Αρκετές φορές για να φιλοσοφήσεις την ίδια τη ζωή και να διαχειριστείς οριακές καταστάσεις πρέπει να έχεις ένα υπόβαθρο προκειμένου να μη λυγίσεις όταν αντικρίσεις το απόλυτο κενό. Οι παραστάσεις μίας διαδρομής, οι λέξεις των βιβλίων, οι σκηνές των ταινιών ήρθε η στιγμή να ανασυρθούν από το ντουλάπι των αναμνήσεων και να δικαιολογήσουν ακόμα και το πιο απίθανο, δίνοντας παράλληλα με έναν μοναδικό τρόπο κίνητρο για μία νέα αρχή, ελπίδα και αισιοδοξία που αν δεν είχαμε όλα αυτά τα εφόδια θα είχε χαθεί στη θέαση του σκοταδιού. O μαύρος βυθός τρομάζει και ταυτόχρονα φαντάζει τόσο ελκυστικός για κάποιους.

Από τη “Χαμένη Τιμή της Δημοσιογραφίας” που έγινε σύγγραμμα που διδάσκεται στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, στο “Los Buenos Antifascistas” που έφτασε να μεταφράζεται στα ισπανικά γνωρίσαμε το προφίλ της αυστηρότητας της δημοσιογραφικής έρευνας του Γιάννη Παντελάκη. Αυτή τη φορά όμως μας εκπλήσσει και μεταβαίνει στο χώρο της μυθοπλασίας και μάλιστα σε αυτόν της βιωματικής μυθοπλασίας. Είναι εύκολη αυτή η διάβαση; Το σημαντικό είναι ότι δε λείπει η οξυμένη, εξασκημένη ερευνητική ματιά με παρατηρητικότητα κι έντονη καυστικότητα των καταστάσεων, που άλλοτε εμπλουτίζουν την πλοκή της ιστορίας κι άλλες φορές της δίνουν έναν αέρα, μία ανάσα χαλάρωσης, αναγκαία αν αναλογιστεί κανείς πλήρως την πίεση που κρύβει. “Κάπου εκεί η ζωή αναθαρρεύει…

Η επιλογή του τίτλου “Για Ένα Φανάρι” μόνο τυχαία δεν είναι. Καθημερινά είτε ως οδηγοί, είτε πεζοί περνούμε από σηματοδότες σπάνια όμως τους δίνουμε σημασία. Όταν όμως διακυβεύεται κάτι μεγάλο (μία ζωή, η γέννηση ενός μωρού κτλ) τότε τα δεδομένα αλλάζουν. Ο χρόνος μετράει διαφορετικά και τα δευτερόλεπτα έχουν σημασία. Πράσινο και φύγαμε, πορτοκαλί τι κάνουμε; Κόκκινο υποχρεωτική παύση. Είναι άραγε το πράσινο το διαβατήριο προς τη σωτηρία;

Όσο ξετυλίγεται η πλοκή αυτού του μικρού φαινομενικά βιβλίου αντιλαμβανόμαστε και εσωτερικεύουμε την υπόθεση. Πρόκειται για μία βαθιά ανθρώπινη, πικρή, στενάχωρη, θλιβερή, αλλά υπαρκτή και πιθανή για τον καθένα μας αλήθεια με διαφορετική ένταση, έκταση και μορφή. Μεγάλο επίτευγμα που έχει τη βάση του στη φιλοσοφική θεώρηση είναι πως ο αφηγητής δεν αφήνει τον πρωταγωνιστή του στιγμή να κυλήσει, να καταδεχτεί τη μοιρολατρία, να αποδεχτεί το αδιέξοδο και να σβήσει, τον κρατάει σε μόνιμη επαφή με το νόημα της ζωής και του δίνει με αυτόν τον τρόπο διέξοδο διαφυγής κόντρα στη σιωπή του θανάτου.

Το παιχνίδι των πιθανοτήτων. Από το 2% να πάει κάτι στραβά, στο 2% να επιζήσεις. Πώς το βιώνει ο παθών και πώς ο περίγυρός του που περιμένει νέα με αγωνία; Σε τέτοιες οριακές καταστάσεις, μπροστά στο φόβο καλείσαι να υψώσεις το ανάστημά σου ακόμα κι αν δεν μπορείς να πάρεις ανάσα και να πάρεις θέση. Η παραιτείσαι με την επίκληση της υπερβατικής μεταφυσικής επέμβασης ή επιστρατεύεις τις αστείρευτες δυνάμεις, ώστε να υψωθεί ένα τείχος μπροστά στην υπαρξιακή αγωνία και τη ματαιότητα της ύπαρξης. Σαν έτοιμος από καιρό ο ήρωας επιλέγει τον δύσκολο δρόμο του αγώνα. Έχει ως κύριο όπλο την κοσμοθεωρία του και ως παράπλευρα αντίδοτα λειτουργούν ο έρωτας, η φιλία, η θάλασσα, η θύμηση των λέξεων, η μουσική που μπορούν να λειτουργούν καταπραυντικά, χαλαρωτικά και αντανακλαστικά σαν το φως που περιμένουμε να δούμε στο φανάρι.

Σε σχεδόν 100 σελίδες με έναν μοναδικό τρόπο χωρούν, συνομιλούν και συνδιαλέγονται τόσες σκληρές ανθρώπινες στιγμές, αγωνίες, ανατροπές, υπαρξιακές μεταλλάξεις, φιλοσοφικοί υπαινιγμοί και μουσικές διαφορετικές. Μία βαθιά ανασκαφή πάνω στον ορισμό της ανθρώπινης φύσης, ιδιοσυγκρασίας και ψυχοσύνθεσης. Τόσες αντοχές πάνω στην πίεση και απέραντη διάθεση για ζωή. Επειδή όμως το βιβλίο είναι γραμμένο σε μία βιωματική βάση υπάρχει και η ρεαλιστική -η γειωμένη πλευρά του ανθρώπου που τα όριά του είναι συγκεκριμένα και η εγγύτητα του θανάτου θολώνει το τοπίο. Άμεσα όμως ο πρωταγωνιστής κατακλύζεται από τη λαχτάρα να περπατήσει ξανά μονοπάτια που γνωρίζει καλά κι όχι να εξερευνήσει έναν νέο – αχαρτογράφητο κόσμο. Παρά τις σύγχρονες σειρήνες που πάνε να τον σαγηνέψουν δε συμβιβάζεται και μένει στο φως, στη θετική πλευρά στην ίδια τη ζωή έχοντας αναγνωρίζει προ πολλού την ανυπέρβλητη αξία της.

Πέρα από το κλασικό μοτίβο της αφήγησης, ο συγγραφέας επινοεί, συνθέτει προσθέτει καθημερινούς προβληματισμούς. «Γιατί τόσες ζωές χάνουν την ευτυχία της ζωής» παρατηρώντας όσους ζουν νωχελικά – κουρασμένα. Όταν έρθει η ώρα για το αναπόφευκτο όλα τελειώνουν. Οφείλουμε να το αποδεχτούμε. Είναι κάτι καθολικό, κάτι μοιραίο που δε χωράει πολλές κουβέντες.

«Ο Τολστόι δε θέλει να πεθάνει γιατί θα αφήσει την ανθρωπότητα πάσχουσα», ο Πικάσο θεωρούσε «πως ο θάνατος αφορούσε μόνο τους άλλους με δόση έπαρσης και αλαζονείας».

Ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποχωριστεί την διεισδυτική ερευνητική ματιά του. «Όλη αυτή τη θλίψη τον πόνο την κουβαλούν οι γιατροί στα σπίτια τους;» Επικρίνει, καυτηριάζει ψυχρές συμπεριφορές του προσωπικού κι αναρωτιέται αν η συναίσθηση και η συναισθηματική νοημοσύνη διδάσκονται.

Η ιστορία στην εξέλιξη της φτάνει να μην είναι το πρωτεύον ζήτημα συζήτησης, αλλά το ερέθισμα, η αφορμή, η αφετηρία για να αναζητηθούν βαθύτερα νοήματα της ζωής που τα εκτιμάς συνήθως όταν τα χάνεις. Τότε αντιλαμβάνεσαι το περιεχόμενό τους και πόσο αξίζει να αγωνιστείς για αυτά.

Ο χρόνος περνά σε μία διάσταση σχετικότητας. Εντατική, φόβος, κατάθλιψη, παραλήρημα, εφιάλτες, χαμένες λέξεις και φωνή, ακινησία. Ένας εγκέφαλος σε λανθάνουσα κατάσταση που είναι έτοιμος να στείλει εντολή για γέλιο με όπλα τη σοφία και τη γνώση, αλλά πριν προλάβει ο τρόμος τον μπλοκάρει. «Αντέχω τη φρίκη του παρόντος γιατί σε λίγο θα είναι παρελθόν». Το θα ΖΗΣΩ γίνεται σωσίβιο στα πιο βαθιά πελάγη της απόγνωσης και οδηγεί σε μία λυτρωτική έξοδο. «Μπράβο ρε τα κατάφερες». Κατάκτηση…

Και την επόμενη ημέρα;

Προκρίνει την αναθεώρηση και ιεράρχηση της διαχείρισης του χρόνου. Την αναγνώριση της αξίας των απλών σε ένα καθημερινό ράλι υποχρεώσεων. Ο έρωτας μετατρέπεται σε ζωογόνο δύναμη. Δίνει το έναυσμα για δοτικότητα κι αμοιβαιότητα. Είναι πολύ σημαντικό να ρουφάς αγάπη. Τα μηνύματα στο κινητό είναι το μεγαλύτερο ευχαριστώ μετά την επιστροφή.

Η θάλασσα που τόσο νοστάλγησε μαζί με την ανεμελιά και τη γαλήνη της που βοηθάει τη σκέψη να ξεδιπλωθεί. Τα βιβλία που τον περίμεναν να διαβάσει. Τώρα έχει ξανά τον χρόνο. Μαζί τους οι έξοδοι στα μπαρ. Είναι τόσο πλήρης η δοκιμιακή προσέγγιση της μουσικής σε αυτό το βιβλίο που σε αφήνει άφωνο. Αναρχική, ανατρεπτική και παράλληλα ανατρέφει τη λογική και τον ψυχισμό, επειδή σε εξυψώνει με ένα έναν ανείπωτο τρόπο που πρέπει να νιώσει για να καταλάβεις. Έχει μάλιστα όπως φάνηκε και στην πράξη θεραπευτικές ιδιότητες …

Η συχνή μεταφορά του σκηνικού στο μπαρ δίνει την απαιτούμενη ασφάλεια στον συγγραφέα. Νοητά παίζει στην έδρα του και γράφει με άνεση. Η συναισθηματική αποστασιοποίηση τον ωφελεί επίσης, παρ΄ότι δε διστάζει ακόμα και να αυτοσαρκαστεί. Δείγμα υψηλής ευφυίας και βαθιάς ενδοσκόπησης.

Γιατρός: Ήσουν πολύ τυχερός που έζησες.

Ήρωας: Ήμουν πολύ άτυχος που μου έτυχε.

Τυχερός στην ατυχία του…

Οι πέτρες χρωματιστές, σκούρες, ελαφρόπετρες μας συνοδεύουν. Όλες οι πέτρες είναι η ζωή μου και η ζωή με τις πέτρες είναι οι άνθρωποί μας.

Αντίδοτο στις πληγές η επικοινωνία κι οι συγκινήσεις της ζωής. Αυτό είναι το επιμύθιο μίας αγχώδους, βαθιάς ενδοσκοπικής φιλοσoφικο-ψυχογραφικής ιστορίας με βαθύ εξομολογητικό λυγμό με διακριτικό αυτοσαρκασμό και περισυλλογή.