Λοιδωρήθηκαν, μισήθηκαν, αγνοήθηκαν, υποτιμήθηκαν και τελικά έμειναν στο συλλογικό υποσυνείδητο ως «ανυπέρβλητα κιτς»: τα ταλαιπωρημένα, μέχρι πρότινος, ‘80s εκδικούνται σήμερα όλους όσοι πριν μερικά χρόνια στέκονταν στην κορυφή της «δικαστικής μουσικής έδρας» κατηγορώντας τα για κακογουστιά.
Ναι, τα ‘80s στη μουσική ήταν (κάποιες φορές) μουσικά κακόγουστα, ανάμεσα όμως σε πολλά αλλά: ήταν επίσης πολύ χαρούμενα, ήταν πολύχρωμα και φλουό και όχι τόσο γκρίζα και μουντά όπως τα ‘90s. Και έρχονταν να διαδεχτούν μια δεκαετία, όπως αυτή του ’70, όπου η υψηλή διανόηση και η σοβαροφανής κουλτούρα «πήγε σύννεφο», κατά το λαϊκότερο, συμπαρασύροντας μαζί της κάθε έννοια απενοχοποιημένης διασκέδασης (αν εξαιρέσουμε ένα σύντομο διάλειμμα μεταξύ 1978-1980, στο απόγειο του «πυρετού της ντίσκο» δηλαδή).
Αν ως «κιτς» ορίζεται κάτι τόσο επιτηδευμένα κακόγουστο και κραυγαλέα ευτελές, τότε ναι ο εισαγγελέας έχει δίκιο και ο κατηγορούμενος είναι ένοχος. Ο αναμάρτητος όμως πρώτος τον λίθο βαλέτω (ποιος είναι άραγε ο ορισμός του «καλόγουστου»;) κι όποιος θεωρεί πως τα ‘80s δεν έβγαλαν μερικά από τα σπουδαιότερα κομμάτια, μερικές απ’ τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της σύγχρονης μουσικής και μερικές δεκάδες λόγους να τα λατρεύουμε τόσο πολύ, ώστε, όπως αποδεικνύεται και τα τελευταία χρόνια, να έχουμε παντού γύρω μας ένα αναβιωτικό κίνημα των ‘80s, τότε ας μην συνεχίσει την ανάγνωση του εν λόγω κειμένου.
Αν όμως, όπως ο γράφων και πολλοί ακόμη 40άρηδες, μεγάλωσαν, γαλουχήθηκαν, χόρεψαν και έζησαν τη δεκαετία αυτή, τότε είναι ευπρόσδεκτος στο μουσικό ταξίδι που αρχίζει στις αμέσως επόμενες γραμμές…
Μετά την ντίσκο, τι;
Δεν θα ήταν άτοπο να θεωρήσουμε πως η ληξιαρχική πράξη θανάτου της ντισκο και η αρχή πολλών (αν όχι όλων) των ρευμάτων που ξεχύθηκαν απ’ τη μουσική της μήτρα, υπογράφτηκε ένα κρύο, φθινοπωρινό βράδυ του 1978: ο Nile Rodgers και ο Bernard Edwards των Chic μόλις έχουν εισπράξει μια μεγαλοπρεπέστατη «πόρτα» από τον πορτιέρη του διάσημου νεοϋορκέζικου κλαμπ «Studio 54» και μεθυσμένοι και εκνευρισμένοι μαζί, φτάνουν στο διαμέρισμα του Rodgers.
Οι βρισιές και τα «καντήλια» προς τη διεύθυνση του μαγαζιού πέφτουν όπως το χαλάζι, ο ένας πιάνει το μπάσο και βγάζει ένα αυτοσχέδιο υβριστικό στιχάκι (fuck off) εναντίον του ιδιοκτήτη του, του Στιβ Ρουμπέλ, και σιγά σιγά το τζαμάρισμα αυτό μετατρέπεται σε έναν ρυθμό που, εν αγνοία τους φυσικά, θα αποτελέσει τη Λυδία λίθο του new wave, του funk των ‘80s και όλων σχεδόν των mainstream μουσικών παραγωγών της επόμενης δεκαετίας: το τραγούδι «Le Freak» είχε μόλις γεννηθεί.
Το «Le Freak» είναι το ένα απ’ τα δυο τραγούδια που, ουσιαστικά, μας «έμπασε» πρόωρα στα ‘80s. Τυπικά όμως και άκρως μουσικολογικά, η δεκαετία του ’80 είχε ξεκινήσει στα… μέσα των ‘70s, με την κυκλοφορία του τραγουδιού «I Feel Love» της Donna Summer (1977), το μπιτάκι του οποίου καθόρισε ό,τι επρόκειτο να επακολουθήσει, τουλάχιστον όσον αφορά την επιλογή του μουσικού οργάνου που θα κινούσε πλέον τα νήματα.
Ο ιταλός παραγωγός Giorgio Moroder είναι ένας πραγματικός μάγος της κονσόλας: είναι ο πρώτος που κάνει τόσο εκτεταμένη χρήση των νέων synthesizers, βάζοντας τα «πάνω» και «μπροστά» απ’ την υπόλοιπη παραγωγή, να κρατάνε το λάβαρο της μουσικής επανάστασης. Ως γνωστόν όμως, όσο πιο μπροστάρης είσαι κάπου, τόσο περισσότερες σφαίρες θα αρπάξεις στο κορμί σου, λόγω θέσης.
Ο Moroder, τα δυο πρώτα χρόνια αντιμετωπιζόταν απ’ την υπόλοιπη μουσική βιομηχανία ως ο απόλυτος παρίας, ένας παράξενος τύπος με εκκεντρικές απόψεις, που προτιμούσε την απομόνωση στα ιδιόκτητα, διάσημα Musicland Studios, λίγο έξω απ’ το Μόναχο, απ’ το να πηγαίνει σε γκλαμουράτα πάρτι, όπως επίτασσε τότε η εποχή.
Ακολούθησε το Όσκαρ Μουσικής που πήρε το 1978 για το soundtrack της ταινίας «Το Εξπρές του Μεσονυχτίου», και η επιτυχημένη συνεργασία του με τους αμερικανούς glam rockers Sparks στο άλμπουμ τους «No.1 In Heaven» το 1979 (αυτό που συμβαίνει στο 3:30 του παρακάτω τραγουδιού είναι απλά μουσικά ασύλληπτο).
Kαθώς και η κυκλοφορία του προσωπικού του άλμπουμ, στα τέλη του ’79, με τίτλο «E=MC²» (το οποίο, όπως έγραφε στο εξώφυλλο του, ήταν «το πρώτο ψηφιακά επεξεργασμένο ηλεκτρονικό άλμπουμ όλων των εποχών»), τα οποία αμφότερα αποτέλεσαν το ιδανικό «ορεκτικό» για ό,τι επρόκειτο να ακούσουμε τα επόμενα χρόνια.
Ο ίδιος ο Moroder, στα μέσα των ’80s, συνέθεσε, όχι μόνο το soundtrack για ταινίες όπως ο «Σημαδεμένος» με τον Αλ Πατσίνο, αλλά και δυο απ’ τα πλέον αρχετυπικά κομμάτια της δεκαετίας, τον υπέροχο ηλεκτρονικό παιάνα «Together in Electric Dreams» και το «Take My Breath Away», απ’ το soundtrack της ταινίας «Top Gun», τραγούδι που ευθύνεται για τα μισά, τουλάχιστον, «μπλουζ» που χόρεψε, κάτω απ’ το ημίφως των σπιτικών πάρτι, η γενιά των σημερινών 40something.
Ο Moroder είναι ο «πατέρας» του ήχου της δεκαετίας του ’80 κι αυτό είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να του το αμφισβητήσει.
Κι έτσι ξαφνικά, όλοι ανακαλύπτουν τα συνθεσάιζερ. Κάθε νέα μπάντα που σέβεται τον εαυτό της δεν διαθέτει κιθαρίστα ή μπασίστα, αλλά δυο και τρία keyboards μάρκας Roland ή Korg.
Πολλοί μουσικοί πουλάνε τα μουσικά όργανα που είχαν μέχρι πρότινος, άλλοι παρατάνε την κιθάρα και το μπάσο και, στα γεράματα, πάνε να μάθουν πως παίζεται το αρμόνιο, ένα όργανο που η προηγούμενη, απ’ αυτούς γενιά, μισούσε παράφορα. Μάλιστα, το συγκρότημα των Queen, έγραφε στο οπισθόφυλλο των πρώτων του άλμπουμ, ρητά και κατηγορηματικά, πως «δεν χρησιμοποιούμε συνθεσάιζερ!» -αν, και στην πορεία, η παρέα του Freddie Mercury τελικώς αναθεώρησε και έτσι, στα credits του άλμπουμ τους «The Game», στις αρχές του 1980, ακούστηκε για πρώτη φορά ήχος από «σίνθι» σε ένα απ’ τα τραγούδια τους.
Bowie + Wilde = Νεορομαντική Μουσική
Το έδαφος είναι πρόσφορο. Τα keyboards έχουν πάρει θέση πάνω στη σκηνή και το μόνο που λείπει απ’ την τελική εξίσωση είναι τα είδωλα εκείνα που θα ρίξουν το σπόρο της εικόνας, του image. Αυτής της λέξης που μπήκε στο lifestyle μας αρχές δεκαετίας του ’80, αλλάζοντας όλους τους όρους του παιχνιδιού, το οποίο μέχρι τότε παιζόταν, κυρίως, με καθαρά ποιοτικά κριτήρια, βασισμένα στο τελικό μουσικό αποτέλεσμα κι όχι σε μια προκάτ εικόνα.
Ο David Bowie ντύνεται Ziggy Stardust και συνεχίζει, σχεδόν μια δεκαετία απ’ την πρώτη εκείνη στιγμή που φόρεσε το κουστούμι του εξωγήινου alter ego του, το 1972, να επηρεάζει ορδές νέων μουσικών.
Το άτυπο λιμπρέτο του νέου κινήματος θα το προσφέρει, εν αγνοία του, ο σημαντικότερος σατιρικός συγγραφέας της Γηραιάς Αλβιόνας: ο Oscar Wilde γίνεται ο σιωπηλός κυβερνητικός εκπρόσωπος των Νεορομαντικών, των New Romantics.
«Ποτέ δεν θα ανεβούμε στη σκηνή απεριποίητοι. H εμφάνισή μας πρέπει να είναι άψογη και να διαφέρει. Tι να κάνω μια συναυλία με τέλειο ήχο σε έναν αχανή χώρο; Προτιμάμε τα μικρά κλαμπ με ωραίο διάκοσμο, ψαγμένους dj και κόσμο που θα μοιάζει με μας στο ντύσιμο, στο χτένισμα, ακόμη και στην κινησιολογία», τόνιζε στις αρχές των ‘80s ο Tony Hadley των Spandau Ballet, ερχόμενος σε ρήξη με τις συντηρητικές βρετανικές φυλλάδες της εποχής που, τρομαγμένες απ’ την καθιέρωση του μουσικού αυτού κινήματος, έγραφαν ρεπορτάζ όπως «στο κίνημα αυτό οι άντρες ντύνονται σαν γυναίκες και φοράνε μεικάπ, είτε επειδή μπερδεύουν την σεξουαλικότητα τους με το αντίθετο φύλο, είτε επειδή διαθέτουν κάποια στοιχεία στην προσωπικότητα τους που είναι θηλυκά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι απαραίτητα κι ομοφυλόφιλοι».
Synth-ετικά Όνειρα
«Ναός» της νέας αυτής κουλτούρας που ντυνόταν με υπερβολικά εξεζητημένο, συχνά γκροτέσκο τρόπο, όπως πειρατικά ρούχα, γυναικεία φορέματα βγαλμένα απ’ την γκαρνταρόμπα της Μαρίας Αντουανέτας, ακριβά υφάσματα εισαγωγής, τα οποία συνοδεύονταν πάντα από υπερβολικό κι άκρως ναρκισσιστικό μακιγιάζ, αναδείχτηκε στην αρχή το κλαμπ «Billy’s» στη Dean Street του λονδρέζικου Soho.
Το «έτρεχε» ο Steve Strange, τραγουδιστής των Visage (του hit «Fade To Grey»), αρχικά διοργανώνοντας βραδιές με τίτλο «Bowie Nights» και μετέπειτα, παίρνοντας το σκληροπυρηνικό του φαν κλαμπ και στήνοντας τα πάρτι του κλαμπ «Blitz», λίγο παραδίπλα. Οι μισές νεορομαντικές μπάντες της εποχής εκείνης (ή «Blitz Bands», απ’ το όνομα του κλαμπ) συναντήθηκαν και σχηματίστηκαν σε αυτό το μέρος.
Χρέη DJ εκτελούσε ο Rusty Egan (το άλλο μισό των Visage), στην γκαρνταρόμπα υπεύθυνος ήταν ένας εκκεντρικός γκέι, ονόματι… Boy George, για κάποιο φεγγάρι στο μαγαζί δούλεψε κι ο Pete Burns, τραγουδιστής των Dead Or Alive (του megahit «You Spin Me Round»), ενώ, σύμφωνα με το αισθητικό credo του Steve Strange, αν δεν ήσουν ντυμένος αρκετά παρδαλά ή εκκεντρικά, «έτρωγες πόρτα».
Οι Spandau Ballet, ο Mark Almond των Soft Cell, οι Sigue Sigue Sputnik, ο Gary Numan, οι Japan του David Sylvian και οι Adam and the Ants ήταν καθημερινοί θαμώνες του κλαμπ και μιας κουλτούρας την οποία το αγγλικό περιοδικό Face ονόμασε «a cult with no name», μια «λατρεία χωρίς όνομα», μιας κάστας ανθρώπων που, ως μέσο αντίδρασης στο σκληρό, δεξιό θατσερικό καθεστώς, προέβαλλε την καλοπέραση, τα ολονύχτια πάρτι, την αποθέωση της στιλιστικής κι ενδυματολογικής υπερβολής και την επικράτηση της εικόνας απέναντι στην ουσία.
Κι, όπως το έθεσε κι ο Gary Kemp των Spandau Ballet, «το πιο σημαντικό στο κλαμπ είναι ο κόσμος, κι όχι η μουσική. Δεν είσαι απλώς μια μπάντα, είσαι και το οπτικό μέρος της βραδιάς. Στη ντισκοτέκ πηγαίνουν όσοι τους αρέσει να αισθάνονται ότι τους βλέπουν: αυτός είναι ο λόγος που ο χορός και τα ρούχα είναι τόσο σημαντικά για μας».
Κάποιοι απ’ τους Νεορομαντικούς, στην πορεία μεταλλάχθηκαν: oι Depeche Mode, οι Duran Duran, οι Human League, οι Ultravox και οι Erasure καθιερώθηκαν ως οι «ναυαρχίδες» των blitz kids που έβαλαν το χέρι τους στο βάζο με τη μαρμελάδα, δοκίμασαν την γεύση της μαζικής αποδοχής και έκτοτε δεν κοίταξαν ποτέ ξανά πίσω αναδεικνυόμενοι σε ηγετικές μορφές της electro και της synth pop.
Ήταν οι πιο φιλόδοξοι απ’ τους «Romos», οι οποίοι εξοστρακίστηκαν στις παρυφές της mainstream μουσικής κουλτούρας, μπήκαν με τα άλμπουμ τους σε εκατομμύρια σπίτια κι άφησαν πίσω τους το παρακμιακό και underground παρελθόν τους για κάτι πιο επιφανειακά χλιδάτο καταλήγοντας fashion icons.
Το «Νέο Κύμα» στη μουσική
Στα αγγλικά ονομάζεται «new wave», στα βραζιλιάνικα «bossa nova» και στα γαλλικά «nouvelle vague». Εμείς εδώ στην Ελλάδα το έχουμε συνδέσει με τη φωνή του Μιχάλη Βιολάρη και της Ρένας Κουμιώτη (άσχετα αν το κλασσικό άλμπουμ «Σαμποτάζ» [1981] της Λένας Πλάτωνος είναι ό,τι πιο κοντινό στον όρο «ελληνικό ηλεκτρονικό new wave»). Οι βρετανοί όμως, πιο διορατικοί γαρ, το έχουν συνδέσει με την μουσική κληρονομιά που άφησε πίσω του το κίνημα της πανκ.
Η θηλιά που έστησε εν είδη κρεμάλας ο αυτόχειρας τραγουδιστής των Joy Division, ο Ιan Curtis, δίνει τη θέση της σε μια Νέα Τάξη (Μουσικών Πραγμάτων), με τους εναπομείναντες τρεις Division-ιστές να συνεχίζουν υπό το όνομα New Order και να επανεφευρίσκουν τα όρια της χορευτικής ποπ μουσικής, γράφοντας το 1983 το «Βlue Monday», ένα απ’ τα σημαντικότερα singles της μουσικής ιστορίας.
Είναι μια πραγματική ανάσα φρεσκάδας στην τελματωμένη μουσική, ένα νέο, δροσερό κύμα καινοτόμων ήχων, το οποίο συμπαρασύρει στον αφρό του μπάντες όπως τους Μagazine του, ex-Buzzcocks, Howard Devoto, τους ΟΜD του ύμνου «Enola Gay», τους Καναδούς Μartha & the Muffins με εκείνο το συγκλονιστικό «Echo Beach» να βάζει ακόμη και σήμερα φωτιά σε όποιο μπαράκι κι αν παιχτεί.
Κατόπιν, τους Pretenders της Chrissie Hynde, το σκοτεινό σύμπαν των Psychadelic Furs, τον avant-rock ήχο των Public Image Ltd. του Johnny Lydon, το fretless bass του Sting και των Police, τους Japan του αναγεννημένου απ’ τις έθνικ στάχτες του, David Sylvian, τους νεοϋορκέζους Talking Heads, τους σπουδαίους Ελβετούς Yello, τη Siouxsie μαζί με τα Ξωτικά της, τους Banshees, τους Flock of Seagulls, τους Style Council του πρωην-Jam, Paul Weller, τους Associates του πρόωρα χαμένου Billy McKenzie, τους Specials και τους Madness, που ένωσαν το new wave με το ska και τους απίστευτα επιδραστικούς Gang of Four.
Και δίπλα σε αυτούς, τρεις σπουδαίες μπάντες από το Λίβερπουλ, όπως οι Teardrop Explodes του εκκεντρικού Julian Cope, οι μεγάλοι Echo & the Bunnymen και ο Mark E. Smith με τους Fall του, οι Dexy’s Midnight Runners, ο Declan McManus που τον γνωρίσαμε ως Elvis Costello μαζί με τους θρυλικούς Attractions, οι Cure, οι Eurythmics, οι Tears for Fears, οι Blondie και οι UB40 που πήραν το όνομα τους απ’ το «Unemployment Bureau 40», το βρετανικό ταμείο ανεργίας, το οποίο έδινε τα έγγραφα που υπέγραφαν όλοι οι άγγλοι άνεργοι προκειμένου να παραλάβουν το επίδομα ανεργίας τους.
Η γέννηση του alternative rock
Η Αγγλία και οι Η.Π.Α. βρίσκονται κάτω από, θατσερική και ριγκανική κατοχή αντίστοιχα και οι νέοι της εποχής δυσανασχετούν. Νιώθουν εγκλωβισμένοι. Σε εποχές πιο συντηρητικές λοιπόν, όπως τα μέσα των ‘80s, οι καιροί απαιτούν δραστικότερες λύσεις.
Ένας κιθαρίστας απ’ το Μάντσεστερ, ο Johnny Marr, συναντάει τον πρόεδρο του βρετανικού φαν κλαμπ των New York Dolls, έναν περίεργο τύπο που συστήνεται με το επώνυμό του (Morrissey) και κυκλοφορεί με γλαδιόλες στην κωλότσεπη (ακόμη ένας φαν της κληρονομιάς του Oscar Wilde…) κι ακουστικό βαρηκοΐας στο αυτί -χωρίς να έχει καν πρόβλημα ακοής.
Φτιάχνουν, χωρίς την προσθήκη κανενός synthesizer, τους Smiths, το πιο επιδραστικό μη-ηλεκτρονικό συγκρότημα της δεκαετίας του ’80 και αλλάζουν το πρόσωπο της εναλλακτικής μουσικής, όπως το ξέραμε μέχρι τότε.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, οι κολεγιακοί ραδιοφωνικοί σταθμοί αναδεικνύουν σε ήρωες της γενιάς τους τους R.E.M., μια άγνωστη μπάντα απ’ την Αθήνα της πολιτείας της Τζόρτζια, ενώ το ιρλανδικό αντίστοιχο τους ακούει στο όνομα U2, ένα new wave / post punk συγκρότημα, το οποίο, στηριγμένο στην υπέρμετρη φιλοδοξία του τραγουδιστή του, του Bono Vox (και μετέπειτα, σκέτο Bono), θα καταφέρει να βάλει την alternative μουσική στα μεγάλα σαλόνια της ροκ, εκεί που μέχρι πρότινος σύχναζαν μόνο «δεινοσαυρικές» μπάντες σαν τους Rolling Stones.
Και οι τρεις προαναφερθέντες αφήνουν πίσω τους μια μουσική παρακαταθήκη την οποία δύσκολα άντεξαν στους ώμους τους οι επόμενες μουσικές γενιές: άλμπουμ όπως το «Queen Is Dead» των Smiths, το «Murmur» των R.E.M. και το «The Joshua Tree» των U2 θεωρούνται σήμερα, 20 και πλέον χρόνια μετά την κυκλοφορία τους, ως ορόσημα της σύγχρονης ποπ κουλτούρας.
Το ροκ των μεγάλων αρένων
Αυτό το ροκ, στο οποίο, σε μια ύστερη φάση της καριέρας τους, εντάχθηκαν τόσο οι U2 όσο και οι R.E.M., ήταν εξαιρετικά δημοφιλές στις αχανείς αμερικανικές αρένες των 70 και βαλε χιλιάδων θεατών. Οι αρχές της δεκαετίας φέρνουν στο προσκήνιο μπάντες όπως οι Βoston, οι Styx, οι Foreigner, οι Journey, οι Toto, οι Aerosmith, oι Heart, οι Kansas, οι REO Speedwagon, οι Van Halen και οι Chicago, οι οποίες θα μείνουν στην ιστορία ως τρανότερα δείγματα του ήχου που ονομάστηκε ΑΟR (Adult Oriented Rock), Soft ή FM rock.
Όλα όσα περιστρέφονται γύρω απ’ το μουσικό αυτό ιδίωμα ήταν… τεράστιων μεγεθών: το πλήθος του κόσμου, τα φουντωτά μαλλιά των τραγουδιστών, τα φαρδιά ρούχα, ακόμη και η διάρκεια των τραγουδιών. Ίσως για το λόγο αυτό να αποδείχτηκε τελικά εξαιρετικά βραχύβιο, όταν τελικά το «σκότωσε» η άφιξη του grunge στα τέλη των ‘80s και τις αρχές των ‘90s.
Δίπλα σε αυτό αναδείχτηκαν και μεγάλα ονόματα της metal μουσικής, όπως οι Iron Maiden, οι Pantera, οι Sepultura, οι Megadeth και οι Metallica. Κατά κοινή ομολογία, τα ‘80s ήταν Η δεκαετία για το heavy metal, η περίοδος εκείνη κατά την οποία «έφτιαξε» το όνομά της κι ανέδειξε μπάντες όπως οι Maiden, με απήχηση τόσο σε σκληροπυρηνικά, όσο και σε λιγότερο metal ακροατήρια, τα οποία γοητεύθηκαν απ’ τα, εμφανώς pop, ακόρντα σπουδαίων άλμπουμ όπως το «Number Of The Beast» των τελευταίων.
Κάτω απ’ το σκληρό, μεταλλικό περίβλημα, έχασκε ο βαθύτερος χαρακτήρας μιας ολόκληρης δεκαετίας που διψούσε για ποπ μουσική.
Η εποχή των ποπ ειδώλων
Η δεκαετία του ’80 είναι η δεκαετία των πρώτων βιντεοκλίπ, του μουσικού καναλιού MTV που μεταδίδει μουσικά βίντεο σε 24ωρη βάση και των ποπ ειδώλων που αναδείχτηκαν εξαιτίας αυτού: η Madonna, ο George Michael, ο Michael και η αδελφή του, η Janet Jackson, η Whitney Houston, ο Lionel Richie και ο Prince είναι οι άνθρωποι που, περισσότερο από πολιτικούς, διαμόρφωναν νεανικές συνειδήσεις και είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο.
Κάποιοι απ’ αυτούς, όπως αποδείχτηκε στην πορεία, τα κατάφεραν καλά, μένοντας στην επικαιρότητα για 40 χρόνια, όπως η Madonna. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Prince, φεύγουν κι επανέρχονται, στηριζόμενοι στις δάφνες του ένδοξου παρελθόντος τους, ενώ κάποιοι συνάδελφοι τους, έκαναν το μεγάλο μπαμ και μετά διαλύθηκαν όπως ένας πλανήτης Σούπερ Νόβα, αποδυναμωμένοι από την υπερέκθεση τους σε σκάνδαλα πάσης φύσεως, με ισχυρότερη απόδειξη την καριέρα του «Βασιλιά της Ποπ», του Michael Jackson.
Με βάση το γνωστό αξίωμα του μουσικού μάρκετινγκ πως «τα τρία σημαντικότερα target group για να πουλήσεις μουσική είναι οι έφηβοι, οι γυναίκες και οι γκέι», μερικοί πανούργοι παραγωγοί (ή μήπως, προαγωγοί;) όπως η ομάδα των βρετανών Stock, Aitken και Waterman βρίσκουν «κότες που κάνουν χρυσά αυγά» στα πρόσωπα της 18χρονης, τότε, Kylie Minogue, της Sonia, του αυστραλού Jason Donovan και του Rick Astley.
Από κοντά ακολουθούν και οι New Kids on the Block, η Debbie Gibson, η Tiffany, οι Bananarama και διάφοροι άλλοι, μερικοί εκ των οποίων μπαίνουν κάτω απ’ την μουσική ομπρέλα του «Eurodisco» ή «Italodisco», η πρώτη μορφή της οποίας εμφανίστηκε στην Ιταλία γύρω στο 1982, με συγκροτήματα και καλλιτέχνες όπως ο Gazebo και ο Gary Low.
Για να ακολουθήσουν οι Modern Talking και τα τραγούδια του σπουδαίου ρουμάνου μουσικού και παραγωγού Michel Cretu, ο οποίος, είτε ως Πυγμαλίων της γυναίκας του, της γερμανίδας Sandra, είτε ως σόλο μουσικός, είτε μετέπειτα ως Enigma, μας έδωσε σπουδαία κομμάτια, σαν το «Maria Magdalena» και το «Samurai».
Eurodisco ή Eurobeat θεωρούνταν και οι άγγλοι Pet Shop Boys, οι οποίοι είναι από μόνοι τους ένα τεράστιο κεφαλαίο αυτού που λέμε «’80s Μουσική». Ξεκίνησαν ως μια gay μπάντα που αναβίωνε τη disco, μπολιάζοντάς την με την αστική κουλτούρα του μουντού, βροχερού Λονδίνου, για να καταλήξουν ένα από τα 3-4 σημαντικότερα συγκροτήματα που είναι ακόμη ενεργά και ηχογραφούν ακατάπαυστα και με σταθερή ποιότητα ακόμη και σήμερα.
Οι a-ha, οι Frankie Goes To Hollywood, οι Alphaville, οι Bronski Beat και κάποιοι άλλοι ανήκουν σε αυτή τη φουρνιά του Eurobeat, τουλάχιστον μέχρι το 1991, όταν και έπεσε η αυλαία του κινήματος με το τραγούδι «I’ve been thinking about you» των Londonbeat.
Εναλλακτικές κουλτούρες σε μουσικές περιπέτειες
Η δεκαετία του ’80 έχει να παρουσιάσει τρία ακόμη πολύ σημαντικά μουσικά ρεύματα, τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν (ή που δεν αναδείχτηκαν, τέλος πάντων) τόσο πολύ στην εποχή τους, όσο αργότερα, όταν κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενιές μουσικών και χρησίμευσαν ως πυξίδα για ένα καλύτερο μουσικό μέλλον: καταρχάς, η hip hop, η μετεξέλιξη της rap δηλαδή, όπως μας την έκανε γνωστή το 1983 ο Grandmaster Flash, η οποία έβγαλε συγκροτήματα όπως οι Snap!, οι Salt ‘n’ Pepa, οι λευκοί νεοϋορκέζοι Beastie Boys, οι NWA και οι Run DMC, στους οποίους χρεώνεται και το πρώτο cross-cultural τραγούδι όλων των εποχών, το «Walk This Way» που τραγούδησαν μαζί με τους Aerosmith το 1986.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, σε ένα μικρό νησάκι στο σύμπλεγμα των Βαλεαρίδων Νήσων της Ισπανίας, την Ιμπίθα, μερικοί διορατικοί ιδιοκτήτες νυχτερινών κλαμπ καλούν διάσημους dj στο νησί κι έτσι γεννιέται το «Balearic Beat» ή «Balearic House», το οποίο, το καλοκαίρι του 1987, έκανε ονόματα πρώτου μεγέθους τον Trevor Fung, τον Paul Oakenfold και τον Danny Rampling και τους μετέτρεψε από σχετικά άγνωστους dj σε ιδιοκτήτες δισκογραφικών εταιριών.
Τα χάπια ecstasy, τα χρωματιστά, baggy παντελόνια και η rave κουλτούρα κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση, δίνοντας λίγο μετά τη σκυτάλη σε βρετανικές μπάντες όπως οι Happy Mondays και οι Stone Roses.
Ο «Ήχος της Ιμπίθα» έζησε για δυο «καυτά» καλοκαίρια, το ’87 και το ’88, τα οποία, πολλοί που ήταν εκεί, πιστεύουν πως απλώς δεν πρόκειται να επαναληφθούν.
Eιδική μνεία πρέπει να γίνει στους τρεις σπουδαίους dj απ’ το Ντιτρόιτ, οι οποίοι στα μέσα της δεκαετίας δημιούργησαν την σκηνή του «Detroit Techno», πάνω στην οποία στηρίχτηκαν σχεδόν όλα τα μεταγενέστερα είδη χορευτικής μουσικής. Αν δεν ήταν ο Kevin Saunderson, ο Derrick May και ο Juan Atkins, η dance μουσική θα ήταν σήμερα πολύ διαφορετική και σαφώς πιο βαρετή.
Ονομάστηκαν «Τρίο της Μπελβίλ», απ’ το Γυμνάσιο Μπελβίλ, το προάστιο του Ντιτρόιτ όπου συναντήθηκαν οι τρεις τους και ο ήχος τους ήταν ένας συνονθύλευμα απ’ όλα τα μουσικά trends της εποχής εκείνης (της ποπ και της hip hop), συμπλεκόμενα μαζί με αναλογικά συνθεσάιζερ, drum machines και έναν μηχανιστικό, συγκοπτόμενο ηλεκτρονικό ρυθμό.
Το τέλος της αθωότητας
Μαζί με τα ‘80s, ο κόσμος αποχαιρέτησε μια εποχή αθωότητας και ανεμελιάς. Μια δεκαετία όπου κυριάρχησε μια γιάπικη, εντελώς χρηματιστηριακή, περί ζωής αντίληψη, ως απότοκο της σκληρής διακυβέρνησης της Θάτσερ, του Ρέιγκαν, αλλά και του γενικότερου κλίματος του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δυο Υπερδυνάμεις, Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ..
Αλλά και μια εποχή, όπου, ίσως για τελευταία φορά στη σύγχρονη ιστορία, ο άνθρωπος ήταν τόσο ευδιάθετος και έβλεπε τη ζωή με Technicolor αποχρώσεις, παρ’ όλες τις αντιξοότητες της.
Η μουσική της δεκαετίας αυτής ήταν κατ’ εικόνα και ομοίωση της γενικότερης ευφορίας που βίωνε η κοινωνία.
Ήταν επίσης και το τελευταίο, ίσως, κύμα, απενοχοποιημένης κουλτούρας και μουσικών ειδών και φυλών που δεν περιχαρακώνονταν το καθένα στη δική του φωλιά, αλλά αναγνώριζαν τις εκατέρωθεν επιρροές και δέχονταν να έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά απέναντι σε οτιδήποτε ηχητικά καινοτόμο ή ρηξικέλευθο.
Δεν είναι τυχαίο πως η δεκαετία που ακολούθησε, τα ‘90s, παρόλο που κοινωνικά φάνηκε πιο εναλλακτική και δεκτική σε άλλες κουλτούρες, σε μουσικό επίπεδο αποδείχτηκε στρυφνή, δύσκολη, ενίοτε και μανιοκαταθλιπτική, κυρίως ελέω του τυφώνα grunge που μας προέκυψε το 1991. Έλλειψη πειραματισμού, απουσία νέων ιδεών ή (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) αναμάσημα παλιών μουσικών trends, δυσανεξία στο νέο και πολλά ακόμη είναι αυτά που μας κληροδότησαν τα ‘90s. Για όλους όσοι έζησαν τα ‘80s όμως, ακόμη κι από μια σχετική ηλικιακή απόσταση, είναι σίγουρο πως θα τους λείψουν.