Τα μουσικά κονσερβατόρια δεν ταιριάζουν με την «αλανιάρα» ροκ κουλτούρα.
Αυτό είναι το, τρόπον τινά, αξίωμα που μας έμαθε η ποπ κουλτούρα και οι εκφραστές της, από τον Chuck Berry μέχρι τον Johnny Rotten.
Ο αυστηρός ακαδημαϊσμός των ωδείων δεν συνάδει με την έννοια του rock ‘n’ roll και του punk, που είναι από τη φύση τους ωμά, τραχιά και δεν μπορούν να υποκύψουν σε κανόνες της καθεστηκυίας μουσικής φόρμας. Το οποίο, αν το καλοσκεφτούμε, είναι περίεργο καθώς έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το ερώτημα: αν εξαιρέσουμε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αυτοδίδακτων μουσικών, από ποιο μουσικό περιβάλλον βγήκαν οι υπόλοιποι ροκ σταρ περασμένων δεκαετιών; Δεν πήγαν σε ωδεία; Δεν διδάχτηκαν αρμονία και θεωρία της μουσικής;
Γιατί, ξέρετε, από τις αρχές μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής μια σύζευξη ανάμεσα σε δυο, φαινομενικά και μόνο, αταίριαστα είδη: την ροκ/ποπ και την κλασσική μουσική και η συντριπτική πλειοψηφία των ποπ και ροκ μουσικών της εποχής εκείνης δοκίμασαν να βάλουν το χέρι τους μέσα στο… βάζο με τη μαρμελάδα της μουσικής του 19ου και του 18ου αιώνα.
Για ποιο λόγο λοιπόν στη δεκαετία του ’70 συναντήθηκαν τόσο επιτυχημένα η «σοβαρή» κι «ακαδημαϊκή» κλασσική μουσική με την πιο «αυθόρμητη» και «πεζοδρομιακή» ροκ κουλτούρα; Rocking the Classics δηλαδή.
Ο μουσικός αταβισμός των ‘60s
Ένας από τους λόγους –κι ίσως ο πλέον βασικός- που τη δεκαετία του 1970 είδαμε αυτό το φοβερό «ξεπέταγμα» της επιρροής της κλασσικής μουσικής στην ροκ της εποχής εκείνης είναι καθαρά χρονολογικός κι ημερολογιακός. Οι μουσικοί της εποχής εκείνης, όλοι τους γεννημένοι τη δεκαετία του 1930 ή του 1940, ήταν απολύτως λογικό να έχουν τη κλασσική μουσική ως σημείο αναφοράς: οι γονείς τους άκουγαν αποκλειστικά κλασσική μουσική, ενώ και οι ίδιοι μεγαλώνοντας στα ‘50s, μην έχοντας άλλες μουσικές επιρροές πέραν του ραδιοφώνου, αναγκαστικά «έμαθαν» να αγαπούν την κλασσική μουσική που έπαιζε το –μοναδικό- ακουστικό μέσο επιμόρφωσης τους.
Ο George Gershwin, ο Claude Debussy, ο Igor Stravinski και ο Sergei Prokofiev ήταν οι άνθρωποι που τότε μονοπωλούσαν, σε μουσικό επίπεδο, τα ερτζιανά της Βρετανίας και των ΗΠΑ –γιατί αν οι δυο αυτές χώρες είχαν την απαίτηση, αντίστοιχα, από τη skiffle και τη folk να «κάνουν παιχνίδι» στα FM, ακόμη θα περίμεναν…
[Σημείωση: υπήρχαν ασφαλώς κι άλλα μουσικά είδη που είχαν τεράστια λαϊκή απήχηση μεταξύ 1920-1950, όπως η ragtime, η rag jazz, η swing, το bebop, το jump blues κτλ, αλλά κανένα άλλο είδος δεν διείσδυσε τόσο πολύ σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ανεξαιρέτως, όσο η κλασσική μουσική.]
Ας το θέσω διαφορετικά: εγώ γεννήθηκα το 1977 και μεγάλωσα στα ‘80s και στα ‘90s ακούγοντας όχι μόνο το δικό μου «τώρα», δηλαδή το grunge, αλλά και όλο το κοντινό παρελθόν της ροκ, από τους Beatles και τους Rolling Stones μέχρι τους Black Sabbath και τους Pink Floyd. Η μουσική μου παιδεία λοιπόν βασίστηκε πάνω σε μουσικές που γράφτηκαν 15 τουλάχιστον χρόνια πριν γεννηθώ.
Αντίστοιχα, όσοι γεννήθηκαν το 1945, δηλαδή οι μουσικοί της δεκαετίας του ’70, αναγκαστικά έστρεψαν και το βλέμμα τους στη jazz, τη soul αλλά και την κλασσική μουσική του 1920 και του 1930. Αντίστοιχα, ένας ποπ μουσικός του 2014, όπως ας πούμε η Lady Gaga ή η La Roux, έχει ως σημείο αναφοράς τη μουσική που γράφτηκε πριν μια 40ετία, δηλαδή τα ‘80s.
Σκεφτείτε το και αμιγώς χρονολογικά: τα ‘60s είναι πιο κοντά στο 1920 και τη μουσική του Μεσοπολέμου απ’ ότι στη σημερινή μουσική του 2024!
Η δεκαετία του 1920 είναι λοιπόν για τους νέους του 1960, ό,τι είναι τα «νοσταλγικά» ‘60s για τη δική μας γενιά. Υπό την έννοια αυτή, οι μουσικοί των ‘60s και των ‘70s μηρύκασαν με αταβιστική ακρίβεια το κοντινό τους παρελθόν, που κατά συντριπτική πλειοψηφία ήταν ακόμη βυθισμένο στην κλασσική μουσική.
Κάποιοι άλλοι απλώς θεώρησαν πως αυτή είναι, στο κάτω κάτω, η φυσική πορεία ενός νέου κιθαρίστα, πιανίστα ή βιολιστή: πρώτα απ’ όλα να ρίξει το μουσικό του βλέμμα στην μουσική παρακαταθήκη (πολύ) περασμένων δεκαετιών. Γιατί, βασικά, αυτή η μουσική ήταν που διδάχτηκε κατά τα πρώτα χρόνια των σπουδών του, τότε που το παιδικό μυαλό είναι σαν ένα σφουγγάρι που ρουφάει τα πάντα.
Ωστόσο, υπάρχει κι ένας ακόμη λόγος που τόσοι και τόσοι μουσικοί των ‘70s δέχτηκαν να μπολιάσουν τις παρτιτούρες τους με κλασσικότροπες επιρροές: η ίδια η «πόπιουλαρ» φύση της κλασσικής μουσικής, ενός είδους που κατά τον 19ο αιώνα απευθυνόταν νομοτελειακά στις μάζες, όπως σήμερα η Beyonce.
Όταν η κλασσική μουσική ανέβαινε τα charts
Ο μεσότιτλος είναι ιντριγκαδόρικος κι απλώς υποστηρίζει πως μεταξύ 1800-1940 η κλασσική μουσική ήταν η ποπ της εποχής της, η μουσική που άκουγε όλος ο κόσμος, από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα μέχρι τους ηλικιωμένους, πλούσιους μεσοαστούς των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Ας το πω πιο λαϊκά: από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά, η κλασσική μουσική ήταν τα «μπουζούκια» της εποχής, ένας τρόπος διασκέδασης όπου ο φτωχός ή πιο εύπορος κοσμάκης επέλεγε για να ξεσκάσει.
Η μετάβαση βέβαια κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν: μέχρι την εποχή του Mozart, η κλασσική μουσική ήταν αποκλειστικό προνόμιο των βασιλιάδων και των μοναρχών της εποχής εκείνης, οι οποίοι είχαν στις αυλές –και στη δούλεψη τους- μια ολόκληρη στρατιά από μουσουργούς που συνέθεταν όπερες για λογαριασμό τους.
Όμως στα τέλη του 1790 συντελείται μια αλλαγή: από τα σαλόνια των βασιλιάδων η κλασσική μουσική «εκδημοκρατικοποιείται» και μπαίνει σιγά σιγά στην καθημερινότητα του απλού λαού: ιδρύονται τα πρώτα… Fuzz και Gagarin της εποχής και χτίζονται ειδικοί χώροι συναυλιών σε πόλεις όπως η Βιέννη ή το Λονδίνο για να συρρέει εκεί ο κόσμος.
Λίγο μετά, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους και οι πρώτοι συνθέτες-σταρ της εποχής που πληρώνονταν αδρά προκειμένου να γράψουν μια όπερα ή μια συμφωνία. Ο Giuseppe Verdi απολάμβανε στην Ιταλία του 1870 τη δημοφιλία που απολάμβανε το 1995 ο Eros Ramazzotti, όλη η Βρετανία μιλούσε το 1885 για το δίδυμο Gilbert και Sullivan με τον ίδιο τρόπο που το έκανε 80 χρόνια μετά για το δίδυμο Lennon και McCartney.
O Debussy ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα για το Παρίσι κάτι σαν τους Daft Punk του 2015, ενώ ο πιανίστας Franz Liszt όπου κι αν έδινε συναυλίες, έβλεπε από κάτω αντιδράσεις εφάμιλλες με εκείνες που βίωσε και ο συνάδελφος του Jerry Lee Lewis το 1960 (στον Λιστ υπήρχαν αντίστοιχες κορασίδες που, αντί για εσώρουχα, τού πετάγανε… κορσέδες – και όχι κορνέδες).
Επίσης, ο Franz Schubert (ο «εφευρέτης» του τρίλεπτου πιανιστικού ερωτικού τραγουδιού) αποτελούσε την μουσική ενσάρκωση του Elton John με όρους 19ου αιώνα, ενώ το κυρίως ηλικιωμένο κοινό της Γερμανίας τιμούσε από το 1880 κι έπειτα τον Richard Wagner με τον ίδιο τρόπο που οι επισκέπτες του Λας Βέγκας τιμάνε σήμερα τους γηραιούς ποπ σταρ που κολλάνε τα τελευταία τους… μουσικά ένσημα σε κάποιο από τα δεκάδες κλαμπ της «Πόλης της Αμαρτίας».
Αντίστοιχα, αν υπήρχαν τότε charts μουσικών επιτυχιών θα καταδείκνυαν πως το 1812 η “Εβδόμη Συμφωνία” του Ludwig Van Beethoven παιζόταν παντού, σε όλη την Ευρώπη, ούσα το απόλυτο «χιτάκι» της εποχής, σαν το “Stairway To Heaven” των Led Zeppelin που ακουγόταν παντού το καλοκαίρι του 1971.
Ξέρετε τι χαμός γινόταν σε κάθε παράσταση της νέας όπερας του Τζιοακίνο Ροσίνι στη Ρώμη ή το Μιλάνο, μια κατάσταση που ομοίαζε με τα πακτωμένα στάδια και τις γιγάντιες αρένες που έναν αιώνα μετά φιλοξένησαν τις συναυλίες των U2, της Madonna και των Rolling Stones.
Υπάρχει επίσης κι ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που έκανε την κλασσική μουσική γνωστή και προβοκατόρικη: πως, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, υπήρξε εξαιρετικά ριψοκίνδυνη και καθόλου μα καθόλου safe: η κλασσική ήταν το punk του 19ου αιώνα, ένα είδος που πήρε ρίσκα, τσαλάκωσε την κονσερβατουαριστική του εικόνα κι άνοιξε μουσικούς δρόμους.
Λόγου χάρη, ο Τσεχοσλοβάκος Antonin Dvorak με την “Συμφωνία του Νέου Κόσμου” προκάλεσε την οργή πολλών συγχρόνων του που δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την απόπειρά του να εντάξει στοιχεία της αφροαμερικανικής κι ινδιάνικης μουσικής κουλτούρας στις παρτιτούρες του.
Κοινώς, το 1895 όλη η Νέα Υόρκη τον «έκραξε» τρελά, αλλά εκείνος έκανε αυτό που είχε κατά νου, κάπως σαν τον Bob Dylan που 70 χρόνια μετά έγινε «ηλεκτρικός» στο φεστιβάλ του Newport προκαλώντας τους «πιουρίστες» της folk που τον ήθελαν αποκλειστικά «ακουστικό».
Για να μη μιλήσουμε για τον αντίκτυπο που είχε το 1913 η “Ιεροτελεστία της Άνοιξης” του Stravinsky, ένα shock value εφάμιλλο με εκείνο της πρώτης ακρόασης των Black Sabbath ή των Slayer. Και μετά αναρωτιόμαστε πως είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να είχαν επίδραση πάνω στους prog-rock μουσικούς του 1970. Και λίγη επιρροή είχαν.
Από τον Elvis στον Walter κι από εκεί στα Rocking the Classics ‘70s
H πατέντα «δανείσου από τους κλασσικούς συνθέτες» δεν κατοχυρώθηκε φυσικά το 1970, αλλά ακριβώς μια δεκαετία νωρίτερα, όταν η μελωδία του “It’s Now Or Never” του Elvis Presley βασίστηκε εξολοκλήρου πάνω σε αυτή του “O Sole Mio”, ενός ναπολιτάνικου ερωτικού τραγουδιού από το 1898 που παρόλο που δεν εντάσσεται στην κατηγορία «κλασσική μουσική», εντούτοις το έχουν τραγουδήσει όλοι οι μεγάλοι τενόροι του 20ου αιώνα ώστε να θεωρείται σήμερα –έστω και καταχρηστικά- ως σύνθεση ενός κλασσικού μουσουργού.
Πέντε χρόνια μετά, το “A Groovy Kind of Love” των Mindbenders δανείστηκε την κεντρική του μελωδική γραμμή από τη “Σονατίνα σε Σολ Μείζονα” του αγγλοϊταλου συνθέτη Muzio Clementi, συγχρόνου του Mozart.
Και από εδώ και στο εξής η όλη κατάσταση εξελίχθηκε… σκοινί κορδόνι: το γυναικείο συγκρότημα των Shangri-Las βάσισε το τραγούδι του “Past, Present and Future” (1966) πάνω στην μελωδία της “Moonlight Sonata” του Beethoven, την ίδια ακριβώς χρονιά που οι Βρετανοί The Move τραγουδάνε το “Night of Fear” που είναι δανεισμένο από το “1812 Overture” του Tchaikovsky.
Λίγους μήνες μετά, κατά το Καλοκαίρι της Αγάπης του 1967, ένα άγνωστο βρετανικό συγκρότημα, οι Procol Harum, φτάνει μέχρι την κορυφή των charts με το “A Whiter Shade of Pale” που είναι βασισμένο στην “Ορχηστρική Σουίτα αρ. 3 σε Ρε Μείζονα” (γνωστό κι ως “Air on a G String”) του J.S. Bach. Ο “Κανόνας σε Ρε Μείζονα” του Johann Pachelbel (θα μιλήσουμε παρακάτω αναλυτικά γι’ αυτόν) έδωσε την έμπνευση στον Βαγγέλη Παπαθανασίου για το πρώτο σπουδαίο τραγούδι των Aphrodite’s Child, το “Rain and Tears”.
To συμφωνικό έργο “Πλανήτες” (1918) του βρετανού συνθέτη Gustav Holst προσέφερε έτοιμη μουσική «μαγιά» σε τουλάχιστον δυο περιπτώσεις: αφενός στο εξάλεπτο τραγούδι “Invocation & Ritual Dance of the Young Pumpkin” στο άλμπουμ Absolutely Free (1968) των Mothers Of Invention του Frank Zappa κι αφετέρου στο τραγούδι “Mars: The Bringer of War” από το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ Epitaph (1969) των King Crimson. Τέλος, το “I’m Sticking With You” (1969) των Velvet Underground είναι βασισμένο πάνω στη μελωδία της άριας “Dove Sono” από τους “Γάμους του Φίγκαρο” του Mozart.
Ενδιάμεσα, ο Paul McCartney ήταν αυτός που, πρώτος απ’ όλους τους ποπ μουσικούς της εποχής, δοκίμασε να χρησιμοποιήσει μια ορχήστρα εγχόρδων δωματίου για τις ανάγκες της ηχογράφησης του τραγουδιού “Eleanor Rigby”, ενώ η χρήση κλασσικής ορχήστρας επεκτάθηκε και στις ηχογραφήσεις των “A Day In The Life” και “All You Need Is Love”. Αποδεικνύεται τελικά πως παρά το αντισυμβατικό προφίλ του Lennon, o «Macca» ήταν στην πραγματικότητα αυτός που δεν φοβήθηκε στιγμή να προβεί σε μουσικές τομές και πειραματισμούς.
Ωστόσο, η κυκλοφορία που μέχρι σήμερα θεωρείται πως προλείανε το έδαφος για την έλευση αυτού του σφοδρού κύματος αγάπης των ‘70s απέναντι στους κλασσικούς συνθέτες ήταν το άλμπουμ “Switched Οn-Bach” του Walter Carlos το 1968.
Ο τότε παντελώς άγνωστος 29χρονος αμερικανός μουσικός δεν έβαλε απλώς τα έργα του Bach σε πολλά αυτιά της νεολαίας της εποχής, αλλά επίσης μας κατέστησε σαφές πως το μέλλον της μουσικής δεν βρίσκεται μόνο στις κιθάρες και τα τύμπανα, αλλά και σε ένα νέου τύπου συνθεσάιζερ που είχε κάνει την εμφάνιση του: το Moog.
Με την κυκλοφορία του Switched Οn-Bach πάντως, η μουσική των ‘60s είναι πλέον έτοιμη να υποδεχτεί την κλασσική μουσική στις ροκ παρτιτούρες της δεκαετίας του 1970…
Κλέψε κι εσύ έναν κλασσικό συνθέτη
…και την υποδέχεται όντως με τον καλύτερο τρόπο: στα τέλη του 1969 οι Deep Purple θεωρείται ως η πρώτη μπάντα της εποχής που τολμάει να συνεργαστεί με μια ολόκληρη ορχήστρα, τη λονδρέζικη Royal Philarmonic Orchestra, για την ηχογράφηση του Concerto for Group and Orchestra [αν και τυπικά είναι η δεύτερη, καθώς έχουν ήδη προηγηθεί οι Moody Blues που το 1967 συνεργάστηκαν με την London Festival Orchestra για την ηχογράφηση του άλμπουμ Days Of Future Passed, αλλά άντε να το πεις αυτό στους φίλους των Purple…].
Το άλμπουμ των Deep Purple κυκλοφόρησε τις πρώτες ημέρες της νέας δεκαετίας, αποτελώντας το ιδανικό ορεκτικό γι’ αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Λίγο μετά, στο soundtrack της ταινίας «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» (αρχές του 1971) ο Walter Carlos χρησιμοποιεί ως ηχητική υπόκρουση των περιπετειών του Alex De Large μια σειρά από ηλεκτρονικές διασκευές του σε κομμάτια του 19ου και 18ου αιώνα, όπως την “Ενάτη Συμφωνία” του Beethoven, την ουβερτούρα της “Κλέφτρας Κίσσας” και του “Γουλιέλμου Τέλλου” του Gioachino Rossini και το “Pomp and Circumstance” (γνωστού κι ως «ο δεύτερος εθνικός ύμνος της Μεγάλης Βρετανίας») του Edward Elgar.
Η μόδα με το «πάντρεμα» κλασσικής και ροκ/ποπ ξεκινάει κι επισήμως και όλοι οι μουσικοί μοιάζουν σαν έτοιμοι από καιρό σαν θαρραλέοι να ανέβουν στο άρμα της. Και δεν μιλάμε μόνο για εκπρόσωπους της ροκ, που ούτως ή άλλως ήταν η πρώτη επιλαχούσα για να «παίξει» με τη κλασσική μουσική, αλλά μέχρι και υπεράνω πάσης υποψίας βραζιλιάνους μουσικούς σαν τον Eumir Deodato, ο οποίος το 1972 κυκλοφόρησε μια jazz/tropicalia διασκευή του “Also Sprach Zarathustra” του γερμανού συνθέτη Richard Strauss.
Έως και η disco ενέδωσε στη μόδα της υιοθέτησης κλασσικών μοτίβων: στο soundtrack της ταινίας Saturday Night Fever, ο Walter Murphy επιχειρεί μια (εξαιρετική) ντίσκο βερσιόν της “Πέμπτης Συμφωνίας” του Beethoven, ενώ ο David Shire κάνει το ίδιο (αν και λιγότερο επιτυχημένα) με τη “Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό” του Ρώσου Modest Mussorgsky.
Πολλά γνωστά τραγούδια των ‘70s βασίστηκαν πάνω σε κλασσικές μελωδίες περασμένων δεκαετιών: το “Joy” των βραχύβιων Apollo 100 (τραγούδι που χρησιμοποιήθηκε με εξαιρετικό τρόπο στο soundtrack της ταινίας Boogie Nights -1997) βασίστηκε πάνω στο “Jesu, Joy of Man’s Desiring” (“Jesus bleibet meine Freude”) του Bach.
Με τον τρόπο αυτό μια μελωδία που γράφτηκε το 1723 κατάφερε μετά από ακριβώς 250 χρόνια να φτάσει μέχρι το Νο2 των βρετανικών charts!
Οι περισσότεροι γνωρίζουν ασφαλώς πως για τις ανάγκες της σύνθεσης του “All Βy Myself” ο Eric Carmen, κατάκλεψε το “Πιάνο Κονσέρτο Νο2 σε Ντο Ελάσσονα” του Rachmaninoff, ενώ οι Manfred Mann’s Earth Band βάσισαν το τραγούδι τους “Joybringer” πάνω στο “Jupiter” από τους “Πλανήτες” του Holst.
Η πιο αστεία περίπτωση όμως είναι η εξής: το “American Tune” (1973) του Paul Simon βασίστηκε πάνω σε με μια από τις μελωδίες του έργου “Κατά Ματθαίον Πάθη” (1734) του Bach, ο οποίος με τη σειρά του είχε κλέψει τη μελωδία από το “Mein G’müt ist mir verwirret” (1601) του γερμανού μουσουργού Hans Leo Hassler!
Εκτός από τα γνωστά αυτά, υπάρχει και τα λιγότερο προβεβλημένο παράδειγμα του “Burn” (1974) των Deep Purple, το κιθαριστικό ριφάκι του οποίου είναι ακριβής φωτοτυπία του πιανιστικού “Fascinating Rhythm” (1924) του George Gershwin.
Και μετά είναι τυχαίο πως μέχρι σήμερα αποκαλούμε το ροκ της δεκαετίας του 1970 «κλασσικό»;
Οι «προοδευτικές» δυνάμεις της ροκ συντάσσονται με τη κλασσική
Όπως προείπαμε, η κλασσική μουσική υπήρξε ένα είδος που ουδέποτε το έπαιξε safe, δεχόμενο να πειραματιστεί και να κάνει το βήμα παραπέρα ακόμη κι εις βάρος της ίδιας της κλασσικής φόρμας. Πρωτοπόροι σε αυτό ήταν δυο ολλανδικά συγκροτήματα: οι Focus και οι Ekseption. Οι μεν πρώτοι κυκλοφορήσαν το 1974 το άλμπουμ Hamburger Concerto, ένα εξαιρετικό δείγμα «νέο-κλασσικισμού στη ροκ», ενώ ο κιθαρίστας τους, ο Jan Akkerman λίγους μήνες μετά κυκλοφόρησε το σόλο άλμπουμ Tabernakel που κι αυτό μας πάει ένα ταξίδι στον 16ο και 17ο αιώνα, τότε που μεσουρανούσαν κλασσικοί μουσουργοί όπως ο John Dowland.
Οι δε Ekseption κυκλοφορήσαν το 1976 το άλμπουμ Back to the Classics που ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά της διαμάχης «μέχρι ποιο σημείο μπορεί ένας μουσικός της ροκ να πειράξει μια κλασσική σύνθεση;».
Από κοντά ακολουθούν και οι Βέλγοι γείτονες τους, οι Univers Zero που επηρεάζονται κυρίως από τον Ούγγρο Bela Bartók και τον Stravinsky, ενώ και η ιταλική σκηνή δίνει κάποια εξαιρετικά δείγματα σύμπραξης ροκ και κλασσικής, ειδικά στις περιπτώσεις των Murple (το άλμπουμ Io Sono Murple, 1974), των Premiata Forneria Marconi (τα άλμπουμ Storia Di Un Minuto και Per Un Amico, αμφότερα από το 1972) αλλά και των φοβερών New Trolls που κυκλοφορήσαν το καταπληκτικό Concerto Grosso το 1971.
Μια από τις παρενέργειες της υπερβολικής ενασχόλησης με την κλασσική μουσική είναι πως κάποιοι μουσικοί ξαφνικά την «είδαν»… Liszt: αρχής γενομένης από τον πιανίστα Keith Emerson που έφτιαξε το όνομα του με τους The Nice (το άλμπουμ Five Bridges Suite περιέχει διασκευές σε Tchaikovsky και Jean Sibelius) και στη συνέχεια με τους Emerson Lake and Palmer, με τους οποίους μάλιστα κυκλοφόρησε το 1971 ένα ολόκληρο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ κλασσικής μουσικής, το Pictures at an Exhibition, που περιέχει ροκ διασκευές σε έργα του Mussorgsky.
Ο ανταγωνιστής του Emerson είναι ένας νεαρός ξανθός, μακρυμάλλης που παίζει τα πλήκτρα το ίδιο γρήγορα κι επιδέξια με αυτόν: ο Rick Wakeman, αφού πρώτα έχει δώσει τα μουσικά του διαπιστευτήρια ως μέλος των YES, αποκτάει τόση φήμη ώστε τον προσκαλούν οι Black Sabbath να συμμετάσχει στο άλμπουμ τους Sabbath Bloody Sabbath, το 1973, την ίδια ακριβώς χρονιά που κυκλοφορεί το υπέροχο άλμπουμ The Six Wives of Henry VIII. Το επόμενο έτος κυκλοφορεί ένα δεύτερο άλμπουμ τίγκα στην κλασσική έμπνευση, με τίτλο Journey To The Centre Of The Earth, με τον ίδιο να συνεργάζεται με την London Symphony Orchestra και το English Chamber Choir.
Με πλήρη ορχήστρα συνεργάστηκαν και οι Procol Harum το 1972: το Live in Concert with the Edmonton Symphony Orchestra είναι ένα άλμπουμ-σταθμός για τη δισκογραφία τους, με την εκτέλεση του τραγουδιού “Conquistador” να αποτελεί ακόμη και σήμερα υπόδειγμα κλασσικότροπης διασκευής.
Την ίδια εποχή, οι Genesis το ρίχνουν στα αναγεννησιακά μαδριγάλια (ακούστε το “The Musical Box” από το άλμπουμ τους Nursery Cryme του 1971), ενώ στο πλευρό τους συντάχθηκαν και οι Electric Light Orchestra που την ίδια χρονιά κυκλοφορήσαν το ομώνυμο, παρθενικό τους άλμπουμ που αγαπήθηκε πολύ την εποχή εκείνη.
Τόσο οι King Crimson, όσο και οι Van Der Graaf Generator επωφελήθηκαν κι αυτοί από το ξαφνικό αυτό κύμα κλασσικό-φιλίας, καθώς τα περισσότερα ‘70s άλμπουμ τους (όπως τα Larks’ Tongues In Aspic και Still Life, αντίστοιχα) τιμούν ιδιαιτέρως τις κλασσικές επιρροές τους, ενώ ο David Bedford -το έτερο «πουλέν» της Virgin Records στην Βρετανία μετά τον Mike Oldfield- κυκλοφόρησε το συμφωνικό άλμπουμ Star’s End (1974), κάτι μεταξύ avant-garde και κλασσικής μουσικής στα χνάρια του Γάλλου Pierre Boulez.
Και μιας και ο λόγος περί Boulez, η Γαλλία συμμετείχε στο νέο-κλασσικιστικό ρεύμα με δυο μπάντες: τους Clearlight του Cyrille Verdeaux και τους Magma, των οποίων το άλμπουμ Mëkanïk Dëstruktïẁ Kömmandöh αποτελεί τη νοητή συνέχεια του ανατριχιαστικού έργου “Atmospheres” (1961) του Ούγγρου Gyorgy Ligeti.
Ο Κανόνας που έγινε… κανόνας
Για να παραφράσουμε και τον George Orwell, «όλα τα τραγούδια είναι ίσα, όμως κάποια εξ’ αυτών είναι πιο ίσα από τα υπόλοιπα».
Αυτό τουλάχιστον ισχύει στην περίπτωση του “Κανόνα σε Ρε Μείζονα” (“Kanon und Gigue für 3 Violinen mit Generalbass“) του Johann Pachelbel, ενός κομματιού που ναι μεν γράφτηκε το μακρινό 1694, αλλά ακούγεται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μέχρι τις μέρες μας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Σε έναν Κανόνα, δυο ή περισσότερες φωνές επαναλαμβάνουν την ίδια μουσική αλληλουχία, είτε σε ταυτοφωνία, είτε σε διάστημα οκτάβας, με το γαλλικό παιδικό τραγούδι “Frère Jacques” και το βρετανικό του αντίστοιχο “London’s Burning” να αποτελούν δυο τυπικότατα παραδείγματα.
Κάπως έτσι, τα συνολικά οκτώ ακόρντα του Κανόνα του Pachelbel (κατά σειρά Ρε Μείζονα-Λα Μείζονα-Σι Ελάσσονα-Φα Δίεση Ελάσσονα-Σολ Μείζονα-Ρε Μείζονα-Σολ Μείζονα-Λα Μείζονα και φτου ξανά κι απ’ την αρχή) αποτέλεσαν ένα κυκλικό «ριφάκι» που στις αρχές του 18ου αιώνα γνώρισε μια μουσική δημοφιλία εφάμιλλη με το κιθαριστικό ριφ του “Smoke On The Water”.
Ο Pachelbel, χωρίς να το γνωρίζει, άνοιξε μια μουσική «πόρτα», μέσα από την οποία πέρασαν πολλοί σύγχρονοι αλλά και μεταγενέστεροι του, καθώς πλην του “Rain and Tears”, πάνω στον Κανόνα του βασίστηκε το “Go West” των Village People (1979), το “I Should Be So Lucky” της Kylie Minogue (1988), το “Basket Case” των Green Day (1994), το “Don’t Look Back in Anger” των Oasis (1996) και πλείστα άλλα που δεν χωρούν σε αυτό το άρθρο.
Το παρόν και το μέλλον της κλασσικής μουσικής στη ποπ κουλτούρα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η κλασσική μουσική γνώρισε ένα βραχύβιο διάστημα ακόμη μεγαλύτερης άνθησης στα -κυρίως βρετανικά και αμερικανικά μεσοαστικά- λαϊκά ακροατήρια, εκμεταλλευόμενη τις (τρισάθλιες) συλλογές Hooked on Classics, όπου γνωστά κλασσικά κομμάτια διασκευάζονταν στον πιο δημοφιλή ρυθμό της εποχής, τη ντίσκο.
Όμως, το τελικό αποτέλεσμα ξένισε τόσους πολλούς, ώστε αποτέλεσε την ταφόπλακα της κλασσικότροπης αυτής στροφής, βάζοντας τίτλους τέλους στις… στενές επαφές τρίτου τύπου της ροκ με την κλασσική μουσική.
Έκτοτε, η κλασσική μουσική συντηρείται στην ποπ κουλτούρα είτε με διάφορα samples που χρησιμοποιούνται σε δημοφιλή pop και r’n’b τραγούδια (από Janet Jackson μέχρι Beyonce), είτε με πιο ευφάνταστες απόπειρες, όπως τη χρήση μιας μελωδίας του Henry Purcell από την όπερα “Βασιλιάς Αρθούρος” του 1691 για το βασικό keyboard riff του “Love is a Bourgeois Construct” των Pet Shop Boys.
Α, και τον ύμνο του… Champions League, μια σύνθεση του George Frideric Handel από το μακρινό 1727 με τίτλο “Zadok The Priest”.
Τη θέση των «εμπορικών» κλασσικών μουσουργών του 19ου αιώνα σήμερα την έχουν καταλάβει αφενός οι μινιμαλιστές μουσικοί τύπου Michael Nyman, Philip Glass και Wim Mertens, κι αφετέρου οι συνθέτες των κινηματογραφικών soundtracks.
Στις μελωδίες του Danny Elfman αντηχούν τα έργα του Dvorak και οι “Πλανήτες” του Holst, ενώ ο έτερος σπουδαίος κινηματογραφικός συνθέτης, ο John Williams έχει δηλώσει επανειλημμένα πως έχει επηρεαστεί από τις όπερες του Wagner και τα συμφωνικά ποιήματα του Liszt (λόγου χάρη, ακούστε το “Hunnenschlacht” του Liszt και μετά «καπάκι» το soundtrack του Indiana Jones ή εκείνο του Close Encounters Of The Third Kind).
Απομένει να δούμε αν τελικά θα συμβεί αυτό που προέβλεψε σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο βρετανός μουσικοκριτικός Paul Morley, ότι δηλαδή «η κλασσική μουσική είναι σήμερα πολύ πιο επίκαιρη σε σχέση με αυτό που νομίζουμε, καθώς είναι γεμάτη φρέσκες και προβοκατόρικες ιδέες που μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για τη μουσική του μέλλοντος».
Γιατί, όπως άλλωστε είχε τραγουδήσει και στο “Let there be rock” κι ο μακαρίτης ο Bon Scott… «no one knew what they was gonna do, but Tchaikovsky had the news».
25 σημαντικά «rocking the classics» άλμπουμ
1. The Nice Five Bridges Suite (1970)
2. Gershon Kingsley/Leonid Hambro Switched on Gershwin (1970)
3. Deep Purple Concerto for Group and Orchestra (1970)
4. Electric Light Orchestra Electric Light Orchestra (1971)
5. ELP Pictures at an Exhibition (1971)
6. Walter Carlos A Clockwork Orange OST (1971)
7. Βarcley James Harvest Once Again (1971)
8. New Trolls Concerto Grosso (1971)
9. Procol Harum Live in Concert with the Edmonton Symphony Orchestra (1972)
10. PFM Per Un Amico (1972)
11. Apollo 100 Joy (1972)
12. Rick Wakeman The Six Wives of Henry VIII (1973)
13. Magma Mekanik Destruktiw Kommandoh (1973)
14. King Crimson Larks’ Tongues In Aspic (1973)
15. Focus Hamburger Concerto (1974)
16. David Bedford Star’s End (1974)
17. Jan Akkerman Tabernakel (1974)
18. Isao Tomita Snowflakes Are Dancing (1974)
19. Clearlight Symphony (1975)
20. Renaissance Scheherazade and Other Stories (1975)
21. Van Der Graaf Generator Still Life (1976)
22. The Enid In the Region of the Summer Stars (1976)
23. Ekseption Back to the Classics (1976)
24. Univers Zero 1313 (1977)
25. Darryl Way Concerto For Electric Violin (1978)
Τα μουσικά κονσερβατόρια δεν ταιριάζουν με την «αλανιάρα» ροκ κουλτούρα.
Αυτό είναι το, τρόπον τινά, αξίωμα που μας έμαθε η ποπ κουλτούρα και οι εκφραστές της, από τον Chuck Berry μέχρι τον Johnny Rotten.
Ο αυστηρός ακαδημαϊσμός των ωδείων δεν συνάδει με την έννοια του rock ‘n’ roll και του punk, που είναι από τη φύση τους ωμά, τραχιά και δεν μπορούν να υποκύψουν σε κανόνες της καθεστηκυίας μουσικής φόρμας. Το οποίο, αν το καλοσκεφτούμε, είναι περίεργο καθώς έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το ερώτημα: αν εξαιρέσουμε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αυτοδίδακτων μουσικών, από ποιο μουσικό περιβάλλον βγήκαν οι υπόλοιποι ροκ σταρ περασμένων δεκαετιών; Δεν πήγαν σε ωδεία; Δεν διδάχτηκαν αρμονία και θεωρία της μουσικής;
Γιατί, ξέρετε, από τις αρχές μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής μια σύζευξη ανάμεσα σε δυο, φαινομενικά και μόνο, αταίριαστα είδη: την ροκ/ποπ και την κλασσική μουσική και η συντριπτική πλειοψηφία των ποπ και ροκ μουσικών της εποχής εκείνης δοκίμασαν να βάλουν το χέρι τους μέσα στο… βάζο με τη μαρμελάδα της μουσικής του 19ου και του 18ου αιώνα.
Για ποιο λόγο λοιπόν στη δεκαετία του ’70 συναντήθηκαν τόσο επιτυχημένα η «σοβαρή» κι «ακαδημαϊκή» κλασσική μουσική με την πιο «αυθόρμητη» και «πεζοδρομιακή» ροκ κουλτούρα; Rocking the Classics δηλαδή.
Ο μουσικός αταβισμός των ‘60s
Ένας από τους λόγους –κι ίσως ο πλέον βασικός- που τη δεκαετία του 1970 είδαμε αυτό το φοβερό «ξεπέταγμα» της επιρροής της κλασσικής μουσικής στην ροκ της εποχής εκείνης είναι καθαρά χρονολογικός κι ημερολογιακός. Οι μουσικοί της εποχής εκείνης, όλοι τους γεννημένοι τη δεκαετία του 1930 ή του 1940, ήταν απολύτως λογικό να έχουν τη κλασσική μουσική ως σημείο αναφοράς: οι γονείς τους άκουγαν αποκλειστικά κλασσική μουσική, ενώ και οι ίδιοι μεγαλώνοντας στα ‘50s, μην έχοντας άλλες μουσικές επιρροές πέραν του ραδιοφώνου, αναγκαστικά «έμαθαν» να αγαπούν την κλασσική μουσική που έπαιζε το –μοναδικό- ακουστικό μέσο επιμόρφωσης τους.
Ο George Gershwin, ο Claude Debussy, ο Igor Stravinski και ο Sergei Prokofiev ήταν οι άνθρωποι που τότε μονοπωλούσαν, σε μουσικό επίπεδο, τα ερτζιανά της Βρετανίας και των ΗΠΑ –γιατί αν οι δυο αυτές χώρες είχαν την απαίτηση, αντίστοιχα, από τη skiffle και τη folk να «κάνουν παιχνίδι» στα FM, ακόμη θα περίμεναν…
[Σημείωση: υπήρχαν ασφαλώς κι άλλα μουσικά είδη που είχαν τεράστια λαϊκή απήχηση μεταξύ 1920-1950, όπως η ragtime, η rag jazz, η swing, το bebop, το jump blues κτλ, αλλά κανένα άλλο είδος δεν διείσδυσε τόσο πολύ σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ανεξαιρέτως, όσο η κλασσική μουσική.]
Ας το θέσω διαφορετικά: εγώ γεννήθηκα το 1977 και μεγάλωσα στα ‘80s και στα ‘90s ακούγοντας όχι μόνο το δικό μου «τώρα», δηλαδή το grunge, αλλά και όλο το κοντινό παρελθόν της ροκ, από τους Beatles και τους Rolling Stones μέχρι τους Black Sabbath και τους Pink Floyd. Η μουσική μου παιδεία λοιπόν βασίστηκε πάνω σε μουσικές που γράφτηκαν 15 τουλάχιστον χρόνια πριν γεννηθώ.
Αντίστοιχα, όσοι γεννήθηκαν το 1945, δηλαδή οι μουσικοί της δεκαετίας του ’70, αναγκαστικά έστρεψαν και το βλέμμα τους στη jazz, τη soul αλλά και την κλασσική μουσική του 1920 και του 1930. Αντίστοιχα, ένας ποπ μουσικός του 2014, όπως ας πούμε η Lady Gaga ή η La Roux, έχει ως σημείο αναφοράς τη μουσική που γράφτηκε πριν μια 40ετία, δηλαδή τα ‘80s.
Σκεφτείτε το και αμιγώς χρονολογικά: τα ‘60s είναι πιο κοντά στο 1920 και τη μουσική του Μεσοπολέμου απ’ ότι στη σημερινή μουσική του 2024!
Η δεκαετία του 1920 είναι λοιπόν για τους νέους του 1960, ό,τι είναι τα «νοσταλγικά» ‘60s για τη δική μας γενιά. Υπό την έννοια αυτή, οι μουσικοί των ‘60s και των ‘70s μηρύκασαν με αταβιστική ακρίβεια το κοντινό τους παρελθόν, που κατά συντριπτική πλειοψηφία ήταν ακόμη βυθισμένο στην κλασσική μουσική.
Κάποιοι άλλοι απλώς θεώρησαν πως αυτή είναι, στο κάτω κάτω, η φυσική πορεία ενός νέου κιθαρίστα, πιανίστα ή βιολιστή: πρώτα απ’ όλα να ρίξει το μουσικό του βλέμμα στην μουσική παρακαταθήκη (πολύ) περασμένων δεκαετιών. Γιατί, βασικά, αυτή η μουσική ήταν που διδάχτηκε κατά τα πρώτα χρόνια των σπουδών του, τότε που το παιδικό μυαλό είναι σαν ένα σφουγγάρι που ρουφάει τα πάντα.
Ωστόσο, υπάρχει κι ένας ακόμη λόγος που τόσοι και τόσοι μουσικοί των ‘70s δέχτηκαν να μπολιάσουν τις παρτιτούρες τους με κλασσικότροπες επιρροές: η ίδια η «πόπιουλαρ» φύση της κλασσικής μουσικής, ενός είδους που κατά τον 19ο αιώνα απευθυνόταν νομοτελειακά στις μάζες, όπως σήμερα η Beyonce.
Όταν η κλασσική μουσική ανέβαινε τα charts
Ο μεσότιτλος είναι ιντριγκαδόρικος κι απλώς υποστηρίζει πως μεταξύ 1800-1940 η κλασσική μουσική ήταν η ποπ της εποχής της, η μουσική που άκουγε όλος ο κόσμος, από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα μέχρι τους ηλικιωμένους, πλούσιους μεσοαστούς των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Ας το πω πιο λαϊκά: από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά, η κλασσική μουσική ήταν τα «μπουζούκια» της εποχής, ένας τρόπος διασκέδασης όπου ο φτωχός ή πιο εύπορος κοσμάκης επέλεγε για να ξεσκάσει.
Η μετάβαση βέβαια κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν: μέχρι την εποχή του Mozart, η κλασσική μουσική ήταν αποκλειστικό προνόμιο των βασιλιάδων και των μοναρχών της εποχής εκείνης, οι οποίοι είχαν στις αυλές –και στη δούλεψη τους- μια ολόκληρη στρατιά από μουσουργούς που συνέθεταν όπερες για λογαριασμό τους.
Όμως στα τέλη του 1790 συντελείται μια αλλαγή: από τα σαλόνια των βασιλιάδων η κλασσική μουσική «εκδημοκρατικοποιείται» και μπαίνει σιγά σιγά στην καθημερινότητα του απλού λαού: ιδρύονται τα πρώτα… Fuzz και Gagarin της εποχής και χτίζονται ειδικοί χώροι συναυλιών σε πόλεις όπως η Βιέννη ή το Λονδίνο για να συρρέει εκεί ο κόσμος.
Λίγο μετά, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους και οι πρώτοι συνθέτες-σταρ της εποχής που πληρώνονταν αδρά προκειμένου να γράψουν μια όπερα ή μια συμφωνία. Ο Giuseppe Verdi απολάμβανε στην Ιταλία του 1870 τη δημοφιλία που απολάμβανε το 1995 ο Eros Ramazzotti, όλη η Βρετανία μιλούσε το 1885 για το δίδυμο Gilbert και Sullivan με τον ίδιο τρόπο που το έκανε 80 χρόνια μετά για το δίδυμο Lennon και McCartney.
O Debussy ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα για το Παρίσι κάτι σαν τους Daft Punk του 2015, ενώ ο πιανίστας Franz Liszt όπου κι αν έδινε συναυλίες, έβλεπε από κάτω αντιδράσεις εφάμιλλες με εκείνες που βίωσε και ο συνάδελφος του Jerry Lee Lewis το 1960 (στον Λιστ υπήρχαν αντίστοιχες κορασίδες που, αντί για εσώρουχα, τού πετάγανε… κορσέδες – και όχι κορνέδες).
Επίσης, ο Franz Schubert (ο «εφευρέτης» του τρίλεπτου πιανιστικού ερωτικού τραγουδιού) αποτελούσε την μουσική ενσάρκωση του Elton John με όρους 19ου αιώνα, ενώ το κυρίως ηλικιωμένο κοινό της Γερμανίας τιμούσε από το 1880 κι έπειτα τον Richard Wagner με τον ίδιο τρόπο που οι επισκέπτες του Λας Βέγκας τιμάνε σήμερα τους γηραιούς ποπ σταρ που κολλάνε τα τελευταία τους… μουσικά ένσημα σε κάποιο από τα δεκάδες κλαμπ της «Πόλης της Αμαρτίας».
Αντίστοιχα, αν υπήρχαν τότε charts μουσικών επιτυχιών θα καταδείκνυαν πως το 1812 η “Εβδόμη Συμφωνία” του Ludwig Van Beethoven παιζόταν παντού, σε όλη την Ευρώπη, ούσα το απόλυτο «χιτάκι» της εποχής, σαν το “Stairway To Heaven” των Led Zeppelin που ακουγόταν παντού το καλοκαίρι του 1971.
Ξέρετε τι χαμός γινόταν σε κάθε παράσταση της νέας όπερας του Τζιοακίνο Ροσίνι στη Ρώμη ή το Μιλάνο, μια κατάσταση που ομοίαζε με τα πακτωμένα στάδια και τις γιγάντιες αρένες που έναν αιώνα μετά φιλοξένησαν τις συναυλίες των U2, της Madonna και των Rolling Stones.
Υπάρχει επίσης κι ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που έκανε την κλασσική μουσική γνωστή και προβοκατόρικη: πως, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, υπήρξε εξαιρετικά ριψοκίνδυνη και καθόλου μα καθόλου safe: η κλασσική ήταν το punk του 19ου αιώνα, ένα είδος που πήρε ρίσκα, τσαλάκωσε την κονσερβατουαριστική του εικόνα κι άνοιξε μουσικούς δρόμους.
Λόγου χάρη, ο Τσεχοσλοβάκος Antonin Dvorak με την “Συμφωνία του Νέου Κόσμου” προκάλεσε την οργή πολλών συγχρόνων του που δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την απόπειρά του να εντάξει στοιχεία της αφροαμερικανικής κι ινδιάνικης μουσικής κουλτούρας στις παρτιτούρες του.
Κοινώς, το 1895 όλη η Νέα Υόρκη τον «έκραξε» τρελά, αλλά εκείνος έκανε αυτό που είχε κατά νου, κάπως σαν τον Bob Dylan που 70 χρόνια μετά έγινε «ηλεκτρικός» στο φεστιβάλ του Newport προκαλώντας τους «πιουρίστες» της folk που τον ήθελαν αποκλειστικά «ακουστικό».
Για να μη μιλήσουμε για τον αντίκτυπο που είχε το 1913 η “Ιεροτελεστία της Άνοιξης” του Stravinsky, ένα shock value εφάμιλλο με εκείνο της πρώτης ακρόασης των Black Sabbath ή των Slayer. Και μετά αναρωτιόμαστε πως είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να είχαν επίδραση πάνω στους prog-rock μουσικούς του 1970. Και λίγη επιρροή είχαν.
Από τον Elvis στον Walter κι από εκεί στα Rocking the Classics ‘70s
H πατέντα «δανείσου από τους κλασσικούς συνθέτες» δεν κατοχυρώθηκε φυσικά το 1970, αλλά ακριβώς μια δεκαετία νωρίτερα, όταν η μελωδία του “It’s Now Or Never” του Elvis Presley βασίστηκε εξολοκλήρου πάνω σε αυτή του “O Sole Mio”, ενός ναπολιτάνικου ερωτικού τραγουδιού από το 1898 που παρόλο που δεν εντάσσεται στην κατηγορία «κλασσική μουσική», εντούτοις το έχουν τραγουδήσει όλοι οι μεγάλοι τενόροι του 20ου αιώνα ώστε να θεωρείται σήμερα –έστω και καταχρηστικά- ως σύνθεση ενός κλασσικού μουσουργού.
Πέντε χρόνια μετά, το “A Groovy Kind of Love” των Mindbenders δανείστηκε την κεντρική του μελωδική γραμμή από τη “Σονατίνα σε Σολ Μείζονα” του αγγλοϊταλου συνθέτη Muzio Clementi, συγχρόνου του Mozart.
Και από εδώ και στο εξής η όλη κατάσταση εξελίχθηκε… σκοινί κορδόνι: το γυναικείο συγκρότημα των Shangri-Las βάσισε το τραγούδι του “Past, Present and Future” (1966) πάνω στην μελωδία της “Moonlight Sonata” του Beethoven, την ίδια ακριβώς χρονιά που οι Βρετανοί The Move τραγουδάνε το “Night of Fear” που είναι δανεισμένο από το “1812 Overture” του Tchaikovsky.
Λίγους μήνες μετά, κατά το Καλοκαίρι της Αγάπης του 1967, ένα άγνωστο βρετανικό συγκρότημα, οι Procol Harum, φτάνει μέχρι την κορυφή των charts με το “A Whiter Shade of Pale” που είναι βασισμένο στην “Ορχηστρική Σουίτα αρ. 3 σε Ρε Μείζονα” (γνωστό κι ως “Air on a G String”) του J.S. Bach. Ο “Κανόνας σε Ρε Μείζονα” του Johann Pachelbel (θα μιλήσουμε παρακάτω αναλυτικά γι’ αυτόν) έδωσε την έμπνευση στον Βαγγέλη Παπαθανασίου για το πρώτο σπουδαίο τραγούδι των Aphrodite’s Child, το “Rain and Tears”.
To συμφωνικό έργο “Πλανήτες” (1918) του βρετανού συνθέτη Gustav Holst προσέφερε έτοιμη μουσική «μαγιά» σε τουλάχιστον δυο περιπτώσεις: αφενός στο εξάλεπτο τραγούδι “Invocation & Ritual Dance of the Young Pumpkin” στο άλμπουμ Absolutely Free (1968) των Mothers Of Invention του Frank Zappa κι αφετέρου στο τραγούδι “Mars: The Bringer of War” από το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ Epitaph (1969) των King Crimson. Τέλος, το “I’m Sticking With You” (1969) των Velvet Underground είναι βασισμένο πάνω στη μελωδία της άριας “Dove Sono” από τους “Γάμους του Φίγκαρο” του Mozart.
Ενδιάμεσα, ο Paul McCartney ήταν αυτός που, πρώτος απ’ όλους τους ποπ μουσικούς της εποχής, δοκίμασε να χρησιμοποιήσει μια ορχήστρα εγχόρδων δωματίου για τις ανάγκες της ηχογράφησης του τραγουδιού “Eleanor Rigby”, ενώ η χρήση κλασσικής ορχήστρας επεκτάθηκε και στις ηχογραφήσεις των “A Day In The Life” και “All You Need Is Love”. Αποδεικνύεται τελικά πως παρά το αντισυμβατικό προφίλ του Lennon, o «Macca» ήταν στην πραγματικότητα αυτός που δεν φοβήθηκε στιγμή να προβεί σε μουσικές τομές και πειραματισμούς.
Ωστόσο, η κυκλοφορία που μέχρι σήμερα θεωρείται πως προλείανε το έδαφος για την έλευση αυτού του σφοδρού κύματος αγάπης των ‘70s απέναντι στους κλασσικούς συνθέτες ήταν το άλμπουμ “Switched Οn-Bach” του Walter Carlos το 1968.
Ο τότε παντελώς άγνωστος 29χρονος αμερικανός μουσικός δεν έβαλε απλώς τα έργα του Bach σε πολλά αυτιά της νεολαίας της εποχής, αλλά επίσης μας κατέστησε σαφές πως το μέλλον της μουσικής δεν βρίσκεται μόνο στις κιθάρες και τα τύμπανα, αλλά και σε ένα νέου τύπου συνθεσάιζερ που είχε κάνει την εμφάνιση του: το Moog.
Με την κυκλοφορία του Switched Οn-Bach πάντως, η μουσική των ‘60s είναι πλέον έτοιμη να υποδεχτεί την κλασσική μουσική στις ροκ παρτιτούρες της δεκαετίας του 1970…
Κλέψε κι εσύ έναν κλασσικό συνθέτη
…και την υποδέχεται όντως με τον καλύτερο τρόπο: στα τέλη του 1969 οι Deep Purple θεωρείται ως η πρώτη μπάντα της εποχής που τολμάει να συνεργαστεί με μια ολόκληρη ορχήστρα, τη λονδρέζικη Royal Philarmonic Orchestra, για την ηχογράφηση του Concerto for Group and Orchestra [αν και τυπικά είναι η δεύτερη, καθώς έχουν ήδη προηγηθεί οι Moody Blues που το 1967 συνεργάστηκαν με την London Festival Orchestra για την ηχογράφηση του άλμπουμ Days Of Future Passed, αλλά άντε να το πεις αυτό στους φίλους των Purple…].
Το άλμπουμ των Deep Purple κυκλοφόρησε τις πρώτες ημέρες της νέας δεκαετίας, αποτελώντας το ιδανικό ορεκτικό γι’ αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Λίγο μετά, στο soundtrack της ταινίας «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» (αρχές του 1971) ο Walter Carlos χρησιμοποιεί ως ηχητική υπόκρουση των περιπετειών του Alex De Large μια σειρά από ηλεκτρονικές διασκευές του σε κομμάτια του 19ου και 18ου αιώνα, όπως την “Ενάτη Συμφωνία” του Beethoven, την ουβερτούρα της “Κλέφτρας Κίσσας” και του “Γουλιέλμου Τέλλου” του Gioachino Rossini και το “Pomp and Circumstance” (γνωστού κι ως «ο δεύτερος εθνικός ύμνος της Μεγάλης Βρετανίας») του Edward Elgar.
Η μόδα με το «πάντρεμα» κλασσικής και ροκ/ποπ ξεκινάει κι επισήμως και όλοι οι μουσικοί μοιάζουν σαν έτοιμοι από καιρό σαν θαρραλέοι να ανέβουν στο άρμα της. Και δεν μιλάμε μόνο για εκπρόσωπους της ροκ, που ούτως ή άλλως ήταν η πρώτη επιλαχούσα για να «παίξει» με τη κλασσική μουσική, αλλά μέχρι και υπεράνω πάσης υποψίας βραζιλιάνους μουσικούς σαν τον Eumir Deodato, ο οποίος το 1972 κυκλοφόρησε μια jazz/tropicalia διασκευή του “Also Sprach Zarathustra” του γερμανού συνθέτη Richard Strauss.
Έως και η disco ενέδωσε στη μόδα της υιοθέτησης κλασσικών μοτίβων: στο soundtrack της ταινίας Saturday Night Fever, ο Walter Murphy επιχειρεί μια (εξαιρετική) ντίσκο βερσιόν της “Πέμπτης Συμφωνίας” του Beethoven, ενώ ο David Shire κάνει το ίδιο (αν και λιγότερο επιτυχημένα) με τη “Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό” του Ρώσου Modest Mussorgsky.
Πολλά γνωστά τραγούδια των ‘70s βασίστηκαν πάνω σε κλασσικές μελωδίες περασμένων δεκαετιών: το “Joy” των βραχύβιων Apollo 100 (τραγούδι που χρησιμοποιήθηκε με εξαιρετικό τρόπο στο soundtrack της ταινίας Boogie Nights -1997) βασίστηκε πάνω στο “Jesu, Joy of Man’s Desiring” (“Jesus bleibet meine Freude”) του Bach.
Με τον τρόπο αυτό μια μελωδία που γράφτηκε το 1723 κατάφερε μετά από ακριβώς 250 χρόνια να φτάσει μέχρι το Νο2 των βρετανικών charts!
Οι περισσότεροι γνωρίζουν ασφαλώς πως για τις ανάγκες της σύνθεσης του “All Βy Myself” ο Eric Carmen, κατάκλεψε το “Πιάνο Κονσέρτο Νο2 σε Ντο Ελάσσονα” του Rachmaninoff, ενώ οι Manfred Mann’s Earth Band βάσισαν το τραγούδι τους “Joybringer” πάνω στο “Jupiter” από τους “Πλανήτες” του Holst.
Η πιο αστεία περίπτωση όμως είναι η εξής: το “American Tune” (1973) του Paul Simon βασίστηκε πάνω σε με μια από τις μελωδίες του έργου “Κατά Ματθαίον Πάθη” (1734) του Bach, ο οποίος με τη σειρά του είχε κλέψει τη μελωδία από το “Mein G’müt ist mir verwirret” (1601) του γερμανού μουσουργού Hans Leo Hassler!
Εκτός από τα γνωστά αυτά, υπάρχει και τα λιγότερο προβεβλημένο παράδειγμα του “Burn” (1974) των Deep Purple, το κιθαριστικό ριφάκι του οποίου είναι ακριβής φωτοτυπία του πιανιστικού “Fascinating Rhythm” (1924) του George Gershwin.
Και μετά είναι τυχαίο πως μέχρι σήμερα αποκαλούμε το ροκ της δεκαετίας του 1970 «κλασσικό»;
Οι «προοδευτικές» δυνάμεις της ροκ συντάσσονται με τη κλασσική
Όπως προείπαμε, η κλασσική μουσική υπήρξε ένα είδος που ουδέποτε το έπαιξε safe, δεχόμενο να πειραματιστεί και να κάνει το βήμα παραπέρα ακόμη κι εις βάρος της ίδιας της κλασσικής φόρμας. Πρωτοπόροι σε αυτό ήταν δυο ολλανδικά συγκροτήματα: οι Focus και οι Ekseption. Οι μεν πρώτοι κυκλοφορήσαν το 1974 το άλμπουμ Hamburger Concerto, ένα εξαιρετικό δείγμα «νέο-κλασσικισμού στη ροκ», ενώ ο κιθαρίστας τους, ο Jan Akkerman λίγους μήνες μετά κυκλοφόρησε το σόλο άλμπουμ Tabernakel που κι αυτό μας πάει ένα ταξίδι στον 16ο και 17ο αιώνα, τότε που μεσουρανούσαν κλασσικοί μουσουργοί όπως ο John Dowland.
Οι δε Ekseption κυκλοφορήσαν το 1976 το άλμπουμ Back to the Classics που ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά της διαμάχης «μέχρι ποιο σημείο μπορεί ένας μουσικός της ροκ να πειράξει μια κλασσική σύνθεση;».
Από κοντά ακολουθούν και οι Βέλγοι γείτονες τους, οι Univers Zero που επηρεάζονται κυρίως από τον Ούγγρο Bela Bartók και τον Stravinsky, ενώ και η ιταλική σκηνή δίνει κάποια εξαιρετικά δείγματα σύμπραξης ροκ και κλασσικής, ειδικά στις περιπτώσεις των Murple (το άλμπουμ Io Sono Murple, 1974), των Premiata Forneria Marconi (τα άλμπουμ Storia Di Un Minuto και Per Un Amico, αμφότερα από το 1972) αλλά και των φοβερών New Trolls που κυκλοφορήσαν το καταπληκτικό Concerto Grosso το 1971.
Μια από τις παρενέργειες της υπερβολικής ενασχόλησης με την κλασσική μουσική είναι πως κάποιοι μουσικοί ξαφνικά την «είδαν»… Liszt: αρχής γενομένης από τον πιανίστα Keith Emerson που έφτιαξε το όνομα του με τους The Nice (το άλμπουμ Five Bridges Suite περιέχει διασκευές σε Tchaikovsky και Jean Sibelius) και στη συνέχεια με τους Emerson Lake and Palmer, με τους οποίους μάλιστα κυκλοφόρησε το 1971 ένα ολόκληρο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ κλασσικής μουσικής, το Pictures at an Exhibition, που περιέχει ροκ διασκευές σε έργα του Mussorgsky.
Ο ανταγωνιστής του Emerson είναι ένας νεαρός ξανθός, μακρυμάλλης που παίζει τα πλήκτρα το ίδιο γρήγορα κι επιδέξια με αυτόν: ο Rick Wakeman, αφού πρώτα έχει δώσει τα μουσικά του διαπιστευτήρια ως μέλος των YES, αποκτάει τόση φήμη ώστε τον προσκαλούν οι Black Sabbath να συμμετάσχει στο άλμπουμ τους Sabbath Bloody Sabbath, το 1973, την ίδια ακριβώς χρονιά που κυκλοφορεί το υπέροχο άλμπουμ The Six Wives of Henry VIII. Το επόμενο έτος κυκλοφορεί ένα δεύτερο άλμπουμ τίγκα στην κλασσική έμπνευση, με τίτλο Journey To The Centre Of The Earth, με τον ίδιο να συνεργάζεται με την London Symphony Orchestra και το English Chamber Choir.
Με πλήρη ορχήστρα συνεργάστηκαν και οι Procol Harum το 1972: το Live in Concert with the Edmonton Symphony Orchestra είναι ένα άλμπουμ-σταθμός για τη δισκογραφία τους, με την εκτέλεση του τραγουδιού “Conquistador” να αποτελεί ακόμη και σήμερα υπόδειγμα κλασσικότροπης διασκευής.
Την ίδια εποχή, οι Genesis το ρίχνουν στα αναγεννησιακά μαδριγάλια (ακούστε το “The Musical Box” από το άλμπουμ τους Nursery Cryme του 1971), ενώ στο πλευρό τους συντάχθηκαν και οι Electric Light Orchestra που την ίδια χρονιά κυκλοφορήσαν το ομώνυμο, παρθενικό τους άλμπουμ που αγαπήθηκε πολύ την εποχή εκείνη.
Τόσο οι King Crimson, όσο και οι Van Der Graaf Generator επωφελήθηκαν κι αυτοί από το ξαφνικό αυτό κύμα κλασσικό-φιλίας, καθώς τα περισσότερα ‘70s άλμπουμ τους (όπως τα Larks’ Tongues In Aspic και Still Life, αντίστοιχα) τιμούν ιδιαιτέρως τις κλασσικές επιρροές τους, ενώ ο David Bedford -το έτερο «πουλέν» της Virgin Records στην Βρετανία μετά τον Mike Oldfield- κυκλοφόρησε το συμφωνικό άλμπουμ Star’s End (1974), κάτι μεταξύ avant-garde και κλασσικής μουσικής στα χνάρια του Γάλλου Pierre Boulez.
Και μιας και ο λόγος περί Boulez, η Γαλλία συμμετείχε στο νέο-κλασσικιστικό ρεύμα με δυο μπάντες: τους Clearlight του Cyrille Verdeaux και τους Magma, των οποίων το άλμπουμ Mëkanïk Dëstruktïẁ Kömmandöh αποτελεί τη νοητή συνέχεια του ανατριχιαστικού έργου “Atmospheres” (1961) του Ούγγρου Gyorgy Ligeti.
Ο Κανόνας που έγινε… κανόνας
Για να παραφράσουμε και τον George Orwell, «όλα τα τραγούδια είναι ίσα, όμως κάποια εξ’ αυτών είναι πιο ίσα από τα υπόλοιπα».
Αυτό τουλάχιστον ισχύει στην περίπτωση του “Κανόνα σε Ρε Μείζονα” (“Kanon und Gigue für 3 Violinen mit Generalbass“) του Johann Pachelbel, ενός κομματιού που ναι μεν γράφτηκε το μακρινό 1694, αλλά ακούγεται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μέχρι τις μέρες μας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Σε έναν Κανόνα, δυο ή περισσότερες φωνές επαναλαμβάνουν την ίδια μουσική αλληλουχία, είτε σε ταυτοφωνία, είτε σε διάστημα οκτάβας, με το γαλλικό παιδικό τραγούδι “Frère Jacques” και το βρετανικό του αντίστοιχο “London’s Burning” να αποτελούν δυο τυπικότατα παραδείγματα.
Κάπως έτσι, τα συνολικά οκτώ ακόρντα του Κανόνα του Pachelbel (κατά σειρά Ρε Μείζονα-Λα Μείζονα-Σι Ελάσσονα-Φα Δίεση Ελάσσονα-Σολ Μείζονα-Ρε Μείζονα-Σολ Μείζονα-Λα Μείζονα και φτου ξανά κι απ’ την αρχή) αποτέλεσαν ένα κυκλικό «ριφάκι» που στις αρχές του 18ου αιώνα γνώρισε μια μουσική δημοφιλία εφάμιλλη με το κιθαριστικό ριφ του “Smoke On The Water”.
Ο Pachelbel, χωρίς να το γνωρίζει, άνοιξε μια μουσική «πόρτα», μέσα από την οποία πέρασαν πολλοί σύγχρονοι αλλά και μεταγενέστεροι του, καθώς πλην του “Rain and Tears”, πάνω στον Κανόνα του βασίστηκε το “Go West” των Village People (1979), το “I Should Be So Lucky” της Kylie Minogue (1988), το “Basket Case” των Green Day (1994), το “Don’t Look Back in Anger” των Oasis (1996) και πλείστα άλλα που δεν χωρούν σε αυτό το άρθρο.
Το παρόν και το μέλλον της κλασσικής μουσικής στη ποπ κουλτούρα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η κλασσική μουσική γνώρισε ένα βραχύβιο διάστημα ακόμη μεγαλύτερης άνθησης στα -κυρίως βρετανικά και αμερικανικά μεσοαστικά- λαϊκά ακροατήρια, εκμεταλλευόμενη τις (τρισάθλιες) συλλογές Hooked on Classics, όπου γνωστά κλασσικά κομμάτια διασκευάζονταν στον πιο δημοφιλή ρυθμό της εποχής, τη ντίσκο.
Όμως, το τελικό αποτέλεσμα ξένισε τόσους πολλούς, ώστε αποτέλεσε την ταφόπλακα της κλασσικότροπης αυτής στροφής, βάζοντας τίτλους τέλους στις… στενές επαφές τρίτου τύπου της ροκ με την κλασσική μουσική.
Έκτοτε, η κλασσική μουσική συντηρείται στην ποπ κουλτούρα είτε με διάφορα samples που χρησιμοποιούνται σε δημοφιλή pop και r’n’b τραγούδια (από Janet Jackson μέχρι Beyonce), είτε με πιο ευφάνταστες απόπειρες, όπως τη χρήση μιας μελωδίας του Henry Purcell από την όπερα “Βασιλιάς Αρθούρος” του 1691 για το βασικό keyboard riff του “Love is a Bourgeois Construct” των Pet Shop Boys.
Α, και τον ύμνο του… Champions League, μια σύνθεση του George Frideric Handel από το μακρινό 1727 με τίτλο “Zadok The Priest”.
Τη θέση των «εμπορικών» κλασσικών μουσουργών του 19ου αιώνα σήμερα την έχουν καταλάβει αφενός οι μινιμαλιστές μουσικοί τύπου Michael Nyman, Philip Glass και Wim Mertens, κι αφετέρου οι συνθέτες των κινηματογραφικών soundtracks.
Στις μελωδίες του Danny Elfman αντηχούν τα έργα του Dvorak και οι “Πλανήτες” του Holst, ενώ ο έτερος σπουδαίος κινηματογραφικός συνθέτης, ο John Williams έχει δηλώσει επανειλημμένα πως έχει επηρεαστεί από τις όπερες του Wagner και τα συμφωνικά ποιήματα του Liszt (λόγου χάρη, ακούστε το “Hunnenschlacht” του Liszt και μετά «καπάκι» το soundtrack του Indiana Jones ή εκείνο του Close Encounters Of The Third Kind).
Απομένει να δούμε αν τελικά θα συμβεί αυτό που προέβλεψε σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο βρετανός μουσικοκριτικός Paul Morley, ότι δηλαδή «η κλασσική μουσική είναι σήμερα πολύ πιο επίκαιρη σε σχέση με αυτό που νομίζουμε, καθώς είναι γεμάτη φρέσκες και προβοκατόρικες ιδέες που μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για τη μουσική του μέλλοντος».
Γιατί, όπως άλλωστε είχε τραγουδήσει και στο “Let there be rock” κι ο μακαρίτης ο Bon Scott… «no one knew what they was gonna do, but Tchaikovsky had the news».
25 σημαντικά «rocking the classics» άλμπουμ
1. The Nice Five Bridges Suite (1970)
2. Gershon Kingsley/Leonid Hambro Switched on Gershwin (1970)
3. Deep Purple Concerto for Group and Orchestra (1970)
4. Electric Light Orchestra Electric Light Orchestra (1971)
5. ELP Pictures at an Exhibition (1971)
6. Walter Carlos A Clockwork Orange OST (1971)
7. Βarcley James Harvest Once Again (1971)
8. New Trolls Concerto Grosso (1971)
9. Procol Harum Live in Concert with the Edmonton Symphony Orchestra (1972)
10. PFM Per Un Amico (1972)
11. Apollo 100 Joy (1972)
12. Rick Wakeman The Six Wives of Henry VIII (1973)
13. Magma Mekanik Destruktiw Kommandoh (1973)
14. King Crimson Larks’ Tongues In Aspic (1973)
15. Focus Hamburger Concerto (1974)
16. David Bedford Star’s End (1974)
17. Jan Akkerman Tabernakel (1974)
18. Isao Tomita Snowflakes Are Dancing (1974)
19. Clearlight Symphony (1975)
20. Renaissance Scheherazade and Other Stories (1975)
21. Van Der Graaf Generator Still Life (1976)
22. The Enid In the Region of the Summer Stars (1976)
23. Ekseption Back to the Classics (1976)
24. Univers Zero 1313 (1977)
25. Darryl Way Concerto For Electric Violin (1978)