Πολλοί μουσικοί, μηχανικοί ήχου και παραγωγοί δίσκων έχουν δουλέψει στα φημισμένα λονδρέζικα Abbey Road Studios όλα αυτά τα χρόνια, αλλά υπάρχει μόνο ένας που έχει δουλέψει εκεί και με τις τρεις προαναφερθείσες ιδιότητες.
Ο Alan Parsons (Project) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας του Abbey Road, όπως το Abbey Road είναι, ταυτόχρονα, μέρος και της δικής του ιστορίας.
Τα τελευταία 55 χρόνια ο Alan Parsons έχει αποδείξει όχι μόνο ότι είναι προικισμένος με ένα «χρυσό» ζευγάρι αυτιά, αλλά και ότι έχει κατακτήσει πλήρως και στην ολότητά της την τέχνη της ηχογράφησης μέσα από την πολυετή τεχνική εμπειρία του σε συνδυασμό με την επιβλητική αλλά και ήρεμη συμπεριφορά του, ως μηχανικός ήχου και αρχιτέκτονας πάσης φύσεως ήχων.
Προφανώς και εν έτει 2024 δεν υπάρχει κανείς καταλληλότερος άνθρωπος από τον Parsons προκειμένου να μας μιλήσει ενδελεχώς και με όλες τις συγκλονιστικές και ανατριχιαστικές τεχνικές λεπτομέρειες ως προς τις πρακτικές, τη δημιουργικότητα αλλά και τις ιδιορρυθμίες γύρω από την διαδικασία αυτή που ονομάζεται «ηχογράφηση ενός μουσικού άλμπουμ».
Ο, γεννημένος το 1948, Alan εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 16 ετών, όταν άκουσε ότι η δισκογραφική εταιρεία EMI προσέφερε προγράμματα και υποτροφίες μαθητείας των μεθόδων ηχογραφήσεων στις εγκαταστάσεις της στη πόλη Hayes.
Έκανε αίτηση και άρχισε να εργάζεται για την EMI λίγο αργότερα, το 1965, στον τομέα ερευνών της εταιρίας. Του άρεσε η έρευνα, αλλά οδηγούμενος από την αγάπη του για τη μουσική, βρήκε τον εαυτό του να ταυτίζεται πολύ με το τμήμα μαγνητοφώνων, όπου στέλνονταν τα masters των μαγνητοταινιών.
Ένας από τους δίσκους που έφτασαν στα χέρια του εκείνη την περίοδο ήταν το master tape του άλμπουμ «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» των Beatles και ακούγοντας το εν λόγω άλμπουμ, κατάφερε να διακρίνει αδρά για πρώτη φορά το μέλλον του. Πήγε λοιπόν στους ανωτέρους του στην EMI και ρώτησε αν θα μπορούσε να πιάσει δουλειά στα Abbey Road Studios.
Ο Alan τότε δεν είχε κλείσει καν τα 19 του χρόνια και τόλμησε και έγραψε μια επιστολή στο τότε αφεντικό της ΕΜΙ και… ως εκ θαύματος κλήθηκε για μια επαγγελματική συνέντευξη λίγες μέρες αργότερα. Οι γνώσεις του έκαναν μεγάλη εντύπωση στους προϊσταμένους του και ως εκ τούτου άρχισε αμέσως να εργάζεται ως απλός υπάλληλος στα στούντιο του Abbey Road.
Πολύ γρήγορα προήχθη στο ρόλο του «χειριστή μαγνητοταινίας» και η πρώτη του αποστολή ήταν οι ηχογραφήσεις του άλμπουμ «Let it Be» το 1969. Ο 20χρονος Parsons μπαινοέβγαινε διαρκώς στο ίδιο εκείνο στούντιο όπου περνούσαν την μισή τους ημέρα ο John, ο Paul, ο George, ο Ringo, ο George Martin, η Yoko Ono και η Linda Eastman.
Η επόμενη αποστολή του ήταν το άλμπουμ «Abbey Road». Ο Alan είχε ήδη προαχθεί στη θέση του «βοηθού μηχανικού ήχου». Την τελευταία μέρα της ηχογράφησης στα Abbey Road Studios, τον Αύγουστο του 1969, ο Alan θυμάται να παρακολουθεί από τα σκαλιά του διάσημου στούντιο την ώρα που τα τέσσερα «Σκαθάρια» περπατούσαν στη φημισμένη διάβαση και απαθανάτιζαν την εμβληματική φωτογραφία για το εξώφυλλο του άλμπουμ.
Μετά τις εμπειρίες του από τη συνεργασία του με τους Beatles, ο Alan πήρε αυτές τις γνώσεις και συνέχισε ως Α’ μηχανικός ήχου στο Abbey Road, κάνοντας engineering για τους Hollies, τον Roy Harper, τους Wings και κατόπιν στους Pink Floyd σε ένα διόλου ταπεινό και καταφρονεμένο άλμπουμ με τίτλο «The Dark Side of the Moon».
Λαμβάνοντας υπόψη την ποσότητα και την ποιότητα των εξωγενών και μη-προερχόμενων από αμιγή μουσικά όργανα ήχων που αποτελούσαν το DSOTM, είναι απίστευτο, μισόν αιώνα μετά, το ότι ηχογραφήθηκε μόνο από τον Alan και τα μέλη των Pink Floyd.
Επιστρατεύτηκαν ταμειακές μηχανές και κέρματα για να βγουν οι ήχοι του «Money», ο Alan στη συνέχεια επισκέφθηκε ένα συνεργείο επισκευής ρολογιών στο προάστιο του St. John’s Wood για την ηχογράφηση της εισαγωγής στο «Time», ενώ μέσα στο διάσημο αρχείο ήχων του Abbey Road βρέθηκε η ανακοίνωση του αεροδρομίου που ακούγεται στο «On the Run».
Μετά την επιτυχία του The Dark Side of the Moon, ο Alan συνέχισε να ασχολείται με την τεχνική πλευρά της ηχογράφησης, αλλά αυτές οι εμπειρίες αποτέλεσαν ουσιαστικά το έναυσμα για να απομακρυνθεί από το ρόλο του ως μηχανικός ήχου και να ασχοληθεί με μια πιο δημιουργική δουλειά: αυτή του παραγωγού άλμπουμ, κάνοντας την παραγωγή σε δίσκους των Pilot, Ambrosia, Cockney Rebel, John Miles και Al Stewart.
Και κάπου τότε, το 1975, προέκυψε η ιδέα για την δημιουργία των The Alan Parsons Project.
Ένα κοράκι να διηγείται ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας
Ο Alan Parsons γνώρισε τον Eric Woolfson στην καντίνα των Abbey Road Studios το καλοκαίρι του 1974. Ο Woolfson, τραγουδοποιός και συνθέτης, εργαζόταν ως πιανίστας αλλά ακόμη δεν είχε καταλήξει αν θέλει να είναι πάνω στη σκηνή και να παίζει μουσική ή να κινεί τα νήματα παρασκηνιακά, ως (δι)οργανωτής και μάνατζερ.
Όταν ο Parsons ζήτησε από τον Woolfson να γίνει μάνατζέρ του, εκείνος δέχτηκε και στη συνέχεια διαχειρίστηκε την καριέρα του Parsons ως παραγωγού και μηχανικού ήχου.
«Ο Eric μού έκανε την τολμηρή πρόταση να γίνει ο μάνατζέρ μου. Ήμουν αναμφισβήτητα ο πρώτος παραγωγός με μάνατζερ. Αλλά με το συνθετικό και μουσικό του υπόβαθρο, αυτό δεν κράτησε πολύ. Σύντομα γίναμε συνεργάτες», δήλωσε ο Parsons στην αμερικανική εφημερίδα Tallahassee Democrat το 2014.
«Ο Alan και εγώ παρατηρήσαμε τότε την κινηματογραφική βιομηχανία και είδαμε ότι σκηνοθέτες όπως ο Steven Spielberg και ο George Lucas είχαν καταντήσει οι πραγματικοί αστέρες των ταινιών τους. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι και οι δίσκοι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο. Ήταν κάπου λογικό γιατί οι παραγωγοί δίσκων είναι το μουσικό ισοδύναμο αυτών των σκηνοθετών», δήλωσε ο αείμνηστος Woolfson στην εφημερίδα Chicago Tribune το 1986.
Τότε ήταν που έπεσε η αρχική ιδέα. «Ο Eric μου είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να κάνεις ένα concept άλμπουμ. Έχω ήδη έτοιμα μερικά τραγούδια», συνέχισε ο Alan.
Όταν ο Alan τον ρώτησε περί του συγκεκριμένου concept, ο Eric του είπε απλά ένα όνομα, αυτό του Έντγκαρ Άλαν Πόε. «Όταν φοιτούσα στη σχολή λογιστικής, ανακάλυψα άθελά μου ότι καμία ταινία που να βασίζεται σε μια ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε, δεν είχε χάσει ποτέ της χρήματα. Όλες τους ήταν υπερεπιτυχημένες», είχε πει μετά ο Woolfson.
Ο Parsons και ο Woolfson ολοκλήρωσαν αθόρυβα τα τραγούδια τους, ενώ έκαναν ένα πραγματικό… κινηματογραφικό casting σε μια εναλλασσόμενη ομάδα μουσικών. Πολλοί από αυτούς ήταν μέλη των Pilot και Ambrosia, με τους οποίους ο Parsons είχε συνεργαστεί ως παραγωγός.
Το πρώτο άλμπουμ του Project, «Tales of Mystery and Imagination» (1976) κυκλοφόρησε από την 20th Century Fox Records και σημείωσε επιτυχία, φτάνοντας στο Top 40 του αμερικανικού Billboard 200 chart.
Η ηχογράφηση του άλμπουμ στο στούντιο Kingsway Hall του Λονδίνου τούς παρείχε ένα πολυτελές και τεχνικά πλήρες σκηνικό προκειμένου να εργαστούν, αλλά παρουσίαζε και τις δικές της μοναδικές… αστικές προκλήσεις.
Νιώθοντας τη δημιουργικότητά τους να έχει φτάσει στο ζενίθ, το γκρουπ αρνήθηκε να παρακάμψει τους… περιβαλλοντικούς και εξωγενείς θορύβους που συχνά προέκυπταν από το παρακείμενο λονδρέζικο μετρό και κάπως έτσι τους ενσωμάτωσαν στο «Tales of Mystery and Imagination».
«Τα τρένα του μετρό, όταν περνούσαν, σού έδιναν ένα τρομερό βουητό, το οποίο μερικές φορές απαιτούσε την επανάληψη της λήψης. Ήμασταν στη μέση της ηχογράφησης ενός τμήματος του τραγουδιού «The Fall of the House of Usher» και ξαφνικά έρχεται αυτό το φανταστικό βουητό. Αυτός ο ήχος αναμείχθηκε στην τελική μείξη του κομματιού ως ένα υποηχητικό εφέ. Τελικά καταλάβαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να είχαμε διαλέξει καλύτερο μέρος για να ηχογραφήσουμε», δήλωσε ο Woolfson κατόπιν.
Και φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, το άλμπουμ διέθετε ουκ ολίγα αξιομνημόνευτα τεχνικά στοιχεία και λεπτομέρειες. Λόγου χάρη, το τραγούδι «The Raven» ήταν το πρώτο ροκ τραγούδι που χρησιμοποίησε ψηφιακό vocoder, με τον Alan Parsons να τραγουδάει τους στίχους μέσω αυτού για το τελικό εφέ που προκύπτει από τα ηχεία.
Το «Tales of Mystery and Imagination» κυκλοφόρησε σε cd το 1987 και περιλάμβανε την διάσημη αφήγηση από τον ηθοποιό Orson Welles, η οποία είχε μεν ηχογραφηθεί το 1975, αλλά δεν πρόφτασε να συμπεριληφθεί στο αρχικό άλμπουμ.
Στη συνέχεια, και διαβλέποντας την προοπτική μιας ευρύτερης καλλιτεχνικής και εμπορικής επιτυχίας, η Arista Records δέχτηκε και υπέγραψε τους Alan Parsons Project για τα επόμενά τους άλμπουμ.
Η μπάντα είχε πλέον και μια μόνιμη δισκογραφική στέγη.
Το concept album α λα Alan Parsons Project
Οι περισσότεροι από τους δίσκους του Project, ειδικά οι πρώιμες δουλειές, έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά που πιθανότατα επηρεάστηκαν από το άλμπουμ «The Dark Side of the Moon».
Ήταν όλα τους concept άλμπουμ –κινούμενα δηλαδή γύρω από έναν κοινό θεματικό και στιχουργικό πυρήνα – και συνήθως άρχιζαν με μια οργανική εισαγωγή, η οποία «έσβηνε» με fade out μπαίνοντας στη συνέχεια στο πρώτο, συνήθως uptempo, τραγούδι.
Επίσης συχνά είχαν ένα ορχηστρικό (instrumental) κομμάτι στη μέση της δεύτερης πλευράς του LP και έκλειναν πάντα με ένα ήσυχο ή μελαγχολικό θέμα/τραγούδι.
Στο «Tales Of Mystery And Imagination» (1976) το θέμα είναι οι ιστορίες τρόμου του Edgar Allen Poe, στο «Ι, Robot» (1977) ο ρόλος της τεχνολογίας στη ζωή μας, στο «Pyramid» (1978) οι Πυραμίδες της Γκίζας στην Αίγυπτο, το «Eve» (1979) ασχολείται με τη Γυναίκα ως οντότητα και έννοια, το «The Turn Of A Friendly Card» (1980) επικεντρώνεται στην τύχη και στον τζόγο, στο «Ammonia Avenue» (1984) το θέμα είναι η προκατάληψη του κοινού απέναντι στους επιστήμονες, το «Stereotomy» (1985) καταπιάνεται με την επίδραση που έχει η ξαφνική φήμη στους ανθρώπους, το «Gaudi» (1987) με τον ομώνυμο Καταλανό αρχιτέκτονα και το «Freudiana» (1990) με τη ζωή του Ζίγκμουντ Φρόιντ.
Το εναρκτήριο ορχηστρικό κομμάτι καταργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το 1982 και μετά και κανένα μεταγενέστερο του «Eye in the Sky» άλμπουμ των ΑΡΡ δεν περιείχε ένα τέτοιο. Το ορχηστρικό κομμάτι σε αυτό το συγκεκριμένο άλμπουμ, το «Sirius», έγινε τελικά το πιο γνωστό, ή, τουλάχιστον, το πιο συχνά ακουσμένο, από όλα τα ορχηστρικά των ΑΡΡ.
Χρησιμοποιήθηκε ως μουσική από διάφορες αμερικανικές αθλητικές ομάδες, κυρίως από τους Chicago Bulls κατά τη διάρκεια της «δυναστείας» τους στο NBA τη δεκαετία του 1990.
Το γκρουπ των ΑΡΡ ήταν επίσης γνωστό για τη χρήση πολλών διαφορετικών ερμηνευτών αντί για έναν μόνο σταθερό τραγουδιστή. Τα καθήκοντα του τραγουδιστή μοιράζονταν οι Parsons και Woolfson μαζί με καλεσμένους-τραγουδιστές που επιλέγονταν με βάση το φωνητικό τους στυλ για να ερμηνεύουν το κάθε τραγούδι.
Ο Woolfson τραγούδησε lead φωνητικά σε πολλές από τις επιτυχίες του συγκροτήματος, συμπεριλαμβανομένων των Time, Eye in the Sky και Don’t Answer Me, ωστόσο δεν τραγούδησε καθόλου lead vocals στα τέσσερα πρώτα άλμπουμ του συγκροτήματος.
Όταν τα τραγούδια που τραγουδούσε ο Woolfson έγιναν σημαντικές επιτυχίες, η δισκογραφική εταιρεία πίεσε τον Parsons να τον χρησιμοποιήσει περισσότερο. Ωστόσο, ο Parsons προτιμούσε να χρησιμοποιεί πιο τεχνικά ικανούς τραγουδιστές, κάτι που ο Woolfson παραδέχτηκε ανοικτά ότι στην πραγματικότητα ουδέποτε ήταν.
Εκτός από τον Woolfson, οι τραγουδιστές Chris Rainbow, Lenny Zakatek, John Miles, David Paton και ο Colin Blunstone των Zombies έκαναν τακτικές εμφανίσεις. Άλλοι τραγουδιστές, όπως ο Arthur Brown, ο Steve Harley, ο Gary Brooker των Procol Harum, ο Dave Terry a.k.a. Elmer Gantry, ο Geoff Barradale των Vitamin Z και ο Dean Ford των Marmalade, ηχογράφησαν μία ή δύο φορές με τους ΑΡΡ.
Ο ίδιος ο Parsons τραγούδησε lead μόνο σε ένα τραγούδι (The Raven) καθώς και backing vocals σε μερικά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του To One in Paradise.
Και ενώ στο τραγουδιστικό κομμάτι, οι ΑΡΡ επέλεξαν να διαθέτουν ένα τεράστιο ρόστερ τραγουδιστών, αντιθέτως όσον αφορά στους οργανοπαίκτες, μόλις ένας μικρός και σταθερός αριθμός μουσικών συνεργάστηκε τακτικά με τους Alan Parsons Project.
Αυτός ο βασικός και αναντικατάστατος πυρήνας των μουσικών συνέβαλαν στο απολύτως αναγνωρίσιμο ύφος ενός τραγουδιού του ΑΡΡ.
Έτσι, μαζί με τον Parsons και τον Woolfson, το Project αρχικά αποτελούνταν από το… μισό συγκρότημα των Pilot, με τους Ian Bairnson (κιθάρα), David Paton (μπάσο) και Stuart Tosh (ντραμς), ενώ πολλά μέρη συνεισέφερε και ο κιμπορντίστας των Pilot, ο Billy Lyall. Από το άλμπουμ «Pyramid» (1978) και μετά, ο Tosh αντικαταστάθηκε από τον Stuart Elliott των Cockney Rebel. Ο Bairnson έπαιξε σε όλα τα άλμπουμ, ενώ ο Paton έμεινε σχεδόν μέχρι το τέλος.
Ο Andrew Powell εμφανίστηκε ως ενορχηστρωτής της ορχήστρας (και των χορωδιών) σε όλα τα άλμπουμ των ΑΡΡ εκτός από το «Vulture Culture» (1985), καθώς δεν είχε χρόνο γιατί τότε συνέθετε τη μουσική της ταινίας «Ladyhawke» (1985) του Richard Donner. Ο Powell συνέθεσε επίσης κάποιο υλικό για τα δύο πρώτα άλμπουμ των Project.
Μια ομοβροντία από εξαιρετικά άλμπουμ
Μετά την σκοτεινή, γοτθική θεματολογία του ντεμπούτου άλμπουμ του, το Project προχώρησε στην ενασχόληση με την επιστημονική φαντασία στο «I Robot» (1977), του οποίου τα ορχηστρικά (όπως το εξαιρετικό ομώνυμο, του άλμπουμ, κομμάτι και τα «ντροναρισμένα» έγχορδα του Nucleus) και τα χορωδιακά κομμάτια (το μονολιθικό Total Eclipse και το ελεγειακό Genesis Ch. 1 V. 32) είναι από τα πιο ενδιαφέροντα της καριέρας του Parsons.
Το I Wouldn’t Want to Be Like You είναι ένα αρχετυπικό disco-funk jam ενώ το The Voice μοιράζεται το ίδιο μουσικό κλίμα με το Saturday Night Fever των Bee Gees.
Το άλμπουμ καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μουσικών στυλ, από τις ευαίσθητες φανφάρες του εκπληκτικού Some Other Time (ένα από τα 4-5 σπουδαιότερα τραγούδια της αχανούς δισκογραφίας τους) μέχρι τη ρομαντική, με πιάνο και έγχορδα, μπαλάντα Don’t Let It Show.
Το «Pyramid» (1978) περιλαμβάνει και αυτό μερικά φοβερά ορχηστρικά κομμάτια σε στυλ I Robot, όπως το In The Lap Of The Gods, που περνάει σχεδόν ιδανικά από τα ασιατικά γκονγκ στις φανφάρες των χάλκινων πνευστών αλλά και η ηλεκτρονική ντίσκο του Hyper-Gamma-Spaces.
Το δε «Eve» (1979) περιλαμβάνει τα ξέφρενα φολκ-συμφωνικά ορχηστρικά κομμάτια Lucifer και Secret Garden με την δημοτικότητα και την δημοφιλία των ΑΡΡ ολοένα και να αυξάνεται πλησιάζοντας στο τέλος των ‘70s.
Τότε ήταν που οι ΑΡΡ αποφάσισαν να πάρουν μια σημαντική ηχητική στροφή, να αφήσουν λίγο πίσω το ένδοξο prog-rock παρελθόν τους και να μπουν σχεδόν και με τα δυο τους πόδια (και αυτιά) στα χωράφια του ΜΟR/ΑΟR και του λεγόμενου soft-rock.
Δηλαδή του, απογυμνωμένου από αιχμές και μουσικά «αγκάθια» και απολύτως φιλικό απέναντι στον ακροατή του, τραγουδιού, προορισμένου αποκλειστικά για τις ραδιοφωνικές συχνότητες της εποχής.
«Soft rock» είπατε; Κάθε άλλο…
Η δεκαετία του 1970 μνημονεύεται μέχρι και σήμερα στην Αγγλία ως «η δεκαετία της φοροδιαφυγής από το επαχθές 83%».
Όλη η… Premier League της βρετανικής ροκ σκηνής, από τους Rolling Stones μέχρι τους Queen κι από τους Pink Floyd μέχρι τους Genesis, αναγκάστηκαν να γίνουν οικονομικοί μετανάστες και να ζουν εκτός Ηνωμένου Βασιλείου, αρνούμενοι να πληρώνουν έναν δυσβάστακτο φόρο της τάξεως του 83% επί του συνόλου των κερδών τους, σύμφωνα με νόμο που επέβαλλε το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών σε όσους ανήκαν στην πιο κερδοφόρα κατηγορία φορολογουμένων, αυτή των «top earners».
Οι περισσότεροι προτίμησαν τη Γαλλία ή την Ελβετία ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις όπως, π.χ. ο ηθοποιός Michael Caine, ο οποίος μετανάστευσε στο Λος Αντζελες.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ξεκίνησαν το 1979 οι ηχογραφήσεις του «Τhe Turn Of A Friendly Card» (εις το εφεξής ΤΤΟΑFC) στο πριγκιπάτο του Μονακό, όπου είχαν καταφύγει για φορολογικούς λόγους ο Αlan Parsons και ο Eric Woolfson.
Οι δύο βασικοί πυλώνες των Αlan Parsons Project περνούσαν τον χρόνο τους ηχογραφώντας demo μέσα στα οικιακά τους στούντιο, ενώ το βράδυ επισκέπτονταν σχεδόν σε καθημερινή βάση το διάσημο καζίνο του Μόντε Κάρλο, κυρίως παρατηρώντας τους παίκτες και τις αντιδράσεις τους μετά από την νίκη ή την ήττα τους. Στο τσακίρ κέφι, έπαιζαν και οι ίδιοι κανά παιχνίδι μπλακ τζακ.
Κάπως έτσι, ο Eric Woolfson εμπνεύστηκε να αφιερώσει όλο το επόμενο άλμπουμ του συγκροτήματος στο concept των τυχερών παιχνιδιών και του αντίκτυπου που έχουν στην ψυχή είτε ενός κανονικού παίκτη, είτε – ακόμη χειρότερα – ενός άρρωστου τζογαδόρου.
«Ο διευθυντής του καζίνο, Pierre Cattalano, μας εξήγησε τα πάντα, για το πώς λειτουργεί ένας τέτοιος χώρος, και μας έδειξε το Μάτι στον Ουρανό, ένα παράθυρο στο ταβάνι του καζίνο που προσέχει ενδελεχώς το κάθε τραπέζι προκειμένου να διακρίνει αν κάποιος παίχτης κλέβει την μπάνκα και τον κρουπιέρη», αναφέρει η Hazel, η χήρα του Woolfson, ο οποίος πέθανε από καρκίνο το 2009.
Ο Woolfson έφαγε μάλιστα… κόλλημα με μια συγκεκριμένη φράση του Cattalano, ότι «ένα καζίνο δεν είναι εκκλησία, καθώς όλοι οι παίκτες χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές απατεωνιάς, προκειμένου να ξεγελάσουν το περίφημο αυτό Μάτι στον Ουρανό [Τhe eye in the sky]», μια έννοια που όπως θα δούμε, θα τους φανεί πολύ χρήσιμη και τρία χρόνια μετά.
Μετά λοιπόν από εκείνη τη συνάντηση, κατέληξε στο θέμα ενός άλμπουμ όπου τα τυχερά παιχνίδια – και, κατ’ επέκταση, ένα καζίνο – θα αντιμετωπίζονταν ως ένας «ιερός» χώρος διασκέδασης και ανίερης χασούρας.
Εξ ου και το εξώφυλλο του TTOAFC, με τη φιγούρα του Ρήγα Καρό να έχει γίνει βιτρό, δηλαδή υαλογραφία, στο παράθυρο μιας υποτιθεμένης εκκλησίας.
Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν στο παρισινό Acousti Studio στα τέλη του 1979 και ολοκληρώθηκαν στα μέσα του 1980, με το άλμπουμ (το 5ο του συγκροτήματος) να κυκλοφορεί τον Νοέμβριο του 1980.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, το ΤΤΟΑFC αποτελεί το δεύτερο καλύτερο άλμπουμ των Alan Parsons Project μετά το εξωφρενικά άψογο ντεμπούτο τους «Tales Of Mystery And Imagination».
Η πρώτη πλευρά ξεκινά με το “May Be A Price To Pay”, που, όπως κι όλα τα τραγούδια, είναι τίγκα στα χαρακτηριστικά παιανίζοντα σύνθια και στην επιτυχημένη σύμπραξη συμβατικών μουσικών οργάνων με μια πολυμελή ορχήστρα εγχόρδων, την οποία διευθύνει ο Andrew Powell.
Το δε μπάσο του “May Be A Price To Pay”, αν το ακούσετε προσεκτικά στην αρχή του, διαθέτει αυτή τη slap φανκίλα, την οποία συναντούμε και σε άλλα κομμάτια της εποχής, όπως λόγου χάρη στο ξεκίνημα του “Last Train To London” των Electric Light Orchestra.
Ακολουθούν τα δυο σινγκλάκια του άλμπουμ, το “Games People Play” και το “Time” (ευρύτερα γνωστό και ως «Το “Us And Them” των φτωχών») που μαρτυράει και την προϋπηρεσία του Parsons πίσω από την κονσόλα παραγωγής του «Dark Side Of The Moon», ενώ η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με το νερόβραστο (και μοναδικό ψεγάδι) “I Don’t Wanna Go Home”, το οποίο αρχίζει να μπαίνει σε Steely Dan-ικά νερά.
Καθώς λοιπόν η πρώτη πλευρά είναι γεμάτη από ΑΟR/MOR τραγούδια, προορισμένα για το αμερικανικό ραδιόφωνο, κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει πως αυτή η κατηγοριοποίηση των Αlan Parsons Project ως «prog-rock» μπάντα κάθε άλλο παρά ισχύει -εκτός αν ξέρετε κι άλλα συγκροτήματα του προοδευτικού ροκ που έφτασαν μέχρι το νο. 16 και το νο. 15 του Billboard (γιατί μέχρι εκεί σκαρφάλωσαν τα “Games People Play” και το “Time”, αντίστοιχα).
Με το TTOAFC αρχίζει λοιπόν η οριστική μετάλλαξή τους σε radio-friendly συγκρότημα, που όμως δεν ξεχνά το παρελθόν του, όπως φαίνεται περίτρανα στη δεύτερη πλευρά του άλμπουμ.
Αν σε κάτι ξεχώριζαν οι Αlan Parsons Project σε σχέση με τους προγκ-ροκάδες ομοίους τους, ήταν η ικανότητα να φτιάχνουν εντυπωσιακά instrumental κομμάτια, με μουσικές αρετές τις οποίες θα ζήλευαν τα πρωτοκλασάτα σινγκλάκια τους.
Ένα από αυτά είναι και το “The Gold Bug” (ακόμη ένας τίτλος από διήγημα του Poe), το οποίο ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου, αποδεικνύοντας την αγαστή συνεργασία ανάμεσα στους «ρυθμοκλάστες» David Paton στο μπάσο και Stuart Elliot στα τύμπανα.
Και επειδή ο Parsons έκανε το «αγροτικό» του ως μηχανικός ήχου στο «Abbey Road» των Beatles, μάλλον του έμεινε απωθημένο κι είπε να κάνει το δικό του «Abbey Road» στην υπόλοιπη δεύτερη πλευρά, που μετά το “The Gold Bug” ακούγεται απνευστί, καθώς θεωρείται ένα τραγούδι με πέντε υπο-κομμάτια.
Η 16λεπτη σουίτα “The Turn Of A Friendly Card” είναι λοιπόν το μουσικό επίκεντρο του άλμπουμ, ακριβώς όπως και το medley της δεύτερης πλευράς του «Abbey Road». Και η δεύτερη αυτή πλευρά είναι που αποδεικνύει πως, σε αντίθεση με άλλους συγχρόνους τους, οι Αlan Parsons Project μπορούν να πουλάνε το prog rock με τους δικούς τους όρους και (κυρίως) χωρίς να ξεπουλιούνται οι ίδιοι.
Το εισαγωγικό “The Turn Of A Friendly Card (Part One)” φέρει τα μουσικά διαπιστευτήρια μιας prog rock μπάντας με ποπ αισθητική, ισορροπώντας άψογα ανάμεσα στο συμφωνικό ροκ των Barclay James Harvest και την soft pop των Chicago.
To “Snake Eyes” («μάτια του φιδιού» ονομάζονται στο μπαρμπούτι οι δύο άσσοι που όταν τους φέρεις, χάνεις, άρα… είσαι γκαντέμης) πασχίζει να ακουστεί μοχθηρό, αλλά η πλούσια ενορχήστρωση δεν αφήνει τα αγκάθια να ξεπροβάλλουν, δίνοντάς του μια funk-pop χροιά, η οποία μελλοντικά θα γινόταν εμφανής σε κομμάτια μεταγενέστερων συγκροτημάτων όπως οι Muse και οι Μars Volta.
Στο δε “The Ace Of Swords” το τσέμπαλο δίνει μια μεσαιωνική σπρωξιά, κάνοντας το τραγούδι να ακούγεται σαν ο Geoffrey Chaucer να περνούσε τις ώρες του παίζοντας texas holdem εις το διηνεκές.
Το “Nothing Left To Lose” αρχίζει και τελειώνει παραφράζοντας αυτό που είχε πει ο David Bowie, ότι δηλαδή «I don’t know where I’m going from here, but I promise it won’t be boring», ενώ το “The Turn Of A Friendly Card (Part Two)” κλείνει την αυλαία.
Το ίδιο φιλικό στο αυτί τόσο του μέσου prog-rockά, όσο και του μέσου ΑΟR/MORά είναι και το επόμενο άλμπουμ τους, το περίφημο και φοβερά εμπορικό «Eye In The Sky» (1982), του οποίου το απαλό και πιασάρικο ομώνυμο του άλμπουμ τραγούδι (το οποίο εισάγεται στο άλμπουμ από το Sirius) έγινε το απόλυτο μουσικό best seller του Parsons με το άκρως PinkFloyd-ικό funk instrumental Mammagamma (το πρώτο κομμάτι στην ποπ και ροκ ιστορία που δημιουργήθηκε εξολοκλήρου από computer δίχως την συνδρομή φυσικών μουσικών οργάνων) να είναι το έτερο highlight του άλμπουμ.
«Το μόνο για το οποίο μετανιώνω τότε [την εποχή του «Eye In The Sky»] είναι ότι νιώθω πως με κάποιο τρόπο χάσαμε το δρόμο μας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Αν είχαμε αρχίσει να παίζουμε ζωντανά τότε, αντί να ξεκινήσουμε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, θα μπορούσαμε να ήμασταν τόσο μεγάλοι όσο οποιοσδήποτε άλλος», υποστήριξε ο Parsons το 2013 αναφορικά με την επίγευση που τούς άφησε το «Eye In The Sky», ένα άλμπουμ που δεν μπορούσε ποτέ να παιχτεί και να αποδοθεί ζωντανά σε συναυλία και με όλη του την μεγαλοπρέπεια – γι’ αυτό και οι ΑΡΡ ουδέποτε έπαιξαν ζωντανά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, φοβούμενοι ότι ο στουντιακός ήχος των άλμπουμ τους δεν θα μπορούσε με τίποτα να αναδειχτεί και να αναπαραχθεί σε συναυλιακό επίπεδο.
Επίλογος με μια σκακιστική ελεγεία
Το «Ammonia Avenue» (1984) πρόσθεσε στη λίστα των best-seller τους το σούπερ πιασάρικο τραγούδι τους Don’t Answer Me καθώς και μια σειρά από υπέροχα ορχηστρικά κομμάτια όπως το εκπληκτικό Pipeline που κατόπιν «έπαιζαν» ως μουσικό φόντο στις τηλεοπτικής «κάρτες» της εκπομπής «Αθλητική Κυριακή» καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’80 και του ‘90.
Το «Vulture Culture» (1985) ήταν ελαφρώς άνευρο, ενώ το Stereotomy (1986) περιείχε μια σειρά από συνθέσεις που μέχρι και σήμερα συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο περίτεχνες όλης της καριέρας των ΑΡΡ.
Ακόμα καλύτερο ήταν το άλμπουμ «Gaudi» (1987), ένα ξεκάθαρα ποπ άλμπουμ με τραγουδάρες όπως το εννιάλεπτο La Sagrada Familia που αναμειγνύει κλασική μουσική, φλαμένκο και soul.
Το άλμπουμ «Freudiana» (1990), το οποίο χρειάστηκε τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί, είναι ένα μακροσκελές οπερατικό/κλασικότροπο πείραμα που επίσης καλύπτει μια ποικιλία μουσικών ειδών, έστω και όχι τόσο επιτυχημένα όπως οι προκάτοχοί του, κινούμενο κυρίως στα χωράφια της arena-pop, σε μια σύμμειξη με ορχηστρική μουσική και fusion-jazz.
Το στουντιακό τέλος των ΑΡΡ γράφτηκε με ένδοξο τρόπο το 2014, με την κυκλοφορία του, επί χρόνια χαμένου άλμπουμ, «The Sicilian Defence» που πήρε το όνομά του από μια επιθετική κίνηση ενός παίκτη στο σκάκι.
Το άλμπουμ ξεκίνησε να γράφεται και να ηχογραφείται το 1979, όταν ο Parsons και ο Woolfson υπέβαλαν στην δισκογραφική τους εταιρεία Arista ένα αμιγώς instrumental άλμπουμ με αυτόν τον τίτλο.
Η άρνηση, τότε, της Arista να κυκλοφορήσει το άλμπουμ είχε ως αποτέλεσμα το άλμπουμ να μπει στα ράφια και να σκονίζεται μέχρι το 2014, οπότε και είδε επιτέλους το φως του δισκογραφικού ήλιου.
Tον Ιούλιο του 2022, ο Parsons κυκλοφόρησε το έκτο προσωπικό του άλμπουμ με τίτλο «From the New World». Και θα συνεχίσει, ακόμη και στα 76 του, οσονούπω, χρόνια, να συνεχίζει να ψάχνει εναγωνίως και να αναζητά μανιωδώς Θαυμαστούς Νέους Κόσμους της Μουσικής και της Τεχνολογίας προκειμένου να ικανοποιήσει το βαθύ μουσικό σαράκι που τον κατατρώει από εκείνη την ημέρα του 1967, όταν 19 χρονών παιδί, μπήκε στα Abbey Road Studios και έκατσε σε μια κονσόλα ηχογράφησης, έχοντας απέναντί του την μεγαλύτερη ποπ μπάντα όλων των εποχών…