Ο Μπόνο ήταν 14 ετών όταν πέθανε ο παππούς του. Κατά τη διάρκεια της κηδείας η μητέρα του, Αϊρις, λιποθύμησε. Ο πατέρας του, Μπομπ, και ο Νόρμαν, ο μεγαλύτερος αδερφός του, τη μετέφεραν στο νοσοκομείο και ο Μπόνο πήγε στο σπίτι της γιαγιάς του, όπου μαζεύτηκε η οικογένεια. Λίγη ώρα αργότερα, ένας από τους θείους του ξέσπασε σε κλάματα: «Η Αϊρις πεθαίνει. Επαθε εγκεφαλικό». Και όντως πέθανε. Ο Μπόνο έχασε την μητέρα του λίγο μετά την κηδεία του παππού του. «Εκείνη τη στιγμή, λέει ο Μπόνο, «το σπίτι μου αμέσως εξαφανίστηκε. Μια τρύπα άνοιξε μέσα μου».

Όποιος γνωρίζει έστω και ελάχιστα το «ποιόν» του Πολ Ντέιβιντ Χιούσον, όπως είναι το κανονικό του όνομα, αυτό με το οποίο βαπτίστηκε πριν από 62 ακριβώς χρόνια, γνωρίζει ότι από αυτά που θα πει ο Μπόνο – ή θα διαβάσει από αυτόν – θα πρέπει να κρατήσει ως αληθινό και γνήσιο το 50%. Και από αυτό το 50%, θα πρέπει να «πετάξει» ακόμη ένα 25%, ως αποκύημα της οργιώδους φαντασίας και «υπερβολικής υπερβολικότητας» που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του Ιρλανδού: ήταν ανέκαθεν φαφλατάς, υπερόπτης και με μεσσιανικές τάσεις από μικρός, κάτι που προκύπτει αβίαστα από την ανάγνωση των απομνημονευμάτων του με τίτλο «Surrender: 40 Songs, One Story».

Ο ιρλανδός μουσικός -που πήρε το καλλιτεχνικό του παρατσούκλι όταν, στα 18 του χρόνια, πέρασε τυχαία από ένα κατάστημα με ακουστικά βαρηκοϊας στο Δουβλίνο με το όνομα «Bono Vox» –  σκέφτεται πόσοι ροκ σταρ έχασαν τη μητέρα τους σε κρίσιμη ηλικία, όπως εκείνος: Τζον Λένον, Τζόνι Ρότεν, Μπομπ Γκέλντοφ, Πολ ΜακΚάρτνεϊ. «Οι άνθρωποι που [έχασαν τον γονιό τους σε μικρή ηλικία και] έχουν ανάγκη να αγαπηθούν σε μεγάλη κλίμακα, με 20.000 ανθρώπους να φωνάζουν το όνομά σου κάθε βράδυ, πρέπει γενικά να αποφεύγονται. Κοντολογίς, άνθρωποι σαν και μένα», παραδέχεται ανοικτά ο Μπόνο μιλώντας αποκλειστικά στον Ντέιβιντ Μπρουκς του The Atlantic.

«Μετά τον θάνατό της, σχεδόν ποτέ δεν ξαναμίλήσαμε με τον πατέρα μου για εκείνη. Δεν ήταν απλώς νεκρή· την εξαφανίσαμε», θυμάται ο Μπόνο. «Δεν είχαμε πια εστία, μόνο σπίτι», προσθέτει και επισημαίνει εμφατικά ότι, βαθιά μέσα του, κατηγόρησε τον πατέρα του για το θάνατο της μητέρας του. «Δεν τη σκότωσα εγώ· εσύ τη σκότωσες, αγνοώντας την. Δεν θα με αγνοήσεις και μένα τώρα», γράφει στο βιβλίο του, απευθυνόμενος, εμμέσως πλην σαφώς, στον πατέρα του.

Ο Μπόνο, αμέσως μετά από το καθοριστικό αυτό γεγονός, νιώθει να «πνίγεται και την αυτοπεποίθησή του να εξαντλείται. Αρχίζει να αγωνίζεται στο σχολείο. Θέλει να νιώθει ξεχωριστός, αλλά δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι είναι. Λαχταράει σχεδόν απεγνωσμένα την προσοχή του πατέρα του. Και ανακαλύπτει ότι μπορεί να την κερδίσει μόνο όταν μαλώνουν και όταν παίζουν σκάκι. Δεν μπορεί να τραβήξει την προσοχή του, εκτός και αν τον νικήσει σε κάτι», αναφέρει ο Μπρουκς.

Και αυτό το κάτι είναι οι φωνητικές ικανότητες του – ερασιτέχνη τενόρου – πατέρα του. Ο Μπόνο θέλει να τον ξεπεράσει. Και πασχίζει να γίνει και ο ίδιος τραγουδιστής.

Τότε ήταν που ξεκίνησαν και οι U2, οι οποίοι έκαναν πρόβες σε ένα εξοχικό σπίτι που ήταν χτισμένο άκριβώς έξω από το νεκροταφείο όπου ήταν θαμμένη η Αϊρις. Ο Μπόνο έγραψε το πρώτο τους χιτάκι, το «I Will Follow», με θέμα ένα αγόρι που η μητέρα του πεθαίνει και τον αφήνει ξεκρέμαστο. Το αγόρι λέει στους στίχους ότι «θα την ακολουθήσει» στον τάφο γιατί τού λείπει τόσο πολύ. Πολύ γκοθάς ο Μπόνο, από τα 18 του κιόλας χρόνια. Και λίγο (εσκεμμένα) υπερβολικός. Τυπικός Μπόνο.

Τρεις δεκαετίες αργότερα αντιμετώπισε τελικά την απουσία της και αυτό που του προκάλεσε. Στα 50 του χρόνια κατάφερε τελικά να αντιμετωπίσει κατάφατσα την απουσία της και να γράψει τους στίχους για το τραγούδι «Iris (Hold Me Close)»: «Ο πόνος / στην καρδιά μου / είναι τόσο πολύ μέρος αυτού που είμαι / Κάτι στα μάτια σου / χρειάστηκαν 1.000 χρόνια για να φτάσω μέχρις εδώ».

«Υπερβολικότητα». Αυτό το συναίσθημα βγάζει στον Μπρουκς ο Μπόνο, όση ώρα του μιλάει, είτε για την εκλιπούσα μητέρα του, είτε για ένα οποιοδήποτε άλλο θέμα. «Εχει πολύ από πολλά διαφορετικά πράγματα και χαρακτηριστικά αυτός ο τύπος. Πάρα πολλή ένταση, ευαισθησία, θυμό, αλλά και χαρά», αναφέρει ο δημοσιογράφος του Atlantic.

«Είναι μαξιμαλιστής σχεδόν σε ό,τι και αν κάνει, με ό,τι και αν καταπιαστεί. Τόσο ως μουσικός όσο και ως ακτιβιστής, ο Μπόνο παρουσιάζει διαρκώς ένα μοτίβο υπερβολής, με τους υψηλούς στόχους του μερικές φορές να τον ξεπερνούν. Το ένα μεγάλο project μετά το άλλο, τεράστιες περιοδείες, οικονομική ανάπτυξη στην Αφρική, αντιμετώπιση της κρίσης του AIDS. (Η καταπολέμηση του AIDS και η παγκόσμια φτώχεια είναι οι δύο μεγαλύτεροι στόχοι του.) Μερικοί άνθρωποι βρίσκουν την πληθωρικότητά του ενοχλητική και προσχηματική», τονίζει ο Μπρουκς και ποιος μπορεί να του καταλογίσει ότι δεν είναι όντως έτσι;

Ότι ο Μπόνο έχει μεν όλα αυτά τα στοιχεία βαθιά χαραγμένα μέσα του, αλλά, την ίδια στιγμή, έχει χτίσει προσεκτικά και φροντισμένα με σχεδόν χειρουργική ακρίβεια, όλην αυτήν την εικόνα του φαφλατά και υπερβολικού τύπου που είναι απλά… πληθωρικός σε όλα του;

 

Από πού προέρχεται όμως όλη αυτή η (έμφυτη ή και εν μέρει επίκτητη) πληθωρικότητά του;

«Μια θεωρία είναι ότι ο λεγόμενος “αντιδραστήρας ψυχολογικής σύντηξης” (sic) μέσα του δημιουργήθηκε από τα τραύματα της νιότης του. Ο Μπόνο λαχταράει σαν τρελός να γεμίσει τα κενά, τον θάνατο της μητέρας του, την απουσία του πατέρα του. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η ιστορία του Μπόνο είναι μια ιστορία στέρησης, μια εξιστόρηση της ζωής που πέρασε προσπαθώντας να βρει την αγάπη που στερήθηκε. Ο ίδιος φαίνεται να αποδέχεται αυτή τη θεωρία. Η επιτυχία είναι μια “έκφραση της δυσλειτουργίας”, υποστηρίζει στο βιβλίο του, και, όπως αναφέρει, η ανταμοιβή για πραγματικά πολύ σκληρή δουλειά, η οποία μπορεί να κρύβει κάποιο είδος νεύρωσης. Oι στερημένοι άνθρωποι δείχνουν συνήθως ολοφάνερα τη μνησικακία τους. Δεν φαίνονται ποτέ απόλυτα ευτυχισμένοι, ανεξαρτήτως του πόσα έχουν επιτύχει. Αντίθετα, ο Μπόνο είναι γενικά χαρούμενος, γεμάτος ενέργεια, ενθουσιώδης. Μπορεί, λοιπόν, η αστείρευτη πηγή της ενέργειας και της ορμής του να μην είναι η έλλειψη, αλλά η αφθονία. Ο ίδιος πέρασε άθλια ως παιδί, αλλά από τότε είναι ευλογημένος με σχεδόν όλα όσα μπορεί να προσφέρει σε κάποιον η ζωή. Ισως είναι απλά ενθουσιώδης και θέλει μετά μανίας να εκμεταλλευθεί τα πάντα», γράφει πολύ χαρακτηριστικά ο Μπρουκς.

Βασικά, στα απομνημονεύματά του, ο Μπόνο παραδέχεται ορθά-κοφτά ότι αν δεν είχε βρει τους υπόλοιπους τρεις U2 (και έναν ακόμη κρίσιμο ανθρώπινο παράγοντα, στον οποίο αναφέρεται στη συνέχεια), θα ήταν από χέρι χαμένος.

Βρήκε τον Λάρι Μιούλεν, τον Ανταμ Κλέιτον και τον Ντέιβιντ Εβανς, ο οποίος σύντομα πήρε το καλλιτεχνικό παρατσούκλι The Edge. Τους γνώρισε όλους στο σχολείο. Έγιναν αμέσως κολλητοί φίλοι. Είναι ακόμη μαζί. Εκεί, ο ένας για τον άλλον. Οι U2 δεν έχουν αλλάξει ποτέ σε αυτά τα 43-44 χρόνια που είναι μαζί ως μπάντα. Κανείς δεν αποχώρησε από αυτήν. Κανείς δεν έφυγε για να ξαναγυρίσει -μέχρι και στους Beatles συνέβη αυτό 2-3 φορές, πριν την οριστική τους διάλυση το 1970.

Μετά, όπως αναφέρει, βρήκε και τον Θεό. Τον χριστιανικό. Την πίστη.

«Ο Μπόνο και η συμμορία του ήταν πάνκηδες. Κάποια στιγμή, στο γυμνάσιο, συνάντησαν τη ριζοσπαστική χριστιανική ομάδα Shalom. Ο πατέρας του ήταν καθολικός, η μητέρα του προτεστάντισσα, και δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την Εκκλησία. Αλλά αυτή η περιθωριακή χριστιανική συλλογικότητα ήταν διαφορετική καθώς τα μέλη της αμφισβητούσαν τον υλισμό», γράφει ο Μπρουκς και ο Μπόνο προσθέτει επ’ αυτού:

«Τότε ήταν που σκεφτήκαμε: “Αυτό είναι πολύ πανκ”. Ημασταν, φυσικά, εντελώς ντεμοντέ για την εποχή μας. Πιστεύαμε πραγματικά ότι το να είσαι cool δεν ήταν καθόλου cool».

Όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Μπόνο, τρία πράγματα τον σώζουν μέχρι σήμερα:

Το πρώτο είναι η γυναίκα του, η Αλί, με την οποία είναι μαζί από τα 18 τους χρόνια -είναι συνομήλικοι. «Αυτή είναι το πραγματικό επίκεντρο και “αστέρι” των απομνημονευμάτων του, αυτή είναι που του λέει πότε γίνεται πολύ σοβαρός και χάνει την αίσθηση της κακίας. Αυτή είναι το συναισθηματικό του θεμέλιο και η πνευματική του σύντροφος. «Η Άλι θα σε αφήσει να μπεις μέσα την ψυχή της μόνο αν της το ανταποδώσεις και την αφήσεις να κάνει και εκείνη μια μεγάλη κατάδυση σρτην δική σου ψυχή», γράφει ο Μπόνο.

Το δεύτερο πράγμα που τον σώζει είναι ο ακτιβισμός του. «Πριν από μια δεκαετία περίπου, πήγα σε μια συναυλία των U2. Καθώς πήγαινα σπίτι, ένας από τους ανθρώπους του στενού κύκλου του Μπόνο με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε αν ήθελα να κάνω παρέα μαζί του στο ξενοδοχείο του. Αυτό είναι το όνειρό μου: να κάνω παρέα με έναν ροκ σταρ μετά από μια συναυλία. Έφτασα στο μπαρ του ξενοδοχείου και εκεί ήταν ο Μπόνο, ένας αρχιεπίσκοπος, μερικοί οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας και ένας κυβερνητικός αξιωματούχος της Δυτικής Αφρικής. Καταλήξαμε να μιλάμε για το χρέος του αναπτυσσόμενου κόσμου μέχρι νωρίς το πρωί», αναφέρει ο Μπρουκς, παραδεχόμενος φυσικά ότι:

«Οι διάσημοι και σελέμπριτις ακτιβιστές δεν έχουν πλέον καλή φήμη τώρα τελευταία. Ποιος νοιάζεται τι σκέφτονται οι υπερ-προνομιούχοι ροκ σταρς; Ο Bono έχει σίγουρα πέσει σε πολλές από αυτές τις παγίδες, αλλά είναι επίσης ένας “σελέμπριτι-ακτιβιστής” όπως κανένας άλλος εκεί έξω. Δέχεται να δείξει το πρόσωπό του όχι μόνο σε μεγάλες τηλεοπτικές εκδηλώσεις, αλλά σε και σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με στελέχη του Λευκού Οίκου, ασκώντας πίεση για την ελάφρυνση του χρέους του αναπτυσσόμενου κόσμου και για την παροχή χρημάτων για φαρμάκων για την καταπολέμηση του HIV».

 

 

Το τρίτο πράγμα που τον έσωσε ήταν «η λαχτάρα του Θεού γι’ αυτόν». Βασικά, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, η πίστη του που παραμένει ίδια και αναλλοίωτη όλα αυτά τα χρόνια.

«Η ψυχή του Μπόνο μοιάζει να καίγεται μονίμως για κάτι, και αυτό τον οδηγεί μπροστά, τρέφει την ανάπτυξή του και τις “επουράνιες” φιλοδοξίες του. Ο Μπόνο έχει φτάσει πλέον σε ένα σημείο να νιώθει ευγνώμων για τον πατέρα του», προσθέτει ο Μπρούκς, καταλήγοντας στο πορτρέτο του για τον Ιρλανδό ότι:

«Αυτές τις μέρες, ο Μπόνο – αυτός ο θορυβώδης και αγενής άντρας – λαχταράει τη σιωπή κα την ησυχία. Επισημαίνει συχνά στην κουβέντα μας ότι ο προφήτης Ηλίας έπρεπε ο ίδιος να πάει στη σπηλιά για να ακούσει τον Θεό: “και η φωνή του Θεού δεν ακούστηκε στη βροντή και στον άνεμο, αλλά στον ήχο της σιωπής”, λέει. Σε όλη του τη ζωή, ο Μπόνο επανεφευρίσκει τον εαυτό του. Τώρα σκέφτεται ότι μπορεί να ήρθε πάλι ο καιρός να το ξανακάνει αυτό το κόλπο».

«Η μουσική μπορεί να είναι ένας ζηλιάρης Θεός. Ήταν πάντα το πιο εύκολο πράγμα για μένα. Ξυπνάω πάντα με διάφορες μελωδίες στο κεφάλι μου», λέει. «Αλλά τώρα νιώθω περισσότερο ότι πρέπει να σωπάσω και να ακούσω, να αφουγκραστώ. Και αν θέλω να πάω στο επόμενο επίπεδο της ζωής μου, ίσως χρειαστεί να σκεφτώ όλη μου τη ζωή ξανά», καταλήγει ο Μπόνο.