«You can check out any time you like / but you can never leave».

Όντως έτσι (καταλήγει να) είναι η ιστορία με το «Hotel California» των Eagles, όπως το λέει ο παραπάνω στίχος: «μπορείς να κάνεις τσεκ άουτ από το ξενοδοχείο / αλλά δεν μπορείς ποτέ να φύγεις από αυτό».

Και έτσι πάει το saga εδώ και 46 χρόνια, από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας του συγκεκριμένου τραγουδιού και άλμπουμ -δίσκος που, σημειωτέον, είναι ο δεύτερος πιο ευπώλητος στην ιστορία της δισκογραφίας, πίσω από το «Thriller» του Michael Jackson.

Εδώ και 47 χρόνια, δεν μπορούμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να απαλλαγούμε από αυτό το τραγούδι, που είναι τυλιγμένο γύρω από ένα μυστήριο και μια περίεργη μαγεία που ασκεί σε ακροατές και μελετητές της μουσικής. Και, πλην των όποιων άκρως γραφικών κατηγοριών περί δήθεν σατανισμού και λοιπών μαλακιών, το τραγούδι ξαναέρχεται στην επιικαιρότητα διαμέσου των δικαστικών αιθουσών.

Και των δικηγόρων και των δικαστών, οι οποίοι, αυτοί ειδικά οι τελευταίοι, πρέπει να αποφασίσουν το εξής: Σε ποιον ανήκουν τελικά οι στίχοι του «Hotel California»;

Βλέπετε, εδώ και λίγες εβδομάδες εκτυλίσσεται η εξής περίεργη υπόθεση: τρεις άνδρες κατηγορούνται στο Μανχάταν για το γεγονός ότι κατείχαν περίπου 100 σελίδες που έκλεψαν από τον Αμερικανό μουσικό και ιδρυτή του συγκροτήματος The Eagles, Ντον Χένλεϊ. Οι σελίδες περιλάμβαναν χειρόγραφες νότες και στίχους του άλμπουμ της μπάντας «Hotel California» από το 1976.

Οι Γκλεν Χόροβιτς, Κρεγκ Ινκιάρντι και Έντουαρτ Κοζίνσκι κατηγορήθηκαν για το ότι προσπάθησαν να πουλήσουν το υλικό, αξίας περισσότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια, καθώς και το ότι είπαν ψέμματα σε οίκους δημοπρασίας, υποψήφιους αγοραστές και τις αρχές επιβολής του νόμου σχετικά με τον τρόπο που τα απέκτησαν, όπως αναφέρει το εκτενές και αναλυτικό άρθρο των Los Angeles Times.

Ο εισαγγελέας του Μανχάταν, Άλβιν Μπραγκ, είπε ότι το υλικό περιλαμβάνει στίχους των τραγουδιών «Hotel California», «Life in the Fast Lane» και «New Kid In Town» με πολλούς από αυτούς να έχουν ανακτηθεί μέσω εντάλματος.

Οι τρεις άνδρες, αφού πρώτα δήλωσαν αθώοι στις κατηγορίες για συνωμοσία και εγκληματική κατοχή, στην συνέχεια, σε κοινή δήλωση των δικηγόρων τους, αναφέρθηκε ότι το γραφείο του Μπραγκ «καταγγέλει εγκληματικότητα που δεν υπάρχει και αμαυρώνει με άδικο τρόπο τη φήμη επαγγελματιών. Θα καταπολεμήσουμε αυτές τις αδικαιολόγητες κατηγορίες. Αυτοί οι άνδρες είναι αθώοι».

Οι εισαγγελείς είπαν ότι ένας πιθανός βιογράφος του συγκροτήματος, ο Εντ Σάντερς, έκλεψε τα υλικά στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και τα πούλησε στον Χόροβιτς, έναν έμπορο σπάνιων βιβλίων, το 2005.

Κατόπιν, ο Χόροβιτς πούλησε τα υλικά στους Ινκιάρντι και Κοζίνσκι, οι οποίοι με τη σειρά τους προσπάθησαν να τα πουλήσουν στους οίκους Christie’s και Sotheby’s ή να εξαναγκάσουν τον Χένλεϊ να τα αγοράσει πίσω.

Σε δήλωσή του, ο μάνατζερ των The Eagles, Ίρβινγκ Αζόφ είπε ότι «κανένας δεν έχει το δικαίωμα να επωφεληθεί από την ξεκάθαρη κλοπή αναντικατάστατων τραγουδιών της μουσικής βιομηχανίας. Ανυπομονούμε για την επιστροφή της περιουσίας του Ντον».

Και το ίδιο περιμένει, ασφαλώς, και ο ίδιος ο Χένλεϊ, με την δικαστική υπόθεση να έχει ακόμη να μας δώσει πολλά επεισόδια.

Το τραγούδι πάντως, όπως και να έχει, αποτελεί μια ωδή στην Καλιφόρνια, το Λος Αντζελες και το lifestyle of excess, την ζωή της υπερβολής της δεκαετίας του ’70 στην «πιο ανοικτόμυαλη πολιτεία των ΗΠΑ».

Όλα ξεκίνησαν το 1975 όταν ο κιθαρίστας του συγκροτήματος, Ντον Φέλντερ, πειραματιζόταν με την 12χορδη κιθάρα του και ένα πρώιμο drum machine. Ο Φέλντερ δοκίμασε διάφορους ρυθμούς στα ηλεκτρονικά ντραμς, προσπαθώντας να παντρέψει την ροκ με την ρέγκε, που ήταν το δεύτερο αγαπημένο του είδος μουσικής.

Παρουσίασε το τραγούδι στο (ιδρυτικό μέλος της μπάντας) Μπέρνι Λίντον καθώς και στους δυο αδιαφιλονίκητους «ηγέτες» της μπάντας, τον ντράμερ και τραγουδιστή Χένλεϊ και τον κιθαρίστα Γκλεν Φράι.

Ο Χένλεϊ είπε στον Φέλντερ ότι, όντως, «ακούγεται σαν ένα μεξικάνικο ρέγκε» και κατόπιν το πήρε σε ένα κασετόφωνο, το έβαλε στο αυτοκίνητό του και μαζί με τον Φράι έκαναν μια βόλτα στα περίχωρα του Λος Αντζελες προσπαθώντας να δουν τι εικόνες θα μπορούσε να τους δημιουργήσει, προκειμένου στην συνέχεια να βρουν τους κατάλληλους στίχους να το «ντύσουν».

«Όλοι μας ταξιδεύαμε προς το Λος Άντζελες νύχτα. Κανείς μας δεν ήταν στην πραγματικότητα από την Καλιφόρνια και το σκηνικό αυτό πάντα ήταν κάτι ιδιαίτερο για εμάς. Μπορείτε να δείτε τη λάμψη στον ορίζοντα, τα φώτα και τις εικόνες που αρχίζουν να διαπερνούν το κεφάλι σας στο Χόλιγουντ και όλα τα όνειρα που έχετε. Έτσι αρχίσαμε να γράφουμε και το τραγούδι», είχε πει σε μια συνέντευξή του ο Χένλεϊ το 2008.

Οι δυο άνδρες διανυκτέρευσαν στην συνέχεια στο Beverly Hills Hotel, ένα μέρος άκρως σημαδιακό για το συγκρότημα, καθώς η πρόσοψη του ξενοδοχείου είναι αυτή που απεικονίζεται και στο εξώφυλλο του άλμπουμ.

Όσο βρίσκονταν μέσα εκεί, ο Φράι σκέφτηκε το… λιμπρέτο του τραγουδιού: ένα σενάριο, στο οποίο ένας κουρασμένος ταξιδιώτης σταμάτησε για να περάσει την νύχτα του σε ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν πραγματικά… στη μέση του πουθενά. Εκεί θα διαπίστωνε ότι με το που περνούσε το κατώφλι του. θα έμπαινε σε έναν άλλον κόσμο, «σαν ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς “Ζώνης του Λυκόφωτος” όπου κάθε φορά που ανοίγει μια πόρτα, αυτός θα περνά και σε μια ξεχωριστή διάσταση», όπως είπε ο ίδιος ο Φράι μερικά χρόνια μετά.

Τέλος, αυτό το lifestyle of excess, η ζωή της απόλυτης υπερβολής, αποτυπώνεται στους στίχους «Her mind is Tiffany twisted, she got the Mercedes bends / She got a lot of pretty pretty boys, she calls friends», που απευθύνονταν στην τότε κοπέλα του Χένλεϊ, την Λόρι Ρόντκιν, η οποία ήταν τρελαμένη με την ακριβή ζωή, αγοράζοντας κοσμήματα από τα Tiffany’s και ακριβές Μερσεντές για να κυκλοφορεί.

 

Αυτή είναι και η πραγματική σημασία του τραγουδιού: τα μέλη του συγκροτήματος – όπως προέιπαμε, όλα τους καταγόμενα όχι από την Καλιφόρνια, αλλά από φτωχές και επαρχιακές περιοχές αμερικανικών πολιτειών – δεν είχαν δει και βιώσει ποτέ τους από κοντά όλο αυτό το κλίμα της απόλυτης τρυφηλότητας των μέσων της δεκαετίας του ’70. Και δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα μέλη των Eagles γρήγορα έγιναν θιασώτες και κοινωνοί αυτού του κλίματος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο: ο Χένλεϊ ξόδεψε την μισή του περιουσία σε κόκα και ο Φράι έπαιζε τζόγο, χάνοντας χιλιάδες δολάρια.

Κάπου εκεί, ανάμεσα σε μεθυσμένους από ναρκωτικά, αλκοόλ και τον καπνό από τα τσιγάρα και τους μπάφους ακροατές, χάθηκε και το νόημα του «Hotel California». Κάπου εκεί γύρω στο 1977 άρχισαν να σέρνονται οι πρώτες φήμες ότι το τραγούδι δήθεν μιλάει για τον Σατανά. Σύμφωνα με κάποιες από αυτές τις θεωρίες, ο τίτλος του τραγουδιού αναφερόταν στην έδρα της «Εκκλησίας του Σατανά» του Άντον ΛαΒεϊ, ο οποίος έχει γράψει τη «Βίβλο του Σατανά».

Επίσης, για πολλά χρόνια οι αηδίες αυτές θα συνεχίζονταν και την δεκαετία του ’80 ξεκίνησε μια βλαμμένη φήμη ότι αν έπαιζες το βινύλιο ανάποδα, θα ακούγονταν σατανιστικά μηνύματα. Πιο συγκεκριμένα, εκεί που το τραγούδι λέει «In the middle of the night, just to hear them say» («Στη μέση της νύχτας, απλώς τους ακούω να λένε»), στο ανάποδο παίξιμο θα ακουστεί το «Satan he hears this, he had me believe in him» («Ο Σατανάς ακούει αυτό και τον έκανε να πιστέψει σε εκείνον»).

Προφανώς, τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει και καμία έστω και υποτυπώδης αχλή περί δήθεν σατανισμού δεν μπορεί να το αμαυρώσει. Αποτελούν όμως, μαζί με την νομική υπόθεση των στίχων του τραγουδιού, μια ακόμη απόδειξη γύρω από την διαρκή και μυστηριακή γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί το συγκεκριμένο τραγούδι σε παλιούς και νέους ακροατές, 46 χρόνια μετά την κυκλοφορία του.