Από τους άστεγους και «απάτριδες» νομάδες της άγριας αμερικανικής ενδοχώρας μέχρι τα σκοτεινά προάστια του Τελ Αβίβ και από την πρωτεύουσα του Ισραήλ ξανά πίσω σε αμερικανικό έδαφος, στην Καλιφόρνια, αυτή τη φορά, για ένα σκληρό παραμύθι τρόμου και εγκλήματος με ξεκάθαρο επιμύθιο.

Τα, αντίστοιχα, «Nomadland», «Τρεις» και «Αρχίζουμε από το τέλος» είναι τα τρία βιβλία που διαβάσαμε αυτό τον καιρό και σας τα παρουσιάζουμε αναλυτικά:

Το «Nomadland» [Εκδόσεις Κυψέλη] με τον υπότιτλο «Surviving America in the 21st Century» [Επιβιώνοντας στις ΗΠΑ του 21ου αιώνα] είναι όντως μια ιστορία επιβίωσης μερικών ανθρώπων που όχι επειδή δεν μπορούν, αλλά απλώς δεν θέλουν να έχουν σταθερή έδρα. Σπίτι. Οικία.

Θέλουν να μετακινούνται διαρκώς και όπου τους βγάλει η ζωή, τους έβγαλε. Είναι, φύσει και θέσει, νομάδες του αμερικανικού ονείρου, διαπιστώνοντας ωστόσο ότι το όνειρο αυτό πέθανε ουσιαστικά πριν 10-15 χρόνια, με την μεγάλη οικονομική κρίση του 2008, και πλέον μετατράπηκε σε εφιάλτη, όχι μόνο για τους ίδιους τους ιδεολογικά πιστούς περιπατητές και περιδιαβαστές της αμερικανικής ενδοχώρας (από την Νεμπράσκα μέχρι την Ντακότα και την Αριζόνα), αλλά και για χιλιάδες ακόμη συμπολίτες τους που βρέθηκαν στον δρόμο δίχως να το επιζητούν.

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου κινούνται διαρκώς μέσα σε τροχόσπιτα και βανάκια και προτιμούν τον όρο «homeless» (άστεγοι) από τον αντίστοιχο «houseless» (δίχως σπίτι), με την συγγραφέα να υπερτονίζει συνέχεια και σε βάθος 330 σελίδων ότι διαφορετική σημασία έχει να είσαι και να νιώθεις μόνος και διαφορετική «μοναχικός». Οι μοναχικοί καβαλάρηδες της σύγχρονης Άγριας Δύσης κάνουν όλες τις δουλειές του ποδαριού που μπορούν προκειμένου να τα βγάλουν πέρα και – μαγικώ τω τρόπω – τα καταφέρνουν –όχι δίχως ψυχολογικό αντίτιμο, βέβαια. Τουλάχιστον όμως επιζούν –και το κάνουν αποκλειστικά με τους δικούς τους όρους.

Η ταινία που προέκυψε από το βιβλίο της Τζέσικα Μπρούντερ σάρωσε τα περσινά Όσκαρ, αυτά του 2021, έχοντας κατακτήσει τρία «αγαλματάκια» στις κατηγορίες «Καλύτερη Ταινία», «Σκηνοθεσία» και «Α’ Γυναικείου Ρόλου» για την Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, ενώ η ταινία είχε προηγουμένως διακριθεί με δυο Χρυσές Σφαίρες στις κατηγορίες «Καλύτερη Ταινία» και «Σκηνοθεσία».

Μεταφερόμαστε στο Τελ Αβίβ και σε μια ιστορία πυκνού μυστηρίου που θυμίζει εν πολλοίς τα ψυχολογικά θρίλερ του αργεντινού συγγραφέα Federico Axat.

Σε ένα είδος μυθιστορήματος, όπως το αστυνομικό neo-noir που σιγά σιγά έχει αρχίζει να νιώθει τον κορεσμό στο πετσί του (καθώς πολλά από τα βιβλία που κυκλοφορούν εσχάτως έχουν κάτι απίστευτες «τρύπες» στην πλοκή, σε σημείο που ο αναγνώστης θέλει να τα πετάξει από το παράθυρο), ο ισραηλινός συγγραφέας Ντρορ Μισάνι στο «Τρεις» [Εκδόσεις Κείμενα], επιτελεί κάτι εξαιρετικά έξυπνο: διηγείται μια ιστορία σε τρία μέρη μέσα από την οπτική ματιά αντίστοιχων γυναικών. Γράφοντας κατά το ήμισυ ένα ψυχογράφημα της γυναικείας ψυχής που επιδιώκει δικαίωση και κατά το ήμισυ μια ξεκάθαρη ιστορία εκδίκησης, ο Μισάνι δεν αφήνει τον αναγνώστη να αφήσει το βιβλίο κάτω ούτε για μια στιγμή, βγάζοντας διαρκώς από την φαρέτρα του διάφορα λογοτεχνικά «κόλπα» που ούτε φθηνά είναι, ούτε ευκαιριακά και εξυπηρετούν πάντα τον σκοπό την διήγησης.

Και οι τρεις χαρακτήρες είναι εξαιρετικά καλογραμμένοι – σχεδόν διαβάζεις την ψυχή τους – ενώ ανάμεσα στα αδιαφιλονίκητα όπλα που ο Μισάνι διαθέτει στην κατοχή του είναι κατά πρώτον ότι μέσα σε 370 σελίδες δεν χύνεται σχεδόν ούτε μια σταγόνα αίμα (πράγμα όχι μόνο αξιοσημείωτο και πολύ δύσκολο για το συγκεκριμένο είδος μυθιστορήματος), αλλά επίσης η λύση του αινίγματος στο τέλος θα ικανοποιήσει ακόμη και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη που έχει βαρεθεί, μέχρι σήμερα, με φινάλε πολύ λιγότερο δεκτικά απέναντι στην λογική (του).

Το σίγουρο είναι ότι οι διαπλεκόμενες ιστορίες της Όρνα, της Εμίλια και της Έλλα στην γειτονιά Χολόν του Τελ Αβίβ δικαιώνουν στο έπακρο τους συμπατριώτες του Μισάνι, οι οποίοι του απέδωσαν το παρατσούκλι «Ο Ζορζ Σιμενόν του Ισραήλ».

Τέλος, σε ένα από τα καλύτερα noir θρίλερ της χρονιάς μέχρι στιγμής, ξεχωρίζει το «Αρχίζουμε από το τέλος» [Εκδόσεις Μεταίχμιο] από τον Βρετανό Chris Whitaker (Κρις Γουίτακερ), έναν πρώην χρηματιστή που «κάηκε» από την πολλή δουλειά και τις καταχρήσεις στο λονδρέζικο Σίτι. Ο συγγραφέας εδώ κάνει έναν πραγματικό λογοτεχνικό άθλο: ενώ καταπιάνεται με το πιο κοινό, ίσως, θέμα μιας ιστορίας μυστηρίου και εγκλήματος (ένας φόνος, η εκδίκηση, τα αντίποινα και όλα αυτά ιδωμένα μέσα από το φίλτρο μιας δυσλειτουργικής οικογένειας), καταφέρνει ωστόσο και μέσα σε 430 σελίδες και βρίσκει όλες εκείνες τις γωνίες και τις διαφορετικές οπτικές προκειμένου να γυρίσει… ανάποδα όλα τα δεδομένα που έχει στα χέρια του και να παραδώσει ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα-ψιλοβελονιά που θα ζήλευαν και οι μάστορες του είδους, όπως ο Νορβηγός Γιού Νέσμπε.

Κεντρικό του πρόσωπο είναι ο Βίνσεντ Κινγκ ο οποίος πριν 30 χρόνια έγινε φονιάς. Πλέον όμως, έχει μόλις βγει από τη φυλακή και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Κέιπ Χέιβεν στην Καλιφόρνια και εκεί πέφτει πάνω στα καχύποπτα, υποτιμητικά βλέμματα και τις επιφυλακτικές διαθέσεις όλων όσων τον γνωρίζουν –κυρίως δε, της ίδιας του της οικογένειας, όπως η Σταρ Ράντλεϊ, η πρώην κοπέλα του αλλά ταυτόχρονα και αδελφή του κοριτσιού που σκότωσε ο Βίνσεντ.

Το πραγματικά γοητευτικό στην περίπτωση του Γουίτακερ είναι ότι, καίτοι Βρετανός, έχει «πιάσει» εντελώς όλο αυτό το νοσηρό ενδο-οικογενειακό κλίμα που επικρατεί στις μικρές αμερικανικές κωμοπόλεις, εκεί που τα αυτιά και τα μάτια όλων είναι στραμμένα (δικαίως ή αδίκως) πάνω σε σένα, αλλά και τις αμαρτίες της πρότερης ζωής σου.

Οι οπαδοί του σπουδαίου βιβλίου «To Kill a Mockingbird» («Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια») της Harper Lee είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ενθουσιαστούν.