Για να το ξεκαθαρίσω εξαρχής: το «Dark Side Of The Moon» ΔΕΝ είναι το αγαπημένο μου άλμπουμ των Pink Floyd (αυτό είναι το «Atom Heart Mother»). Είναι όμως ένα από τα τρία πρώτα βινύλια που αγόρασα στην (διόλου) τρυφερή ηλικία των 13 ετών (τα άλλα δυο είναι το «Appetite For Destruction» των Guns n’ Roses και το «A Night At The Opera» των Queen), οπότε προφανώς και έχει μια ξεχωριστή και σημαίνουσα συναισθηματική σημασία για μένα.

Και για τους ίδιους τους Floyd, προφανώς, καθώς αποτέλεσε μια… δύσκολη γέννα με πολλά διαδοχικά ups and downs. Αρχικά, ο ίδιος ο τίτλος «Dark Side Of The Moon» ήδη είχε χρησιμοποιηθεί σε έναν, τότε ακόμη ακυκλοφόρητο δίσκο των Medicine Head, έτσι στην περιοδεία του 1972, το άλμπουμ μετονομάστηκε σε «Eclipse, A Piece for Assorted Lunatics». Μετά την αποτυχία του δίσκου των Medicine Head όμως αποκαταστάθηκε πάλι, αρχικά ως «Dark Side Of The Moon, A Piece For Assorted Lunatics» και κατόπιν ως σκέτο «Dark Side Of The Moon».

Η προετοιμασία και η ηχογράφηση για το άλμπουμ θεωρείται ως η πιο ευτυχισμένη περίοδος συνύπαρξης των τεσσάρων μελών μεταξύ τους: είναι φίλοι, συνάδελφοι και μουσικοί συνοδοιπόροι στο ταξίδι αυτό και τίποτα μα τίποτα δεν μπορεί να διασπάσει την ισχυρή τους ένωση. Ακόμη και οι καυγάδες τους, παρόλο που για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή φαίνονται ομηρικοί, είναι οι κλασικοί καυγάδες ανάμεσα σε τέσσερις διαφορετικές, αλλά ταλαντούχες προσωπικότητες που υποστηρίζουν σθεναρά την άποψη τους no matter what. Εξίσου παροιμιώδης είναι και η ικανότητα του Waters να αποδεικνύεται ο πλέον σπαζαρχίδης της παρέας.

Ο Mason διηγείται ένα περιστατικό, όπου σκάει στις ηχογραφήσεις ο μάνατζερ τους, Steve O’ Rourke λέγοντας τους πως «έχω τόσο καλή διάθεση που ό,τι κι αν μου πείτε, δεν πρόκειται να χαλαστώ». «Μετά από ακριβώς επτά λεπτά, ο Steve είχε σηκωθεί από το τραπέζι κι αποχωρούσε από το δωμάτιο, βρίζοντας τον Waters», γράφει ο Mason.

Κάπως έτσι, τον Ιούνιο του 1972 οι τέσσερις Floyd κλείστηκαν στα Abbey Road Studios μαζί με τον αρτιότερο τεχνολογικά εξοπλισμό της εποχής και, για πρώτη φορά, με έναν νέο και ταλαντούχο μηχανικό ήχου, τον Alan Parsons, ο οποίος με τη δουλειά του έθεσε νέα στάνταρ σε αυτό που ονομάζουμε «τετραφωνικό ήχο»: ένα συνονθύλευμα ηχητικών τοπίων και μια στρατιά από στερεοφωνικά ηχητικά εφέ, που δεν είχε αποτυπωθεί ξανά ως τότε σε αυλάκια βινυλίου.

Τα ορχηστρικά μέρη του δίσκου κυριαρχούνται από κυκλικά περάσματα από υπόγεια κρυμμένα συνθεσάιζερ, ακολουθώντας τις μουσικές επιταγές του συνθέτη Terry Riley, «χάδια» από το βαθυστόχαστο σαξόφωνο του Dick Parry και σόουλ ζεστές γυναικείες φωνές, αφηνιασμένες κιθάρες κι επαναλαμβανόμενα θέματα αόριστα τοποθετημένα, δομημένα πάνω σε μπλουζ και ποπ επιρροές, που κάνουν το πολύπλευρο υλικό αποδεκτό από ένα ευρύτατο κοινό. Τα δε θέματα που επέλεξε ο Waters να διατρέχουν στιχουργικά το άλμπουμ είναι διαχρονικά: η ανασφάλεια, η αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων, η τρέλα, ο καταναλωτισμός και ο υλισμός, τα γηρατειά και ο θάνατος, ο χρόνος που περνά –ειδικά αυτή η τελευταία εμμονή είναι σχεδόν περίεργη να δημιουργήθηκε σε έναν άνθρωπο που μόλις είχε κλείσει τα 28 του χρόνια.

Επίσης ο Waters σκέφτηκε κάποιες νέες ιδέες ως εμβόλιμες στα μουσικά μέρη, όπως η μέθοδος των «συνεντεύξεων»: διάφοροι καλεσμένοι απαντούσαν σε ερωτήσεις επί θεμάτων που απασχολούσαν το concept του άλμπουμ [περί τρέλας, παράνοιας και αδυναμίας να ανταποκριθεί κανείς στην απλή καθημερινότητα].

Ανάμεσα σε αυτούς που ερωτήθηκαν ήταν τόσο ο Paul McCartney, όσο και η γυναίκα του, η Linda [που τότε ηχογραφούσαν σε κάποιο διπλανό στούντιο ως Wings το άλμπουμ «Red Rose Speedway»], αλλά οι απαντήσεις τους δεν «πέρασαν» τελικά από το ξεσκαρτάρισμα και δεν ακούγονται στα αυλάκια του δίσκου. Μια από τις απαντήσεις που δόθηκαν στην ερώτηση «πιστεύεις μερικές φορές πως όντως μπορεί να είσαι τρελός;» –και που ανοίγει το άλμπουμ- ήταν η εξής: «υπήρξα τρελός για πολλά χρόνια… δεν είναι εύκολο να εξηγήσω για ποιο λόγο σκέφτομαι τόσο παρανοϊκά, παρόλο που δεν είμαι τρελός» για να «πέσει» καπάκι το ορχηστρικό “Speak To Me”.

Συγκλονιστικό τραγούδι το “Time”, ακόμη πιο συγκλονιστικό το “The Great Gig In The Sky” – το ωραιότερο τραγούδι που ηχογραφήθηκε ποτέ με θέμα τον θάνατο -, τρομακτικά όμορφο το “Us And Them”, και λίγο μετά το καλύτερο φινάλε σε άλμπουμ της δεκαετίας του ’70, με τα “Brain Damage” και “Eclipse”. Το “Money” μπορεί να είναι το μοναδικό Top 20 «χιτάκι» σε χρόνο 7/4, ενώ το “On The Run” θα ήθελαν πολύ να το έχουν γράψει οι Kraftwerk. Όλα, μα όλα στο άλμπουμ αυτό μαρτυρούν μια ποιότητα ηχογράφησης τόσο υψηλή, ώστε ακόμη και σήμερα αποτελεί «μπούσουλα» για πολλά σύγχρονα συγκροτήματα τα οποία προσπάθησαν – ματαίως – να φτάσουν σε εφάμιλλα επίπεδα καθαρότητας και πιστότητας ήχου.

Θρυλικά διττά και αμφίσημα έχουν μείνει φυσικά και τα λόγια που κλείνουν το άλμπουμ, δια στόματος του Gerry O’ Driscoll, θυρωρού στα Abbey Road Studios: «Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Για την ακρίβεια είναι όλο βυθισμένο στο σκοτάδι».

Σε καθαρά μουσικό επίπεδο, δυο είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για το νέο άλμπουμ, ένας ανθρώπινος και ένας τεχνικός: ο τεχνικός ακούει στο όνομα VCS3 (Voltage Controlled Studio), ένα είδος καινοτομικού κίμπορντ-συνθεσάιζερ, δημιουργίας του Peter Zinovieff, επικεφαλής του τμήματος Radiophonics Workshop του BBC. Το VCS3 ευθύνεται για τον απόκοσμο ήχο τόσο του μουσικού θέματος της βρετανικής τηλεοπτικής σειράς Doctor Who, όσο και για την εκπληκτική εισαγωγή στα τραγούδια “Baba O’ Riley” και “Won’t Get Fooled Again” των Who.

Πιο σημαντικός, ωστόσο, είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, ο τότε 25χρονος Parsons. Η δουλειά που έκανε ήταν απίστευτη για τα δεδομένα της εποχής: βρήκε ειδικά ακουστικά εφέ, έκοψε, έραψε ήχους, δημιούργησε samples, γενικώς αποδείχθηκε το πέμπτο μέλος της μπάντας και ένας «ελβετικός σουγιάς» με γνώσεις και άποψη περί μουσικής που όμοιο του δεν είχε ξανασυναντήσει το συγκρότημα. Εκτός από τα κλασσικά όργανα, ο Πάρσονς χρησιμοποίησε και ήχους όπως έναν άνθρωπο να τρέχει μέσα στο στούντιο («On the Run») ή παλιά ξυπνητήρια («Time»).

Ο Mason υποστηρίζει πως «απ’ όλους τους μηχανικούς ήχου με τους οποίους δούλεψα στην καριέρα μου, μόνο ο Parsons κατάφερε να ηχογραφήσει τα ντραμς μου με τον ήχο που ακριβώς εγώ ήθελα».

Η δουλειά του Parsons ήταν κι ένας από τους λόγους της απροσδόκητης επιτυχίας του άλμπουμ, το οποίο παρέμεινε στο Top 200 του Billboard για 741 συνεχόμενες εβδομάδες ή 14 χρόνια, από την ημερομηνία κυκλοφορίας του, τον Μάρτιο του 1973 μέχρι τις 23 Απριλίου 1988, όταν και αφαιρέθηκε λόγω αλλαγής στους κανονισμούς του Billboard.

Είναι χιλιοειπωμένο, αλλά το «Dark Side Of The Moon», που κυκλοφόρησε την 1η Μαρτίου του 1973, στάθηκε τόσο επιτυχημένο επειδή κατάφερε και «έπιασε» το πνευματικό zeitgeist της εποχής εκείνης, με τη νεολαία να έχει προσγειωθεί απότομα από την ψυχεδελική, χαρούμενη δεκαετία του ’60 στα απείρως πιο σκοτεινά και πεσιμιστικά 70s και να αναζητά να πιαστεί από κάτι πιο γήινο και χειροπιαστό.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον trivia είναι πως ένα μέρος των εσόδων του άλμπουμ επενδύθηκε στη χρηματοδότηση της ταινίας «Monty Python and the Holy Grail» των Monty Python, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν γίνει φίλοι με τους Floyd. Μάλιστα, το συγκρότημα ήταν τόσο φανατικοί οπαδοί των πέντε κωμικών, που διέκοπταν τις ηχογραφήσεις του «Dark Side Of The Moon] για να παρακολουθούν κάθε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «Flying Circus».

Αμέσως μετά την κυκλοφορία του «Dark Side Of The Moon», εμφανίστηκαν οι πρώτοι τριγμοί στη μπάντα. Αρχικά οι τέσσερις τους διαφώνησαν σχετικά με το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την ολοένα και χειρότερη κατάσταση του roadie Peter Watts, ο οποίος την περίοδο εκείνη είχε εθιστεί στην ηρωίνη. Με τα πολλά, αποφασίστηκε να τον απολύσουν και δυο χρόνια μετά, το 1976, ο πατέρας της Naomi Watts βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, στις αρχές του 1974 το συγκρότημα άρχισε να δουλεύει πάνω σε μια ιδέα που είχε από τις αρχές της δεκαετίας: την ηχογράφηση ενός άλμπουμ όχι με ήχους βγαλμένους από μουσικά όργανα, αλλά με ήχους αποκλειστικά από τη χρήση οικιακών αντικειμένων -εξ’ ου και ο τίτλος του άλμπουμ που θα διαδεχόταν το magnum opus της καριέρας τους και που θα ονομαζόταν Household Objects. Οι πρώτοι πειραματισμοί είχαν γίνει το 1970 με το κομμάτι “Alan’s Psychedelic Breakfast”, στο οποίο ακουγόταν ο ήχος του roadie Alan Styles ενώ τηγάνιζε αυγά και μπέικον πριν τελειώσει με τον ήχο μιας βρύσης που στάζει. Ωστόσο, ο Waters στην συνέχεια το μετάνιωσε και συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός άλμπουμ γύρω από τον κεντρικό πυρήνα της απώλειας, τόσο του ιδρυτικού μέλους Syd Barrett, όσο κι αυτή της πρώην συζύγου του, με την οποία ήταν τότε στα χωρίσματα. Το άλμπουμ «Wish You Were Here» πήρε τη θέση του «Household Objects» και το πρότζεκτ ξεχάστηκε.

Και για να τελειώνουμε με το γνωστό αστικό μύθο, να πω και το εξής: μια μέρα του καλοκαιριού του 1997 νοίκιασα σε βιντεοκασέτα τον «Μάγο του Οζ» (την ταινία του 1939 με την Judy Garland), προσπαθώντας να διαπιστώσω κατά πόσο ισχύει αυτό που μας έλεγαν οι… παλιοί πως το άλμπουμ ταιριάζει «ύποπτα» κι «επικίνδυνα» με την υπόθεση της ταινίας. Στην περίπτωση μου, το κόλπο πήγε ως εξής: βάζοντας την ταινία στο mute και αφήνοντας το άλμπουμ από πάνω να λειτουργήσει (;) ως soundtrack σε μια ούτως ή άλλως τριπαριστή ταινία. Η απάντηση είναι πως, όχι, δεν λειτουργεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν αξίζει να το δοκιμάσει κανείς.