[ποίημα 449, περ. 1862]

Πέθανα για την ομορφιά,
και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν’ ακουμπούν
στο διπλανό μου δώμα.

Ψιθύρισε, τί έφταιξε;
“η ομορφιά” του είπα·
“για την αλήθεια πέθανα”
είπε “κι είμαστε αδέρφια”.

Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς
μιλήσαμε, ωσότου
βρύα ήρθαν στα χείλη μας
κι έκρυψαν τ’ όνομά μας.

Η Έμιλυ Ντίκινσον δεν έδωσε ποτέ τίτλους στα ποιήματά της.