«Κάντε υπομονή κι ουρανός θα γίνει πιο γαλανός», είχε τραγουδήσει η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Σταύρο Ξαρχάκο στην ταινία “Μοντέρνα Σταχτοπούτα” το 1965 και ξαναερμήνευσε ένα χρόνο αργότερα με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στις “Διπλοπενιές” γεμίζοντας τις καρδιές μας με περίσσια αισιοδοξία. Σε καμία από τις δύο ταινίες δε διευκρινίστηκε πόση υπομονή πρέπει να κάνουμε για να σταματήσει πια ο ουρανός να είναι γκρίζος (στα δικά μας μάτια τουλάχιστον) και αυτό είναι το ορθό. Πρόκειται για ένα προσωπικό ζήτημα και γι’ αυτό δεν υπάρχει μία καθολική μονάδα μέτρησης.

Από μικροί έχουμε “προγραμματιστεί” να λειτουργούμε πιστεύοντας ότι η υπομονή είναι αρετή ή ότι θα έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα μόνο αν είμαστε αρκετά υπομονετικοί. Η αναφορά δε γίνεται για τις καθημερινές καταστάσεις, όπως όταν είμαστε κολλημένοι στη κίνηση στον Κηφισό ή όταν περιμένουμε το φαγητό να ψηθεί στο φούρνο, αλλά γι’ αυτές τις περιπτώσεις που βλέπουμε να μην εκπληρώνται οι προσδοκίες μας ακόμα κι όταν έχουμε κάνει τις απαραίτητες ενέργειες. Βέβαια, η δράση δεν είναι πάντα απαραίτητο συστατικό. Υπάρχουν και προσδοκίες, οι οποίες σχηματίζονται από την πορεία της εκάστοτε σχέσης και αναμένουμε σε αναμμένα κάρβουνα κάποιες φορές να γίνουν πράξη, ευελπιστώντας ότι θα αλλάξει η ζωή μας. Τελικά, όχι μόνο δεν αλλάζει, αλλά παραμένουμε πάνω σε αυτά, ακόμα κι αν έχουν σβήσει.

Σκεφτείτε ότι περιμένετε ένα εύλογο χρονικό διάστημα να πάρετε αύξηση, δίνετε όλη σας την ενέργεια, τον καλύτερό σας εαυτό, η απόδοσή σας είναι παραπάνω από ικανοποιητική, αλλά ο εργοδότης σας δεν προχωράει στη χρηματική επιβράβευση που σας είχε τάξει. Είναι πολύ πιθανό να απογοητευτείτε, να δείτε την απόδοσή σας να μειώνεται και να νιώθετε ότι χαραμίζετε τις ικανότητές σας σε ένα περιβάλλον που φαίνεται να μη τις εκτιμούν ή να μη τις αναγνωρίζουν, όπως εσείς είχατε ονειρευτεί. Ωστόσο, αντί να αναζητήσετε αλλού εργασία με καλύτερες απολαβές, συνεχίζετε να χάνετε το χρόνο σας περιμένοντας να αναγνωριστεί η αξία σας. Αρκετοί άνθρωποι αφήνουν τις ημέρες, τις εβδομάδες ακόμα και τα χρόνια να περνούν, πιστεύοντας ότι η πολυπόθητη αλλαγή θα έρθει σύντομα, αλλά -μαντέψτε (!)- ακόμα και κιάλια να φορέσουν, αυτή δε θα φανεί στον ορίζοντα.

Τις προάλλες μιλούσα με μία γνωστή μου η οποία έχει σχέση σχεδόν δέκα χρόνια και περιμένει «από στιγμή σε στιγμή» να της κάνει ο σύντροφός της πρόταση γάμου. Όταν τη ρώτησα πώς είναι τόσο σίγουρη ότι αυτή θα έρθει, μου απάντησε ότι σε παλαιότερη συζήτησή τους σχετικά με το γάμο «ήταν θετικός». Η γνωστή μου, λοιπόν, έχει εφησυχαστεί επειδή κάποτε της είπε ότι κάποια στιγμή μπορεί να παντρευόταν και αφού τα πηγαίνουν καλά, «είναι ζήτημα χρόνου». Δεν υποστηρίζω ότι δε πρόκειται να συμβεί, ωστόσο δεν πιστεύω ότι μπορεί να βασίζεται σε μία αρκετά προγενέστερη συζήτηση που υπάρχουν πιθανότητες ο ίδιος να μη θυμάται.

Ναι, η υπομονή μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό, χαμένες ευκαιρίες και επομένως σε χαμένο χρόνο από τη ζωή μας. Το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει ο καθένας από εμάς είναι το πότε αξίζει να είμαστε υπομονετικοί -γιατί και η υπομονή έχει τα όρια της (και εμείς επίσης). Το κλειδί είναι να μάθουμε να αξιολογούμε σωστά την εκάστοτε κατάσταση. Τον Ιανουάριο του 2020, η Paola Giuliano και η Paola Sapienza του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών (NBER), διεξήγαγαν μία μελέτη για την αξιολόγηση και την ποσοτικοποίηση του «κόστους της υπερβολικής υπομονής». Συγκεντρώνοντας δεδομένα από την παγκόσμια δημοσκόπηση Gallup World Poll του 2012 και την παγκόσμια έρευνα προτιμήσεων, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ένα μέτριο ποσοστό υπομονής που μεγιστοποιεί την ικανοποίηση και τη συναισθηματική ευημερία. Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι η σχέση μεταξύ της υπομονής και διαφόρων μέτρων υποκειμενικής ευημερίας έχει σχήμα καμπούρας: υπάρχει ένα βέλτιστο ποσό υπομονής που μεγιστοποιεί την ευτυχία. Πέρα από αυτό το βέλτιστο επίπεδο, τα υψηλότερα επίπεδα υπομονής έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ευημερία.

Βάσει της έρευνας και του διαγράμματος, τα υψηλότερα επίπεδα υπομονής έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ευημερία, αφού η ικανοποίηση καθυστερεί και αποφέρει ψυχολογικό κοστός. Μια μέτρια ποσότητα υπομονής φαίνεται να συνδέεται με υψηλότερο επίπεδο ικανοποίησης και συναισθηματικής ευημερίας. Αν αφήσουμε η καμπύλη της υπομονής μας να κυμαίνεται για αρκετό χρόνο σε υψηλά επίπεδα, τότε η ψυχική μας υγεία κινδυνεύει. Ο εαυτός μας σταματάει να εξελίσσεται και να βλέπει τις φιλοδοξίες του να εκπληρώνονται, με την υπομονή να μετατρέπεται σε άγχος και απογόητευση κι εμάς να απομακρυνόμαστε συνεχώς από την ευτυχία.

Όπως ήδη είπαμε, είναι δύσκολο να υπολογίσετε πόσο υπομονή πρέπει να κάνετε για να λάβετε την ικανοποίηση της πραγμάτωσης, αν περιμένετε τόσο ώστε να νιώθετε πια ότι βρίσκεστε σε δυσμενή θέση, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για αρετή, αλλά για μία ζημιογόνο κατάσταση. Ακόμα κι αν μιλάμε για μία οικονομική επένδυση, υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αναμονής και υπομονής μέχρι να καταλάβατε αν είναι κερδοφόρα ή όχι, αρκεί να μη μείνετε θεατές. Ένας ειδικός στο θέμα σύμβουλος μπορεί να αποδειχθεί σωτήριος, όπως σωτήριος μπορεί να είναι και ένας ψυχολόγος.

Αυτό το κείμενο δε προσπαθεί να αποδείξει ότι η υπομονή δεν είναι αρετή, αλλά ότι πρέπει να αποδεχθούμε ότι είναι καλό να τη χάνουμε, αν θέλουμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Ακόμα κι αν δεν έρθει η επίτευξη μιας χρυσής ισορροπίας μεταξύ του καθορισμού φιλόδοξων στόχων και ρεαλιστικών προσδοκιών, πρέπει να μάθουμε -τουλάχιστον- να κρίνουμε πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να αποχωρήσουμε.