Η αλήθεια πως τους The Sonics τους ανακάλυψα σχετικά αργά. Είχε προηγηθεί η μύησή μου στον πρώιμο punk και garage ήχο μέσω των The Seeds, ΜC5, Them, Stooges, Velvet Underground και λοιπών “ιερών τεράτων” της “επικίνδυνης” μουσικής. Κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, έπεσε στα χέρια μου ένα CD που είχε μέσα το “Have Love Will Travel” (το original ανήκει στον Richard Berry). Η πρώτη μου αντίδραση ήταν ανάλογη του ουρλιαχτού-σήμα κατετεθέν που βγάζει ο Gerry Roslie, ο τραγουδιστής και πληκτράς του συγκροτήματος, κατά τη διάρκεια του τραγουδιού. Αυτή ακριβώς η κραυγή του Roslie και το κιθαρίστικο riff της έναρξης -που θυμίζει έντονα το “Drive My Car” των Beatles- ήταν ο αρμός για να δημιουργηθεί αργότερα γύρω του το μωσαϊκό των προαναφερθέντων συγκροτημάτων και όσων ακολούθησαν (Ramones, Sex Pistols κ.α.).

Για τους The Sonics, το συγκρότημα-γέννημα θρέμα της εργατικής πόλης Tacoma του Seattle, αυτός ο ήχος -όπως βλέπουμε και στο ντοκιμαντέρ “Boom: a film about The Sonics” του Jordan Albertsen- προέκυψε πηγαία και καθόλου επιτηδευμένα. Νέοι τότε, οι Gerry Roslie, Andy Parypa (μπάσο), Larry Parypa (κιθάρα), Rob Lind (σαξόφωνο-πνευστά) και Bob Bennett (ντράμς), επηρέαστηκαν από την τοπική σκηνή -κυρίως από τους The Fabulous Wailers- και ξεκίνησαν να πειραματίζονται με τα μουσικά τους όργανα στα οποία διοχέτευαν όλη τους την ενέργεια. Αρχικά μέσω διασκευών και αργότερα με δικές τους συνθέσεις, κατόπιν προτροπής του Buck Ormsby της Etiquette Records, οι Sonics κατάφεραν να δημιουργήσουν hype στην Πολιτεία, να κυκλοφορήσουν δύο εξαιρετικούς δίσκους [“Here Are The Sonics”, Etiquette Records (1965) & “Boom”, Etiquette Records (1966)] και αργότερα να εξαφανιστούν με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκαν: εκκωφαντικά.

Και ενώ τα μέλη αποσύρθηκαν στις προσωπικές τους “τυπικές” ζωές πιστεύοντας ότι κανείς δεν ασχολείται μαζί τους, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Ευρώπη, οι Sonics δημιουργούσαν ένα μουσικό ρεύμα χωρίς να το γνωρίζουν που θα καθόριζε τον κιθαρίστικο ήχο και το attitude των badass νέων των late 60s – early 70s. Οι πληροφορίες για τους Sonics ήταν ελάχιστες, πέραν όσων αναφερόντουσαν στα εξώφυλλα-οπισθόφυλλα των δίσκων τους, και αφού δεν υπήρχε ίντερνετ για σχετικές έρευνες το όνομά τους πήρε μυθικές διαστάσεις. Ο καθένας μπορούσε να φαντάζεται ό,τι ήθελε. Ένας εξ αυτών, ο Jordan Albertsen.

Ο Albertsen γνώρισε τους The Sonics την ημέρα που ο πατέρας του τού άφησε τον δίσκο “Here Are The Sonics” έξω από το δωμάτιό του. «Αφού σου αρέσουν αυτοί [οι Nirvana], άκου αυτό». Από τότε ο Albertsen κόλλησε μαζί τους και στη συνέχεια ξεκίνησε να ψάχνει πληροφορίες. Αυτό το “ταξίδι” οδήγησε και στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ “Boom: a film about The Sonics”, που θα προβληθεί στο Gimme Shelter Film Festival στο Gagarin, και είχα την τιμή να παρακολουθήσω και να μιλήσω με τον δημιουργό του. Παρακάτω, όσα είπαμε με τον Jordan Albertsen.

– Αναφέρεις ότι το ταξίδι εξερεύνησης των Sonics διήρκεσε 10 χρόνια. Τι είναι αυτό που ανακάλυψες και σε εξέπληξε πραγματικά;
Ξέρεις τι είναι κάπως αστείο; Στην ταινία αναφέρω ότι ήταν ένα ταξίδι 10 ετών, αλλά η αλήθεια είναι ότι ήταν 15. Μετά την ηχογράφηση της αφήγησης, κατέληξα να δουλέψω άλλα 5 χρόνια γι’ αυτό (γέλια). Όσον αφορά την ανακάλυψη, η μεγάλη αποκάλυψη ήταν το ταξίδι του Buck Ormsby. Αρχικά, φανταζόμουν ότι η ταινία θα κάλυπτε μόνο την ιστορία του συγκροτήματος κατά την αρχική του πορεία. Αλλά μετά την κινηματογράφηση της συνέντευξης του Buck, το τελευταίο μισό της ταινίας άλλαξε εντελώς και πήρε μια πιο δημοσιογραφική προσέγγιση.

– Πώς ξεκίνησε και πώς τελείωσε αυτό το “ταξίδι” για το ντοκιμαντέρ; Σε άλλαξε;
Το ταξίδι ξεκίνησε όταν ο πατέρας μου και εγώ πήγαμε στην πρώτη συναυλία επανένωσης των Sonics στο Σιάτλ, τη νύχτα του Halloween του 2008. Ήξερα ότι η ιστορία αυτής της μπάντας έπρεπε να ειπωθεί, και εκείνο το βράδυ αποφάσισα να το κάνω. Και το ταξίδι δεν έχει τελειώσει ακόμα! Η ταινία θα κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο και αυτό θα είναι ένα τεράστιο επίτευγμα για μένα. Αφού δούλεψα πάνω σε αυτό ασταμάτητα για 15 χρόνια, το να το βγάλω επιτέλους στον κόσμο θα είναι ένα τόσο σπουδαίο συναίσθημα. Σίγουρα με άλλαξε. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δημιουργίας αυτής της ταινίας παντρεύτηκα, απέκτησα δύο παιδιά, έχασα αρκετούς ανθρώπους πολύ κοντινούς μου, κάποιοι μάλιστα συμμετείχαν σε αυτή την ταινία. Ήταν ένα φοβερό ταξίδι.

– Θα δούμε το ντοκιμαντέρ σε κάποια από τις μεγάλες πλατφόρμες streaming;
Η ταινία θα κυκλοφορήσει παγκοσμίως το επόμενο έτος. Λεπτομέρειες θα αποκαλυφθούν σύντομα.

– Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισες κατά τη διάρκεια της έρευνας και των γυρισμάτων;
Τα χρήματα ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο. Ξόδεψα αρκετά χρόνια στην αναζήτηση χρηματοδότησης, υποθέτοντας ότι θα μπορούσαμε πιθανώς να βρούμε έναν σημαντικό προϋπολογισμό για να το κάνουμε. Αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Έτσι κατέληξα να γυρίσω την ταινία ούτως ή άλλως. Ανέλαβα όλες τις δουλειές και απλά το έκανα να συμβεί.

– Πώς η μουσική των Sonics μπορεί να αγγίξει ακόμα και τους φαινομενικά ρηχούς και απλούς ανθρώπους, όπως ο πατέρας σου;
Η μουσική είναι πρωταρχική! Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν να μην ανταποκρίνεται σε αυτήν. Και ο πατέρας μου ήταν εκεί στο σημείο μηδέν. Τους είδε ζωντανά όταν ήταν στο λύκειο και στο κολέγιο.

– Ποιος ήταν ο πιο «badass motherfucker» -όπως τους περιγράφεις κάποια στιγμή στην αρχή- από τα μέλη των Sonics που συνάντησες και μίλησες μαζί τους;
Νομίζω ότι όλοι τους είναι εξίσου “σκληροί”.

– Οι Sonics προέρχονταν από την κοινωνική τάξη των εργατών. Αν αυτό δεν συνέβαινε, πιστεύεις ότι η μουσική τους θα ήταν η ίδια; Πόσο επηρεάζεται η καλλιτεχνική δημιουργία από την κοινωνική τάξη;
Όχι, νομίζω ότι όλα αυτά έπαιξαν ρόλο στη μαγεία αυτού του συγκροτήματος. Ήταν όλα μια τέλεια “καταιγίδα”. Η εργατική κοινωνική τάξη, ο καιρός στα βορειοδυτικά, οι προσωπικότητες των μελών και, κυρίως, οι επιρροές που έφερε ο καθένας τους ξεχωριστά στο συγκρότημα.

O Jordan Albertsen και η Nancy Wilson των Heart που συμμετείχε στο ντοκιμαντέρ

– Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ ακούγονται τα ονόματα των Little Richard, Jerry Lee Lewis, Elvis Presley, Fabulous Wailers, The Bluenotes και αργότερα των Stooges, Ramones, Nirvana. Τι συνέβη από εκεί και πέρα; Γιατί δεν έχουμε αντίστοιχα ονόματα στο είδος;
Αν αναφέρεσαι στη μουσική του σήμερα, μάλλον δεν είμαι ο κατάλληλος για να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. Η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει τόσο πολύ και επίσης πολιτισμικά έχουμε αλλάξει, προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Και είμαι σίγουρος ότι αν ρωτούσες ένα νέο παιδί σήμερα θα απαριθμούσε έναν τόνο ονομάτων σύγχρονων ροκ σταρ που θα τους θεωρεί ισάξιους με εκείνους του παρελθόντος.

– Όπως βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ, και ενώ οι Sonics είναι επιτυχημένοι, στη συνέχεια αποτυγχάνουν να επιστρέψουν στα ίδια επίπεδα. Πιστεύεις ότι αυτές ήταν οι δυνατότητές τους ή υπήρχε κάποιος άλλος παράγοντας που συνέβαλε σε αυτό;
Νομίζω ότι αρχικά ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους. Συνδέθηκαν με τον κόσμο σε τοπικό επίπεδο επειδή τα παιδιά μπορούσαν να τους δουν ζωντανά. Αλλά σε εθνικό επίπεδο οι ραδιοφωνικοί σταθμοί απλά έπαιζαν τραγούδια που λέγονταν “The Witch” και “Psycho” (γέλια).

– Ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν τους Sonics διαχρονικούς;
Τα γαμημένα υπέροχα τραγούδια τους. Ξέρεις, εκεί καταλήγουν όλα.

– Βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ ότι οι Sonics, μετά τη διάλυση του συγκροτήματος, ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι και όχι οι “σκοτεινοί τύποι” ή οι αλήτες που φαντάζονταν κάποιοι. Πόσο παραπλανητική μπορεί να είναι η τέχνη, γενικότερα; Υπάρχει κάποιο ηθικό όριο;
Δεν είμαι σίγουρος ότι βλέπω την “ηθική” σύνδεση εκεί. Αλλά πίσω στη δεκαετία του ’60 και του ’70, οι άνθρωποι, ακόμη και οι ροκ σταρ μπορούσαν να είναι λίγο πιο μυστηριώδεις. Τώρα, τα πάντα καταγράφονται και μοιράζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό σκοτώνει την πιθανότητα οι άνθρωποι να έχουν οποιαδήποτε ιδιωτικότητα. Και οι άνθρωποι που βρίσκονται στη κορυφή, ας πούμε, είναι εντελώς γυμνοί στα μάτια του κοινού. Οι Sonics δεν προσποιήθηκαν ποτέ ότι είναι σκοτεινοί ή κάτι τέτοιο. Απλά εξαφανίστηκαν, οπότε οι άνθρωποι έμειναν να επινοούν τις δικές τους ιστορίες.

– Βλέπουμε στο “BOOM” ότι η διάδοση της μουσικής μέσω του βινυλίου, και του ραδιοφώνου σε δεύτερο χρόνο, ήταν ζωτικής σημασίας. Θα μπορούσε να συμβεί κάτι παρόμοιο σήμερα με τις ψηφιακές πλατφόρμες;
Υποθέτω ότι θα μπορούσε. Με τα πάντα να είναι τόσο διαθέσιμα, συνεχώς, σε όλους, ίσως θα μπορούσε να συμβεί. Αλλά με το βινύλιο υπάρχει πάντα μια αίσθηση ανακάλυψης, σαν κυνήγι θησαυρού.

O Mike McCready των Pearl Jam που συμμετείχε στο ντοκιμαντέρ και ο Jordan Albertsen

– Μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων που έκαναν περιοδεία, αφού συγκεντρώθηκαν ξανά, ανέφεραν και την Αθήνα στο ντοκιμαντέρ. Σου είπαν κάτι περισσότερο που πιθανώς κόπηκε στο μοντάζ λόγω χρόνου;
Για την Αθήνα συγκεκριμένα; Όχι απ’ όσο θυμάμαι.

– Ποια σκηνή ήταν η πιο συγκινητική για εσένα; Δεδομένου ότι είχες μια συναισθηματική σύνδεση με τους Sonics.
Οι σκηνές με τον πατέρα μου είναι οι πιο συγκινητικές. Πέθανε λίγους μήνες αφότου ολοκλήρωσα την ταινία. Το τέλος είναι πολύ δύσκολο και επώδυνο για μένα να το παρακολουθήσω.

– Πέρα από αυτά που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ, τι κρατάς μέσα σου ως την πιο σημαντική σου ανακάλυψη;
Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Τα έβαλα όλα εκεί μέσα.

➪ INFO

BOOM. A Film About The Sonics (2018)

Δευτέρα 06 Νοεμβρίου

  • Live on stage: The Acid Visions
  • Live Q&A: Jordan Albertsen
  • BOOM. A Film About The Sonics (80′) – Πρώτη Πανελλήνια Προβολή

Το πολυβραβευμένο BOOM κάνει την πανελλήνια πρεμιέρα του στο GSFF, κι εμείς ζούμε μια μαγική στιγμή στην ιστορία του rock ‘n’roll: τη γέννηση ενός ήχου που ο κιθαρίστας των Pearl Jam Mike McCready, έχει αποκαλέσει «επικίνδυνο».

Η κορυφαία πανκ μπάντα όλων των εποχών επιστρέφει στο Gagarin κι εμείς ζούμε την ιστορία από την ίδρυση και την πρόωρη διάλυση, ως την επανένωση που μας πρόσφερε μοναδικές συναυλιακές στιγμές, στην ίδια σκηνή που θα φιλοξενήσει τον σκηνοθέτη Jordan Albertsen και τους The Acid Visions.

Αγοράστε το εισιτήριό σας.