Το 1963 ήταν πλέον ξεκάθαρο πως το αμερικανικό κοινό είχε πια βαρεθεί τον Elvis, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Τζίμης Πανούσης τραγουδούσε το 1985 «όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου». Η αμερικανική νεολαία είχε αποφασίσει να γυρίσει τη πλάτη της στο μουσικό φαινόμενο των ‘50s και να βαδίσει προς «άλλες πολιτείες, αναρχικές». Κι αν όχι απαραίτητα αναρχικές, σίγουρα πιο αναρχοαυτόνομες απ’ αυτούς τους νερόβραστους τύπους που τους σέρβιραν τα αμερικανικά ΜΜΕ την τελευταία πενταετία: ο Bill Haley είχε καταντήσει Perry Como κι ο Elvis γειτνίαζε, μουσικά μιλώντας, επικίνδυνα με τον Bing Crosby.

Οι ΗΠΑ έχουν λοιπόν τα αυτιά τους στραμμένα στη Βρετανία. Περιμένουν από εκεί την άφιξη του Μουσικού Μεσσία. Όχι όλοι, αλλά τέλος πάντων, οι πιο διορατικοί. Σίγουρα πάντως όχι ο Ed Sullivan, ένας γηραιός και υπερσυντηρητικός αμερικανός παρουσιαστής που ένα πρωινό του Οκτωβρίου του 1963 βρέθηκε στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου, στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 1.000 νεαρές κοπέλες, όλες τους σχεδόν στις αρχές της εφηβείας τους.

«Τι περιμένουν στην αγορά συναθροισμένοι;», ρώτησε ο Sullivan το εντουράζ του για να πάρει την απάντηση πως πρόκειται «για ένα νεανικό συγκρότημα, τους Beatles, που μόλις γύρισε από την πρώτη του περιοδεία στη Σουηδία». Που να το φανταζόταν πως «οι ανθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύση»…

Στις 5 Νοεμβρίου 1963 ο μάνατζερ των Beatles, Brian Epstein ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη προκειμένου να «πλασάρει» στα αμερικανικά ΜΜΕ τον νέο του protégé, έναν 20χρονο ονόματι Billy J. Kramer. Στο Μεγάλο Μήλο συναντήθηκε αρχικά με τον ανιχνευτή ταλέντων και γαμπρό του Sullivan, Peter Pritchard και κατόπιν με τον ίδιο τον παρουσιαστή, τη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου, στη σουίτα του ξενοδοχείου Delmonico όπου διέμενε. Στο μίτινγκ αυτό μπήκαν οι βάσεις της συμφωνίας που προέβλεπε τρεις εμφανίσεις του συγκροτήματος στο σώου του Sullivan, με αμοιβή 10.000 δολάρια (εξωπραγματικό ποσό για την εποχή εκείνη).

Βέβαια το γεγονός παραμένει ένα, πως παρόλη την εμπειρία του στο δημοσιογραφικό κουρμπέτι τόσα χρόνια, ο 63χρονος παρουσιαστής δεν είχε καν τα απαιτούμενα αντανακλαστικά να καταλάβει από μόνος του το αυτονόητο: πως μπροστά στα μάτια του έβλεπε το μέλλον της μουσικής (σαν τον μουσικοκριτικό Jon Landau που το είδε επίσης ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα στο πρόσωπο του Bruce Springsteen).

Το μέλλον όμως δεν γράφεται μόνο με τραγούδια αλλά και με σφαίρες και λίγες ημέρες μετά συνέβη το κοσμοϊστορικό γεγονός που άλλαξε άρδην την ιστορία των ‘60s: στις 22 Νοεμβρίου 1963 ο Lee Harvey Oswald πάτησε τη σκανδάλη, είτε μόνος του, είτε με τη βοήθεια μερικών ακόμη σκοτεινών «κύκλων», ο JFK έπεσε νεκρός και κάπου εκεί μπήκαν οι τίτλοι τέλους στη χαρούμενη και (φαινομενικά) αθώα δεκαετία του 1950, τουλάχιστον όπως μάθαμε να τη βλέπουμε μέσα από το Mad Men και το American Graffiti του George Lucas.

Και όπως γράφει κι ο (πάλαι ποτέ μάνατζερ των Yardbirds και των Wham!, μεταξύ πολλών άλλων) Simon Napier Bell στην εξαιρετική αυτοβιογραφία του/memoir της British Invasion με τίτλο Black Vinyl, White Powder, «μετά τη δολοφονία του αμερικανού προέδρου Κένεντι τον Νοέμβριο του 1963 υπήρχε διάχυτη στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση απαισιοδοξίας και ζόφου. Αυτό ακριβώς το συναισθηματικό κενό έσπευσε να γεμίσει τις ΗΠΑ η έλευση των Beatles: η καλλιτεχνική τους επιρροή ήταν ακριβώς αυτός ο σταθεροποιητικός, εξισορροπητικός παράγοντας που χρειαζόταν μια ολόκληρη χώρα που βρισκόταν σε πένθος. Η ποπ μουσική κατάφερε να ξεπεράσει την πρωτοφανή αυτή πολιτικοκοινωνική κρίση που δημιουργήθηκε με το θάνατο του Κένεντι. Η τάξη είχε αποκατασταθεί. Και γι’ αυτό ευθύνεται κατά συντριπτικό ποσοστό η βρετανική μουσική βιομηχανία».

Ευλογημένοι οι (ερχόμενοι) Beatles του 1964, της Χρονιάς του Δράκου*

Στη 1.20 το μεσημέρι της Παρασκευής 7 Φεβρουαρίου 1964 οι Beatles προσγειώνονται στην πίστα του αεροδρομίου JFK (πρώην αερολιμένας Idlewild που είχε ήδη προλάβει να μετονομαστεί προς τιμήν του εκλιπόντος προέδρου) της Νέας Υόρκης με το Boeing 707 της πτήσης 101 της Pan Am. Οι 23χρονοι John Lennon και Ringo Starr, ο 21χρονος Paul McCartney και ο κατά ένα έτος μικρότερος του George Harrison αντικρίζουν εκατοντάδες κοριτσόπουλα –κι ελάχιστα έως καθόλου αγόρια- να ουρλιάζουν με το που άνοιξαν οι πόρτες του αεροπλάνου.

Οι έφηβοι έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό και ακολούθησαν την αυτοκινητοπομπή με το γκρουπ σε όλη τη διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο Plaza, στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.

Εκεί στη συνέντευξη Τύπου, με 200 δημοσιογράφους από τα μεγαλύτερα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα και εφημερίδες της υφηλίου, ένας έντρομος Brian Sommerville (ο υπεύθυνος τύπου του συγκροτήματος) προσπαθούσε να συντονίσει το απόλυτο χάος. Ανίκανος ων να ηρεμήσει τα ερεθισμένα πνεύματα, τόλμησε να σπάσει το – και καλά – πρωτόκολλο, φωνάζοντας «ε, σκάστε επιτέλους». Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως έπεσε σιγή ασυρμάτου. Η συνέντευξη τύπου πήγε κάπως έτσι:

Δημοσιογράφος: Θα μας τραγουδήσετε κάτι;
Beatles: (με μια φωνή) Όχι!
Δ: Μα γιατί;
Lennon: θέλουμε να πληρωθούμε πρώτα
Δ: ποια η γνώμη σας για τον Μπετόβεν;
Ringo: τον λατρεύουμε. Ειδικά τα ποιήματα του.

(Ιδίως αυτό το τελευταίο είναι απάντηση με attitude… Sex Pistols).

Η συνέντευξη έληξε με τον Paul να δηλώνει ευθαρσώς «έχουμε ένα μήνυμα για όλους εσάς: αγοράστε τους δίσκους μας» και η μπάντα κατόπιν έσπευσε να ξεκουραστεί, ελέω jet lag, στις προεδρικές σουίτες του 12ου ορόφου του Plaza (το εντουράζ έκλεισε όλα τα δωμάτια από το νούμερο 1209 μέχρι και το 1216).

Οι Beatles φτάνουν στις ΗΠΑ

Το επόμενο πρωινό έφτασαν στη ρεσεψιόν 37 σακιά, εντός των οποίων υπήρχαν πάνω από 55.000 επιστολές που οι θαυμαστές του συγκροτήματος ζητούσαν μια από τις 700 διαθέσιμες θέσεις για το πολυδιαφημισμένο σόου της Κυριακής 9 Φεβρουαρίου.

Στις 8 το βράδυ εκείνης της ημέρας, πάνω από 73 εκατομμύρια Αμερικανοί ήταν καθηλωμένοι στους καναπέδες τους περιμένοντας εναγωνίως να βιώσουν ιδίοις όμμασι -και ώσι- το νέο βρετανικό «φρούτο».

Το Ed Sullivan Show του προβαλλόταν από το CBS ήταν μια εκπομπή ποικίλης ύλης –αλλά υπερσυντηρητική και άκρως comme il faut, ακριβώς στο πνεύμα της μετά-Μακαρθικής Αμερικής που φιλοξενούσε στα πλατό της εκπομπής, στο Studio 50 στην νεοϋορκέζικη 53 Street & Broadway, από σταρ του σινεμά και μουσικούς, μέχρι ταχυδακτυλουργούς και εγγαστρίμυθους.

Ο Sullivan βγήκε στη σκηνή κι είπε «Λοιπόν, χθες και σήμερα, το στούντιό μας είναι φίσκα από εκατοντάδες δημοσιογράφους και φωτογράφους όλης της χώρας και όλοι αυτοί οι βετεράνοι συμφωνούν ότι η πόλη δεν είχε ποτέ βιώσει τον ενθουσιασμό που προκάλεσαν αυτοί οι νεαροί από το Λίβερπουλ. Απόψε, θα σας ψυχαγωγήσουν δύο φορές, μία τώρα και μία στο δεύτερο ημίωρο. Κυρίες και κύριοι, οι Beatles!» και αμέσως τα επόμενα λόγια του σκεπάστηκαν από εκατοντάδες κοριτσίστικα ουρλιαχτά –δηλαδή, αυτό που ακουγόταν για τα επόμενα οκτώ λεπτά, σκεπάζοντας ακόμα και τους ίδιους τους Beatles που έπαιζαν στη σκηνή.

Στην αρχή ερμήνευσαν τα “All my loving”, “Till there was you” και “She loves you” στο πρώτο ημίωρο και ύστερα από ένα διάλειμμα, ξαναβγήκαν για να τραγουδήσουν τα “I saw her standing there” και “I want to hold your hand”.

Στο τραγούδι “Till There Was You”, την ώρα που ο Harrison επιδιδόταν σε ένα σόλο πάνω στην Gretsch Country Gentleman κιθάρα του, η κάμερα ζουμάρισε σε καθένα από τα τέσσερα μέλη της μπάντας, και στις οθόνες εμφανίστηκε κάτω από κάθε «Σκαθάρι» το όνομά του, με εκείνο ειδικά του Lennon να συνοδεύεται από τη λεζάντα, με κεφαλαία γράμματα, «Συγγνώμη κορίτσια, είναι παντρεμένος».

Παραβλέποντας τον δημοφιλή αστικό μύθο, πως δήθεν σε όλη τη διάρκεια της μετάδοσης, στη Νέα Υόρκη δεν διαπράχθηκε ούτε ένα έγκλημα, εντούτοις ο καλλιτεχνικός αντίκτυπος ήταν τεράστιος.

«Για πολλούς νέους της εποχής, η εμφάνιση των Beatles στο “The Ed Sullivan Show” ήταν μια καθοριστική στιγμή στη ζωή τους, που συγκρίνεται μόνο με το διάσημο ερώτημα «που βρισκόσουν τη στιγμή της δολοφονίας του Κένεντι;»», λέει ο ιστορικός και μελετητής των Beatles, Bruce Spizer.

Ο τότε 13χρονος Tom Petty είπε πως «βγήκαν στην τηλεόραση και με ισοπέδωσαν», ο τότε 14χρονος Gene Simmons των KISS παραδέχτηκε πως «με συντάραξε το γεγονός ότι τέσσερα αγόρια από το πουθενά μπορούσαν να παίξουν τέτοια μουσική» ενώ ο Ritchie Sambora των Bon Jovi θυμάται πως «ήμουν πέντε χρονών, καθόμουν σταυροπόδι στο σαλόνι, έβλεπα την εκπομπή στην ασπρόμαυρη τηλεόρασή μας και σκεφτόμουν “ουάου, αυτό θέλω να κάνω”».

Λίγες ημέρες μετά, στις 18 Φεβρουαρίου, οι Beatles συνάντησαν τον 22χρονο μποξέρ Cassius Clay (αργότερα Muhammad Ali), στο γυμναστήριό του στη Φλόριδα, μία βδομάδα πριν από τον αγώνα του με τον Sonny Liston, όπου o πρώτος στέφτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών.

Μάλιστα, ο Lennon έγινε έξαλλος όταν ο Clay τους έβαλε να ξαπλώσουν στο πάτωμα, ουρλιάζοντας «Είμαι ο καλύτερος!». «Μας έκανε να φαινόμαστε σαν κλόουν, αλλά ο τύπος αυτός δεν είναι ο καλύτερος, είναι ένα τίποτα!», είπε κατόπιν ο John, κρατώντας το «μανιάτικο» στον μποξέρ τόσο πολύ ώστε στο εξώφυλλο του άλμπουμ Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, επέμενε πεισματικά να μπει η φιγούρα του –λιγότερο διάσημου, αλλά απείρως πιο μετριοπαθούς και προσιτού- Liston! Μετά από σύντομες διακοπές στις παραλίες του Μαϊάμι, οι Beatles επιστρέφουν μέσω Νέας Υόρκης στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου, όπου τους υποδέχονται 10.000 Βρετανίδες σε κατάσταση ομαδικής υστερίας.

Ο θρίαμβος τους στις ΗΠΑ συνεχίστηκε… ερήμην τους, με τη μπάντα να φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη δημοφιλίας τον Απρίλιο, όταν την εβδομάδα 4-11/4 το συγκρότημα κατείχε 12 θέσεις στο κατάλογο Billboard Hot 100 singles chart, ενώ είχε καπαρώσει και τις πρώτες πέντε θέσεις –κατόρθωμα που, έκτατε, κάνεις μουσικός ή μπάντα, δεν έχει καταφέρει να επαναλάβει ή έστω να πλησιάσει.

Για την ιστορία τα 12 τραγούδια των Βeatles ήταν τα:

“Can’t Buy Me Love” (θέση 1)
“Twist and Shout” (2)
“She Loves You” (3)
“I Want to Hold Your Hand” (4)
“Please Please Me” (5)
“I Saw Her Standing There” (31)
“From Me to You” (41)
“Do You Want to Know a Secret” (46)
“All My Loving” (58)
“You Can’t Do That” (65)
“Roll Over Beethoven” (68)
“Thank You Girl” (79)

Το τρελό rollercoaster με το όνομα Beatles συνεχίζεται μέχρι το τέλος του 1964: τον Μάρτιο ο John Lennon κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “In his Own Write” και γίνεται αμέσως best seller.

Στις 14 Ιουνίου φτάνουν στη Μελβούρνη για την αυστραλιανή τους περιοδεία και 250.000 οπαδοί τους τους περιμένουν στο αεροδρόμιο ενώ στις αρχές Ιουλίου κάνει πρεμιέρα το φιλμ “A Hard Day’s Night”. Η χρονιά θα κλείσει σχεδόν επικά με μια περιοδεία πέντε εβδομάδων στις Η.Π.Α και στον Καναδά μεταξύ 19 Αυγούστου- 21 Σεπτεμβρίου και με το διάσημο εκείνο «γάρο» με το οποίο επισφραγίζουν την γνωριμία τους με τον Bob Dylan στο ξενοδοχείο Delmonico της Νέας Υόρκης στα τα τέλη του Αυγούστου.

Είναι πλέον επίσημο: οι Beatles ζουν ζωή χαρισάμενη, σαν ροκ σταρ πρώτου μεγέθους. Ήταν στην κορυφή του κόσμου – και δεν εννοούμε αποκλειστικά του μουσικού.

«Για πρώτη φορά στην ιστορία, το κοινό ζει τις δικές του φαντασιώσεις διαμέσου της τρυφηλής ζωής ενός συγκροτήματος. Οι οπαδοί των Beatles βλέπουν τους τέσσερις ήρωες τους να ζουν τις ζωές που οι ίδιοι θα εύχονταν να βίωναν, αν δεν είχαν να διαβάσουν για το σχολείο, το πανεπιστήμιο ή να πάνε στις βαρετές τους δουλειές», σημειώνει ο Martin Lloyd-Elliot, βρετανός ψυχίατρος με ειδίκευση στην αμφίδρομη σχέση κοινού-μουσικής βιομηχανίας, καταλήγοντας ότι «στην αρχή, με τους Beatles, η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη, όμως από τα τέλη του 1964 και τις αρχές του 1965, οι Rolling Stones πήγαν τις φαντασιώσεις των οπαδών τους σε νέα, αχαρτογράφητα νερά».

(British) Invasion of the music snatchers

Η «βρετανική εισβολή» είχε μόλις αρχίσει, αν κι ορισμένοι, εντελώς τυπικά, ισχυρίζονται πως το πολυθρύλητο British Invasion είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο Νοέμβριο, με τη μεγάλη επιτυχία της Dusty Springfield “I Only Want to be with You”. Όπως και να’ χει, το «πρώτο χτύπημα» των Beatles στην αμερικανική νεολαία θα ακολουθήσει η έλευση συγκροτημάτων όπως η “Αγία Τριάδα” των Rolling Stones, Who και Animals.

Μεταξύ 1964 και 1966, σχεδόν σαράντα βρετανοί καλλιτέχνες γνώρισαν τεράστια αποδοχή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με προεξάρχοντες τον Donovan, τους Hollies, τους Zombies, τους Spencer Davis Group, τους Kinks, τους Dave Clark Five, τους Moody Blues, τους Troggs, τους Yardbirds, τους Small Faces, τους Herman’s Hermits, τους Them, τη Lulu, τον Tom Jones, τους Manfred Mann, τη Marianne Faithfull κ.α.

Και, έτσι, για να «επιστρέψουν» τη φιλοφρόνηση, η «εισβολή» καθαγιάστηκε αμφίδρομα όταν οι πιο ανοικτόμυαλοι Βρετανοί μουσικοί αγκάλιασαν ολόψυχα την μαύρη αμερικανική παράδοση, προεξαρχόντων των Rolling Stones, των Animals και των Who που ήταν επηρεασμένοι περισσότερο από τα αμερικανικά blues μάλλον, παρά από το rock’n’roll. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…

*Σύμφωνα με τη βουδιστική παράδοση, το 1964 ήταν η Χρονιά του Δράκου, που συμβολίζει την εφευρετικότητα και την καινοτομία.