωμωδίας μου Ο Φοίνικας και το Κοτόπουλο του. Ήταν το πρώτο μεταφρασμένο έργο μου από τον μετέπειτα διάσημο θεατρικό συγγραφέα Alexi Kaye Campbell και μάλιστα χωρίς να το περιμένω. Το ίδιο το residency ήταν μοναδικό. Παρακολούθησα εργαστήρια από την Katie Mitchell έως την April De Angelis, τον David Hare και τον Martin Crimp, ο τελευταίος ήταν από τότε ένας από τους αγαπημένους μου θεατρικούς συγγραφείς.

– Τώρα ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;

Οι μαθητές μου.

– Σωστά. Είσαι  και δάσκαλος θεατρικής γραφής. Πόσο παλιά είναι η ερώτηση αν αυτό είναι κάτι που τελικά διδάσκεται ;

Είναι και κάπως αστεία, ειδικά όταν την κάνεις σε κάποιον που είναι κάτοχος μάστερ πάνω σε αυτό το αντικείμενο.

– Σαν συγγραφέας, υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος που γράφεις τα έργα σου;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, κάθε έργο ψάχνει το δικό του τρόπο για να γραφτεί. Ίσως γι’ αυτό είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.

– Έχεις γράψει από παρωδία έως πολιτικό θέατρο κι από μονολόγους ως έργα πολυφωνικά. Έχεις κάποιο αγαπημένο είδος;

Όχι, αλλά τους τελευταίους μήνες η προσοχή μου είναι στραμμένη ξανά προς τα αρχαιόθεμα κείμενα.

– Ίσως οφείλεται στο ότι το έργο σου “Μήδειας Mπούρκα” εκδόθηκε πρόσφατα στη Γαλλία σε μετάφραση Μισέλ Βόλκοβιτς και Ελένης Ζέρβα και παίχτηκε φέτος στην Γεωργία. Τι έχει να προσθέσει στις Μήδειες που έχουν προηγηθεί; 

Η δική μου Μήδεια φοράει μπούρκα, αυτό και μόνο κάνει μια μεγάλη διαφορά στον τρόπο που σκέφτεται, που κινείται και βλέπει τα πράγματα. Όπως και στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι γύρω της.

– Το πρώτο ανέβασμα του Μήδειας Μπούρκα το είχες πρωτοσκηνοθετήσει ο ίδιος στο Θέατρο Επί Κολωνώ. Σου αρέσει να σκηνοθετείς;

Αραιά και πού.

– Και τι έργα σε ενδιαφέρει να σκηνοθετείς όταν σκηνοθετείς;

Συνήθως έργα νέων Ελλήνων συγγραφέων, γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι να βρουν τον δρόμο τους στην σκηνή.

– Εκτός από τη Χάιντι και τα Βουνά στο Εθνικό Θέατρο, έχεις και την δική σου Ιλιάδα στο Θεσσαλικό Θέατρο.

Η Ιλιάδα ολοκληρώθηκε το 2020, έναν χρόνο μετά την αντίστοιχη Οδύσσεια. και θα ανέβαινε εκείνη την χρονιά, αλλά μας έκοψε η πανδημία. Γίνεται φέτος σε μια εξαιρετική σκηνοθεσία των Κώστα Φιλίππογλου και Γιώτας Σερεμέτη που συνδυάζουν το σωματικό θέατρο και την χρήση πολυμέσων. Με ευφάνταστη σκηνογραφία-ενδυματολογία του Τέλη Καρανάνου και της Αλεξάνδρας Σιάφκου. Είχα την χαρά να είμαι στην πρεμιέρα και ήταν μια παράσταση που απόλαυσα και εγώ και όλοι οι θεατές, μικροί και μεγάλοι. Τα τελευταία χρόνια το Θεσσαλικό Θέατρο έχει εξελιχτεί σε δυνατό «παίχτη» στην ελληνική σκακιέρα.

– Εκτός από την παρακολούθηση ενός έργου αξίζει κανείς να μπει στον κόπο να το διαβάσει;  

Είναι δύο εντελώς διαφορετικές εμπειρίες. Η ανάγνωση ενός έργου είναι μια πνευματική απόλαυση εξίσου σημαντική με τη θέασή του. Ιδίως τα παιδιά διαβάζοντας ένα έργο φτιάχνουν για τον κόσμο του τις δικές τους εικόνες, μια σημαντική διεργασία για την ανάπτυξη της παιδική φαντασίας.

– Πόσο αλλάζεις όταν γράφεις για παιδιά;

Δεν αλλάζω όταν γράφω για παιδιά.

– Εκτός από το να γράφεις τι άλλο σου αρέσει να κάνεις;

Τελευταία να ζωγραφίζω.