Το καλλιτεχνικό ταξίδι του Luke Elliot ξεδιπλώθηκε μέσα από την αναζητήση της δικής του αλήθειας και του δικού του τρόπου να διαχειρίζεται πράγματα και καταστάσεις. Η μουσική του ταυτότητα διαμορφώθηκε στις υποφωτισμένες και ιστορικές γειτονιές του Lower East Side του Μανχάταν, όπου το ακατέργαστο ταλέντο του αναμείχθηκε με τον απόηχο της τζαζ και των νεοϋορκέζικων ονείρων. Σύντομα, βρεθηκε να βρίσκει “καταφύγιο” σε διάφορες σκηνές της πόλης, όπως το το Mercury Lounge και το Webster Hall αλλά και το World Café Live της Φιλαδέλφειας.

Η μοίρα, μια από τις ερωμένες του, του έκλεισε το μάτι με την Christa Shaub, την πρώτη μάνατζερ της Rihanna. Μέσω αυτής της σχέσης, ο Luke βρέθηκε στο σταυροδρόμι των ευκαιριών, πρόσωπο με πρόσωπο με έναν νορβηγό δημοσιογράφο και τον Sivert Høyem (Madrugada) που τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα. Αυτή η συνάντηση, σαν μια κοσμική σπίθα, πυροδότησε την καλλιτεχνική δημιουργία του Luke και την είσοδό του στη μουσική βιομηχανία. Ενώ νωρίτερα δεν είχε καν διαβατήριο, βρέθηκε από το New Jersey να περιπλανιέται στα μαγευτικά τοπία της Βόρειας Ευρώπης –εκεί που η καρδιά του παγιδεύτηκε. Στην αγκαλιά της γοητείας του Όσλο και της (πρώην, όπως αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής μας) γυναίκας του, ο Luke βρήκε το κέντρο βάρους του για να ισορροπεί.

Ο Luke, είναι ο τροβαδούρος του πόνου, της αγάπης, των παθών και των λαθών, με ακόρεστη όρεξη για ζωντανές εμφανίσεις. Το γερμανικό Rolling Stone συνέκρινε τον Elliot με μερικούς από τους μεγαλύτερους αφηγητές της εποχής μας: «Το στυλ του Luke Elliot είναι διαχρονικό, τα τραγούδια του λένε ιστορίες και οι συγκρίσεις με τον Leonard Cohen, τον Bob Dylan ή τον Tom Waits δεν είναι ασυνήθιστες».

Το “The Big Wind“, το προηγούμενο άλμπουμ του Luke, αναδύθηκε μέσα από την τρικυμία της ζωής του. Κυκλοφόρησε το 2020 και τα πήγε αρκετά καλά με το τολμηρό αφηγηματικό ύφος του δημιουργού του -ένας σαγηνευτικός δίσκος διανθισμένος με σκιές που θυμίζουν φιλμ νουάρ. Τώρα, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του άλμπουμ με τίτλο “Let’em All Talk”, επικοινωνήσαμε ξανά για να μιλήσουμε γι’ αυτό το νέο κεφάλαιο στη ζωή του. Και λέω «ξανά», γιατί τότε, το 2020, του είχα πάρει συνέντευξη για το Playboy Greece και ομολογώ πως το είχα απολαύσει. Και αυτός, ευτυχώς: «Χαίρομαι που σου ξαναμιλάω. Εκείνη ήταν μια θαυμάσια συνέντευξη».

Παραπάνω, χρησιμοποίησα το μικρό του όνομα, Luke, και όχι το επίθετό του, γιατί όταν έχεις μοιραστεί με έναν άνθρωπο κάποιες από τις βαθύτερες σκέψεις και ανησυχίες σου, έχετε μιλήσει για εθισμούς και θάνατο πίνοντας τζιν με λεμόνι -έστω, κάποτε, μέσω Zoom-, τότε οι αποστάσεις μικραίνουν και οι τυπικότητες χάνονται. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να νιώσετε και εσείς ακούγοντας τα τραγούδια του Luke Elliot, το οποίο ευελπιστώ να ενισχυθεί και από τις παρακάτω γραμμές.

– Θα ήθελα να μου μιλήσεις για την “δολοφονική” μπαλάντα “William Tell”, το δεύτερο singe από το νέο σου άλμπουμ. Πώς εμπνεύστηκες από τον William Burroughs και τη δολοφονία της γυναίκας του; Γιατί επηρεάστηκες από αυτό το story;
Σκεφτόμουν αυτό το τραγούδι εδώ και χρόνια.  Καθόμουν με τον Freddy Holm και τον Bebe Risenfors σε ένα στούντιο και είχα κάποιους από αυτούς τους στίχους στο μυαλό μου, αλλά όχι τη μουσική. Είπα μερικούς από τους στίχους και αμέσως σκέφτηκαν αυτό το όμορφο, τραχύ riff.  Έγραψα το ρεφρέν και μετά απλά εξελίχθηκε από εκεί το κομμάτι. Εκτός από το “Junky” και μερικά δοκίμια, δεν διάβασα πολύ Burroughs.  Ήταν ο φόνος που με γοήτευσε.  Και όχι μόνο με αυτόν. Υπήρχε το περιστατικό με τον Lucien Carr* στη Νέα Υόρκη.  Και όλη η ηρωίνη και το αλκοόλ στην ιστορία.  Ήταν η απόλυτη ακολασία με αυτούς τους τύπους…

– Για το τραγούδι “What It Is”, το οποίο επιλέχθηκε ως προπομπός του άλμπουμ “Let ’em All talk”, σημειώνεις ότι το έγραψες για την οικογένειά σου «πριν διαλυθεί». Οπότε υποθέτω ότι είναι άκρως βιωματικό και αναρωτιέμαι τι είδους ψυχικά αποθέματα χρειάζεται ένας καλλιτέχνης για να μπορέσει να πει τη δική του ιστορία και όχι κάποιου άλλου.
Είναι δύσκολο για να το κάνεις αυτό.  Το έγραψα λίγες μέρες πριν χωρίσουμε με τη γυναίκα μου. Της έπαιξα τη δομή του τραγουδιού και το λάτρεψε -δεν είμαι σίγουρος αν άκουσε όμως το τελικό αποτέλεσμα. Ήμουν τόσο απελπισμένος όταν το έγραψα. Ήξερα ότι τα πράγματα πήγαιναν κατά διαόλου και δεν είχα άλλες επιλογές. Ήλπιζα ότι το τραγούδι θα την κρατούσε -δεν έγινε έτσι. Όσον αφορά το ψυχικό απόθεμα, ήταν περισσότερο μια έκκληση παρά οτιδήποτε άλλο. Παρακαλούσα σε εκείνο το σημείο, ή ήμουν έτοιμος να παρακαλέσω, ή ήξερα ότι η θλίψη ήταν ακριβώς στη γωνία και με περίμενε.

– Ποια είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ του “Let’em All Talk” και του “The Big Wind”, του προηγούμενου άλμπουμ σου;
Το “Let em all Talk” είναι πολύ πιο σκληρό. Είναι λιγότερο ασφαλές.

– Ξεκίνησες από τη Νέα Υόρκη, ο έρωτας με την πρώην γυναίκα σου σε έκανε να πας στο Όσλο, πού βρίσκεσαι τώρα που μιλάμε;
Αυτή τη στιγμή γράφω από το Όσλο. Παρόλο που χωρίσαμε, αποφάσισα να συνεχίσω να μένω εδώ για την κόρη μου και τη δουλειά μου.

– Θα μπορούσες να δώσεις έναν τίτλο στο ταξίδι της ζωής σου, όπως αυτό καταγράφεται μέχρι τώρα;
(γέλια) Δεν ξέρω.  «Αύριο θα είναι καλύτερα». Πώς σου φαίνεται αυτό;

Φωτ.: Klara Fowler

– Πριν καταλήξεις φτάσουμε στο σήμερα, με τους δίσκους σου, τις συνεντεύξεις κ.λπ., έπαιζες σε μικρά μπαρ στο Μανχάταν. Ένας μποέμ μουσικός στο Big Apple που είχε όνειρα. Τελικά όλα τα όνειρά σου έγιναν πραγματικότητα;
Όχι, θεωρώ ότι έχω αποτύχει σε πολλούς τομείς. Αλλά κάνω μια συνεχής προσπάθεια για να γίνω καλύτερος. Νομίζω ότι αυτό είναι το νόημα της ζωής. Να κάνεις έναν απολογισμό των όσων έχεις κάνει και να προσπαθείς να πετύχεις μεγαλύτερους στόχους. Δεν έχω πλησιάσει καν εκεί που θέλω να είμαι. Ίσως αυτό να είναι αχάριστο. Δεν είμαι σίγουρος…

– Είναι αυτός ο δρόμος, από τα χαμηλά στο υψηλά, ο σωστός για έναν καλλιτέχνη; Σε βοήθησε αυτή η κατάσταση με οποιονδήποτε τρόπο;
Η ζωή μου ήταν διπολική από αυτή την άποψη. Είτε όλα θα είναι καλά είτε θα είναι όλα άσχημα.  Πολύ δραματικό.  Προσπαθώ, όμως, να το αλλάξω αυτό.  Θέλω να βρίσκομαι κάπου στη μέση των συναισθηματικών καταστάσεων.

– Την τελευταία φορά που μιλήσαμε, είχες αναφέρει ότι ο Graham Greene, ο Tennessee Williams, ο Philip Roth και ο Charles Bukowski είναι μερικοί από τους αγαπημένους σου συγγραφείς -τώρα ξέρουμε ότι είναι και ο William Burroughs. Με ποιους τρόπους αυτές οι προσωπικότητες διαμόρφωσαν τον λυρικό σου κόσμο;
Το είπα αυτό για τον Bukowski; Χριστέ μου, πρέπει να ήμουν μεθυσμένος. (γέλια) Στην πραγματικότητα, έγραψα μια έκθεση για το “Junky” όταν ήμουν στην έκτη δημοτικού. Νόμιζα ότι η δασκάλα μου θα πάθαινε καρδιακή προσβολή, και αυτό έγινε ακριβώς αφού της παρουσίασα ένα βιβλίο ποίησης του Henry Rollins. Νομίζω ότι κάλεσε τους γονείς μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ με σιγουριά. Ο κόσμος μου διαμορφώνεται από τα πάντα και απ’ όλους όσους συναναστρέφομαι. Είναι κατά κάποιο τρόπο επιλογή το τι αφήνω να ζήσει στον εγκέφαλό μου μακροπρόθεσμα, αλλά και τι όχι.

– Υπήρξε κάποια ιδιαίτερη στιγμή κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “William Tell”; Μπορείς να μας δώσεις κάποια εικόνα από εκείνες τις ημέρες;
Ήταν μια τρομερά δυσάρεστη διαδικασία, δεν υπήρχε πολλή χαρά σε αυτήν. Ήμουν σε εξαιρετικά κακή ψυχολογική κατάσταση. Υπήρχαν βέβαια στιγμές χαράς, πιο ανάλαφρες, αλλά κατάφερα με κάποιο τρόπο να τις καταστρέψω και αυτές. Ήταν μια πάρα πολύ κακή περίοδος για μένα. Ο δίσκος, με πολλούς τρόπους, με κράτησε ζωντανό. Ήταν περισσότερο μια τακτική επιβίωσης.

– Τι σε αγχώνει περισσότερο; Η επιτυχία ή η αποτυχία;
Η αποτυχία. Εύκολο.

– Θα επαναλάβω την ερώτηση που σου έκανα και τότε, πριν από τρία χρόνια: Έχεις την απάντηση στο ερώτημα του Nick Hornby, «άκουγα ποπ επειδή ήμουν δυστυχισμένος ή ήμουν δυστυχισμένος επειδή άκουγα ποπ;», από την ταινία “High Fidelity”; Προσωπικά, ακόμη την ψάχνω την απάντηση μέσα μου.
(γέλια) Ακόμη δεν είμαι σίγουρος. Ακούω ποπ μουσική επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

– Υπάρχει κάτι που σε φοβίζει, είτε ως καλλιτέχνη είτε ως άνθρωπο;
Φυσικά. Φοβάμαι πολλά πράγματα. Προσπαθώ κάθε μέρα να προσποιούμαι ότι δεν φοβάμαι. Πώς είναι αυτή η φράση; «Προσποιήσου μέχρι να τα καταφέρεις» (Fake it til you make it).

– Ο Sivert Hoyem είναι ένα κομμάτι της πορείας σου που αναφέρεται ακόμα. Έχετε επαφές;
Αγαπώ τον “αδελφό” Sivert.  Έχει υπάρξει πολύ καλός φίλος για μένα.  Ναι, μιλάμε τακτικά.

– Νομίζω ότι οι μουσικές σου επιρροές είναι σαφείς, όταν κάποιος ακούσει τα τραγούδια σου: Nick Cave, Bob Dylan, PJ Harvey, ίσως Frank Sinatra ,αλλά και πιο blues πράγματα. Υπάρχει κάποιο όνομα που δεν το “ακούμε” ως επιρροή στη μουσική σου, αλλά εσύ, μέσα σου, ξέρεις ότι έχει συμβάλει -με οποιονδήποτε τρόπο- στα τραγούδια σου;
Ναι, και δεν ξέρω γιατί ο κόσμος δεν μιλάει περισσότερο για το hip-hop μαζί μου. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου όταν μεγάλωνα. Αυτές οι απίστευτες αφηγήσεις των Biggie, NWA, Public Enemy, Tribe Called Quest και πόσα ονόματα ακόμα.

– Η μουσική σου είναι γεμάτη δυνατά συναισθήματα. Κυρίως αγάπη και πόνο. Μου δίνεις την εντύπωση ότι ζεις τα πάντα όπως “πρέπει”, μέχρι τέλους. Είναι αυτός ο δρόμος που σε οδηγεί στην καλλιτεχνική δημιουργία, ως πηγή έμπνευσης, ή είναι μια πιο προσωπική και (α)συνειδητή επιλογή;
Από πολλές απόψεις είναι ένα λάθος αυτή η προσέγγιση. Δεν είναι πάντα καλή ιδέα να ακολουθούμε οτιδήποτε μέχρι τέλους. Κάποια πράγματα πρέπει να τα αφήνουμε στην ησυχία τους. Αυτό, παραλίγο να είναι ο θάνατός μου σε πολλούς τομείς της ζωής μου.

– Πώς σκοπεύεις να προωθήσεις το νέο σου άλμπουμ; Θα κάνεις περιοδεία; Υπάρχει περίπτωση να σε ξαναδούμε στην Ελλάδα;
Σίγουρα! Τα νέα είναι καθ’ οδόν. Θα τα πούμε στην Αθήνα!

Lucien Carr ήταν μια από τις βασικές μορφές του λογοτεχνικού κινήματος Beat Generation της δεκαετίας του 1950, καθώς αυτός σύστησε τους Jack Kerouac, Allen Ginsberg και William S. Burroughs μεταξύ τους. Ένα σημαντικό γεγονός που αφορούσε τον Lucien Carr συνέβη στις 14 Αυγούστου 1944 στη Νέα Υόρκη.

Εκείνη την ημέρα, ο Carr μαχαίρωσε τον David Kammerer (φίλος του Burroughs), έναν άνδρα μεγαλύτερο σε ηλικία -και καθηγητή στο St. Louis- που τον παρενοχλούσε ερωτικά και επανειλημμένως τον παρακολουθούσε -ο Carr ήταν ετεροφυλόφιλος. Το μαχαίρωμα έλαβε χώρα στο πάρκο Riverside στο Μανχάταν. Ο Carr ισχυρίστηκε ότι ο Kammerer τον παρακολουθούσε και του έκανε ανεπιθύμητες προτάσεις και ότι ενήργησε σε αυτοάμυνα. Στη συνέχεια, ο Carr ξεφορτώθηκε το πτώμα του Kammerer, ρίχνοντάς το στον ποταμό Hudson.

Μετά το περιστατικό, ο Carr παραδόθηκε στην αστυνομία και κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία. Η υπόθεση είχε σημαντικό αντίκτυπο στη ζωή των συγγραφέων που συνδέονταν με τη γενιά των Beat, επηρεάζοντας το λογοτεχνικό τους έργο. Ο Kerouac, ειδικότερα, βασίστηκε σε αυτά τα γεγονότα στο μυθιστόρημά του “And the Hippos Were Boiled in Their Tanks” (1945), το οποίο έγραψε μαζί με τον Burroughs. Ο Carr εξέτισε μια σύντομη ποινή φυλάκισης και αργότερα έκανε καριέρα ως εκδότης και συγγραφέας.