Οι Ενδιάμεσοι.

Φασκιωμένο σαν μωρό μέσα στον φάκελό του, κατέφθασε ένα πρωί στα γραφεία του Olafaq ένα βιβλιαράκι με τον ως άνω τίτλο από τις εκδόσεις Νεφέλη, ανάμεσα σε άλλα, από άλλους εκδοτικούς, φασκιωμένα, ξεφάσκιωτα, μικρά, μεγάλα, βιβλία, βιβλιάρες, βιβλιαράκια. Κάτι με κέρδισε σε αυτό της Μαρίας Α.Ιωάννου, όπως υπογράφει. Όχι ο τίτλος.

Το πήρα μαζί μου στο μετρό και το άνοιξα με την ελπίδα το ένστικτό μου να με έχει οδηγήσει σωστά. Να διαβάσω κάτι που να με πάρει από τον εξωτερικό κόσμο, που να με δονήσει, που να με κάνει να νιώσω και να σκεφτώ. Να διαβάσω κάτι που θα ήθελα να έχω γράψει εγώ, κάτι που θα μου μιλήσει για την ζωή με τρόπο καινούργιο. Μέχρι την σελίδα 18, είχα απλώς αισθανθεί έλξη. Καταλάβαινα ότι αυτό που διαβάζω είναι συγγενές μου και ως εκεί. Στην σελίδα 19, σταμάτησε η καρδιά μου.

Δείτε:

Αυτομάτως, ξεκίνησα να διαβάζω ψιθυριστά την κάθε λέξη, τους εξαίσιους αυτούς ήχους της κυπριακής γλώσσας που φέρει όλη αυτήν την αρχαία ομορφιά, την ιεροτελεστία του λόγου που είναι κρότος, αφή και αίσθηση. Αναστατώθηκα, έχασα την στάση μου, γύρισα πίσω, όλα καλά.

Το βράδυ, σε άλλη διαδρομή με ΜΜΜ, είχα κιόλας γλιστρήσει μέχρι την σελίδα 59. Διαβάζω εκστασιασμένη:

μάμμα φοούμαι πονώ τα πόθκια μου βουλλώννουν μες στο χώμαν μάμμα σταμάτα να καθαρίζεις πατάτες τζαι λουφκιά

Εκεί, παρατήρησα τα κλάματά μου να σκαρφαλώνουν μέχρι τις άκριες των βλεφαρίδων μου και να ξεσπούν στα μάγουλά μου. Μ ά μ μ α φ ο ού μαι, τα γράμματα χόρευαν τρελά, τα μάτια θόλωσαν, η λογοτεχνία απεκδύθηκε την ιδιότητά της και έγινε ζωή, πραγματικότητα, βαγόνι, έγινε η μάνα η δική μου, έγινε ο φόβος μου, η κραυγή μου η φιμωμένη.

Γράφω αυτό το κείμενο γι’ αυτό το βιβλίο για να σας προτείνω ολόθερμα, να σας συστήσω ισχυρά, πώς-το-λένε, να διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Να πάτε σε ένα βιβλιοπωλείο και να το πάρετε ή να το παραγγείλετε. Γιατί πιστεύω ότι η ζωή μας είναι ωραιότερη, είναι πιο ζωένια όταν την βιώνουμε με Ρίγος, με Φλόγα, με Νόημα. Αυτό το βιβλίο, αυτή η ιδιότροπη, εκκεντρική συλλογή μικροδιηγημάτων και σχεδόν πεζοποιημάτων (ή μήπως ποιηματοπεζών;) μπορεί να σας λούσει με μια μικρή αχτίδα φωτός εκείνη την μέρα που κάπως θα έχετε βυθιστεί στο σκοτάδι.

Κι όχι που είναι τίποτα αισιόδοξη αυτή η συλλογή, χαρωπή ή εύθυμη. Το αντίθετο. Είναι μια σκοτεινή διαδρομή πάνω σε βαγόνι που κροταλίζει επικίνδυνα στις ράγες. Μια διαδρομή προς τα μέσα μας. ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΕΣΣΩ ΜΟΥ, λέει ένας τίτλος μέσα. Και το βιβλίο τελειώνει με την εξής φράση, σαν επιγραφή κραφωμένη πάνω στην σελίδα την κρεμ: «πάμεν    έσσω μας;» Έτσι, με αυτό το κενό. Την κενάρα, ανάμεσα στις λέξεις «πάμεν» και «έσσω», ένα κενό που στέκεται ως Πρωταγωνιστής της φράσης, ως άγραφη ή αληθώς γραμμένη λέξη. Μπορεί να είναι η λέξη «μαζί». Η λεξη «τώρα». Η λέξη «κάποτε». Η λέξη «αγκαλιά». Τύπου: πάμεν αγκαλιά έσσω μας;

Οι Ενδιάμεσοι είναι μια συλλογή που αποτελείται από τριάντα έξι σύντομες, αυτοτελείς ιστορίες. Οι γραμμένες στα ελληνικά, εικοσιέξι ιστορίες, είναι ένα ταξίδι ΕΞΩ. Στην καθημερινότητα, την ύπαρξη των σημαντικών και ασήμαντων πραγμάρτων, σχέσεων, αντικειμένων. Η ιστορία με το μηχάνημα φαξ με τίτλο MODEL D234578 εκρήγνυται κυριολεκτικά στο χαρτί, το περιεχόμενο του διηγήματος σπάει τον τοίχο και εκρέει στο βιβλίο και ως μορφή, σαν το φαξ στ’ αλήθεια να αρθρώνει λόγο και φωνή σε εμένα, τον ταπεινό αναγνώστη, σε εσένα, σε όποια ζευγάρια μάτια πέσουν πάνω και μέσα στο έργο της Ιωάννου.

Οι δέκα γραμμένες στα κυπριακά ιστορίες (που δεν είναι τόσο ιστορίες, όσο σπαραγμοί, όσο αλαλαγμοί, όσο ιαχές και θρόισμα των φύλλων της καρδιάς) είναι ένα ταξίδι ΕΣ(Σ)Ω. Μέσα. Αυτό το αδυσώπητο πήγαινε έλα, από την αγωνιώδη καταβύθιση στην ψυχή μας μέχρι την βίαιη ανάδυση στην τρέχουσα καθημερινότητα (με πλακωμούς, βία, απορίες, επαναστάτριες τοστιέρες, νυχτικά, πουκάμισα και βρωμερά ψάρια) είναι σκέτο λαχάνιασμα-σχεδόν οργασμικό, ζωώδες, χειροπιαστό.

Οι ενδιάμεσοι είναι, για μένα, όλοι εκείνοι κι όλες εκείνες που αντέχουν να ζουν ακροβατώντας σε αυτή την διχαλωτή περιπέτεια της ζωής: ανάμεσα δράση και σκέψη, ανάμεσα βίωμα και αναπόληση, ανάμεσα χθες και αύριο, ανάμεσα ύπαρξης και ανυπαρξίας, ανάμεσα εμπειρίας και παρατήρησης. Και τόσα άλλα ανάμεσα. Η Μαρία Ιωάννου θα έπρεπε να χιλιοδιαβάζεται, να διδάσκεται στα σχολεία, να αφιερώνεται ανάμεσα σε εραστές και κολλητούς φίλους και μάνες και γιους. Αναζητώ ήδη τα υπόλοιπα έργα της, γιατί υπάρχει κι αυτή η μορφή έρωτα: ο έρωτας με έναν συγγραφέα.

Και μαζί της, τον έπαθα πολύ άσχημα, την δάγκωσα την λαμαρίνα. (Βιβλίο με το οποίο έχουμε κλάψει, δεν το ξεχνάμε ποτέ)