Δεν αυτοκτόνησα
όταν τα πράγματα πήγαν στραβά
Δεν έγινα
πρεζάκιας ή δάσκαλος
Προσπάθησα να κοιμηθώ
μα όταν δεν μπορούσα να κοιμηθώ
έμαθα να γράφω
Έμαθα να γράφω
εκείνο που μπορεί να διαβαστεί
μια νύχτα σαν κι αυτή
από κάποιον σαν κι εμένα

-από το ποίημα του Λέοναρντ Κόεν Marita, Please Find Me, I Am Almost 30.

Ο Καναδός ποιητής και τραγουδοποιός Λέοναρντ Κόεν είχε σίγουρα αποδείξει τη δύναμή του να κάνει άνδρες και γυναίκες να δακρύζουν πολύ πριν την είδηση του θανάτου του μια μέρα σαν τη σημερινή του 2016, σε ηλικία 82 ετών. Η τίτλος του Κοέν ως «ο αρχιερέας του πάθους» προέρχεται από την μακρά λίστα συγκινητικών ποιημάτων και τραγουδιών που μας έχει χαρίσει ήδη από τη δεκαετία του 1960, ενώ το τελευταίο 14ο άλμπουμ του, το You Want It Darker, που κυκλοφόρησε λίγο πριν το θάνατό του, θεωρήθηκε από τους κριτικούς ως «το κύκνειο άσμα» και ως «ανάγκη αποχαιρετισμού», κι απέσπασε επαίνους για τη μελαγχολική υφή του. Ο πνευματικός τόνος του έργου του αδιαμφισβήτητα σφραγίστηκε από τα βαθιά και σχεδόν τελετουργικά φωνητικά του – αλλά είχε επίσης χρωματιστεί από την βαθιά πίστη του Κόεν που προερχόταν από την εβραϊκή του κληρονομιά αλλά και τη βουδιστική του πρακτική. Ωστόσο, ο λεγόμενος «πατέρας της μελεγχολίας» είχε δηλώσει ανοικτά ότι κουράστηκε από τέτοια παρατσούκλια, καθώς οι πιο ζοφερές εκφράσεις του διανθίζονταν με αιχμηρό πνεύμα και οι πιο μελαγχολικές μελωδίες του ανυψώνονταν από μια αναπάντεχη κατάληξη. Σε συνέντευξή του στο BBC Radio 2, είχε δηλώσει ότι: «Με τα χρόνια κουράζεσαι να ακούς συνεχώς ότι είσαι ο “πατέρας της μελαγχολίας”».

Παρόλα αυτά «πρίγκιπας του σκότους» αρνήθηκε να παραμείνει στις σκιές. Στο τραγούδι του Anthem του 1992, ο Κόεν τόνισε: «Υπάρχει μια ρωγμή σε όλα, έτσι μπαίνει το φως». Η ειλικρίνειά του σχετικά με τις προσωπικές δυσκολίες που βίωνε, από την απόρριψη μέχρι τη μακροχρόνια κατάθλιψη, δημιούργησε ένα είδος ζεστασιάς και ενσυναίσθησης που αδιαλείπτως συμπεριλάμβανε στη μουσική του, ακόμα κι όταν έπαιζε μπροστά σε πολύ μεγάλο κοινό. Ακόμα και μεγάλοι θαυμαστές του όπως ο Bob Dylan, εκτίμησαν αυτή του την ιδιότητα: «Δεν εντοπίζω καμία απελπισία στους στίχους του Λέοναρντ», δήλωσε στο New Yorker. «Υπάρχει πάντα ένα άμεσο συναίσθημα, σαν να κάνει μαζί σου έναν ειλικρινή διάλογο».

Ο Κόεν δεν φοβήθηκε ποτέ να ανοίξει την καρδιά του ή να αποκαλύψει σκληρές αλήθειες σε κλασικά του κομμάτια όπως το Everybody Knows του 1988: «Everybody knows that the war is over/ Everybody knows that the good guys lost». Ωστόσο, ακόμα και στους πιο σκοτεινούς του στίχους υπήρχε πάντα μια κομψότητα και, τελικά, μια γλυκιά ανθεκτικότητα. Σε συνέντευξή του στον Jarvis Cocker το 2012, ο Κόεν εξήγησε: «όταν τα πράγματα γίνονται πραγματικά άσχημα, απλά σηκώνεις το ποτήρι σου ψηλά, χτυπάς τα πόδια σου στο έδαφος και κάνεις μια μικρή χορευτική μανούβρα, και αυτό είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις».

Η ηλιόλουστη πλευρά του Λέοναρντ Κόεν

Στην ίδια συνέντευξη, ο Κόεν ανέφερε ως έμπνευση τον Αλέξη Ζορμπά (Zorba the Greek): μια ασυνήθιστη αναφορά, ίσως, αλλά όχι εντελώς απροσδόκητη, δεδομένου του ότι ο καλλιτέχνης ήδη από τα 26 του χρόνια είχε βρει ένα ηλιόλουστο καταφύγιο στο νησί της  Ύδρας. Ο φυσικός βιότοπος του Κόεν ήταν τα ηλιόλουστα τοπία, όπως εξηγούσε με τρυφερότητα ο γιος του Άνταμ στο βιβλίο του My Old Man: Tales Of Our Fathers: «Θα βρει ένα κομμάτι ήλιου και θα καθίσει εκεί, σαν μεγάλη γάτα, ακολουθώντας τη διαδρομή του, όπου κι αν πάει». Επίσης όταν πλησίαζε τα 70, είχε βρει μια εσωτερική γαλήνη που ωστόσο κατάφερε να προσαρμόσει στο δικό του στιλ. Ενώ διέμενε σε ένα ησυχαστήριο ζεν βουδιστών στην Καλιφόρνια, διατήρησε την αγάπη του για τον καφέ και τα τσιγάρα, περιγράφοντας τον εαυτό του ως «έναν ατημέλητο μοναχό».

Επίσης αξίζει να αναφέρουμε ότι το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός του Κόεν έχουν σε μεγάλο βαθμό παραβλεφθεί από τη δημόσια εικόνα του. Στο ίδιο βιβλίο, ο Άνταμ δήλωσε: «Γελούσαμε πάντα πάρα πολύ. Παρά την κακή του φήμη ότι, “έχει φωνή σαν πάτο από τασάκι”, ότι είναι “ο πρίγκιπας του σκότους”, και ότι φημίζεται για την βαρύγδουπη μορφή του, είναι ένας από τους πιο εύστροφους ανθρώπους και πραγματικά πολύ γενναιόδωρος με το χιούμορ του. Ο τύπος είναι ξεκαρδιστικός». Το  χιούμορ αυτό έχει αποτυπωθεί σε αμέτρητα έργα του- πάρτε για παράδειγμα τις χιουμοριστικές ρομαντικές αντιφάσεις του One Of Us Cannot Be Wrong από το ντεμπούτο άλμπουμ του 1967, ή τις ατάκες του για μια περιπέτεια που είχε με τη Janis Joplin στο Chelsea Hotel το 1974:

«Μου είπες ότι προτιμάς τους όμορφους άντρες
αλλά ότι για μένα θα έκανες μια εξαίρεση
Και κάνοντας τα στραβά μάτια για κάποιους σαν κι εμάς
που επισκιάζονται από τις φιγούρες της ομορφιάς,
άλλαξες γνώμη και είπες: “Λοιπόν, δεν πειράζει,
είμαστε άσχημοι, αλλά έχουμε τη μουσική”».

Στους στίχους του υπήρχε πάντα μια δύναμη στο να είσαι αουτσάιντερ, και ένα είδος έκστασης στην πτώση – που αποτυπώνεται τέλεια στο πολυδιασκευασμένο Hallelujah (αρχικά κυκλοφόρησε στο άλμπουμ Various Positions το 1984). Μιλώντας στον Stuart Maconie του BBC, ο Κόεν δήλωσε: «Η λέξη “αλληλούια“, είναι τόσο πλούσια  και τόσο άφθονη σε συσχετισμούς. Είναι μια υπέροχη λέξη για να τραγουδήσει κανείς και γι’ αυτό οι άνθρωποι τραγουδούν αυτή τη λέξη εδώ και χιλιάδες χρόνια. Μπροστά στις καταστροφές που συμβαίνουν παντού γύρω μας, μας καλεί σε ένα είδος ευεργετικής ενέργειας, να πούμε “αλληλούια” –  απλά να υμνήσουμε το σύντομό μας ταξίδι στη γη. Είναι πολύ αναζωογονητικό να τραγουδάμε αυτή τη λέξη».

Ακόμα και στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, μετέτρεψε το προσωπικό του τραύμα σε θρίαμβο – με την εξαιρετικά επιτυχημένη επιστροφή του στον 21ο αιώνα μετά τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες που βίωσε, αφού η πρώην μάνατζερ και ερωμένη του έκλεψε εκατομμύρια δολάρια από τους λογαριασμούς του.

Η απάντηση του Κόεν στην θνητότητα ήταν ομορφιά – και ίσως αυτό έγινε πιο εμφανές από ποτέ στο τελευταίο έτος της ζωής του, όταν στην κηδεία της παλιάς του αγαπημένης και μούσας του Marianne Ihlen, ο Κόεν διάβασε την απίστευτα συγκινητική αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς αυτήν, λέγοντας: «Να ξέρεις ότι σε πλησιάζω τόσο πολύ που αν απλώσεις το χέρι σου, νομίζω ότι μπορείς να φτάσεις το δικό μου».

Ο Κόεν μίλησε για τα πιο σπαρακτικά πάθη στη μουσική και στην ποίησή του, που παράλληλα αποτέλεσαν ένα καταφύγιο για τις βασανισμένες ψυχές καθώς κι έναν τόπο λύτρωσης και γαλήνης. «Πάντα μου άρεσε το δράμα», είπε σε ένα πάρτι που είχε γίνει στο Λος Άντζελες για το τελευταίο του άλμπουμ, λίγες εβδομάδες πριν φύγει από τη ζωή. «Σκοπεύω να ζήσω για πάντα».