Η Ταϊβάν το τελευταίο διάστημα, έχει βρεθεί στο επίκεντρο των ειδήσεων. Απ’ τη μία, είναι οι αναφορές σχετικά με την κυρίαρχη θέση που έχει το νησί στην κατασκευή των πιο προηγμένων chip στον κόσμο, κάτι που την καθιστά αναπόσπαστο κομμάτι της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού τεράστιων βιομηχανιών. Τηλεπικοινωνίες, στρατιωτικός εξοπλισμός, έξυπνες συσκευές, αυτοκίνητα κ.α. είναι μερικοί τομείς όπου τα chip της Ταϊβάν πρωταγωνιστούν και πρόκειται για το 40% των εξαγωγών της χώρας. Ταυτόχρονα, είναι και οι πολιτικές εξελίξεις που την φέρνουν στο προσκήνιο, καθώς η σχέση της με την Κίνα είναι σε τεντωμένο σχοινί και οι Η.Π.Α. έχουν αναλάβει όλη την παρασκηνιακή δράση – όπως άλλωστε συνηθίζουν σε αυτές τις περιπτώσεις.

Και αν αναρωτιέσαι, αν αυτά τα δύο (τα microchip και ένας πόλεμος) έχουν κάποια σχέση, υπάρχει η εξής δήλωση του Steve Blank:

Ο έλεγχος της προηγμένης κατασκευής chip στον 21ο αιώνα μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί σαν τον έλεγχο της προσφοράς πετρελαίου στον 20ο. Η χώρα που ελέγχει αυτή την κατασκευή μπορεί να πνίξει τη στρατιωτική και οικονομική δύναμη άλλων.

Ταϊβάν, Τρίτη 2 Αυγούστου 2022 – Η Πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής, Nancy Pelosi επισκέπτεται την Πρόεδρο της χώρας, Tsai Ing-wen, για να κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρη την θέση των Η.Π.Α. πως στην αντιπαράθεση που έχουν με την Κίνα, «Δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν το νησί».

Στο επίκεντρο του χάσματος Κίνας – Ταϊβάν, είναι ότι η κινέζικη κυβέρνηση την αντιμετωπίζει ως μια αποσχισθείσα επαρχία που κάποια στιγμή, θα γίνει μέρος της χώρας. Ωστόσο, πολλοί Ταϊβανέζοι, θεωρούν ότι το αυτοδιοικούμενο νησί τους είναι ένα ξεχωριστό έθνος – είτε κηρυχθεί επίσημα η ανεξαρτησία είτε όχι.

Πέρασαν 25 χρόνια απ’ την τελευταία φορά που υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος επισκέπτεται την χώρα της Ταϊβάν και αυτό συμβαίνει σε μία κρίσιμη στιγμή, όπου οι σχέσεις τους με την Κίνα, είναι τουλάχιστον τεταμένες. Η κινέζικη κυβέρνηση σε περίπτωση επίσκεψης της Pelosi στην Ταϊβάν, είχε προειδοποιήσει πως «Δεν θα καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια».

Κάτι που θυμίζει έντονα την στάση της Κίνας το 1950, όταν στις 30 Σεπτεμβρίου είχε δώσει την ίδια ακριβώς προειδοποίηση σε περίπτωση που Αμερικανοί στρατιώτες περνούσαν την 38η παράλληλο (σ.σ. το γεωγραφικό σημείο, που οριοθετεί χονδρικά την Βόρεια απ’ τη Νότια Κορέα). Οι Η.Π.Α. τότε αγνόησαν την προειδοποίηση και τα στρατεύματα τους, στις 7 Οκτωβρίου διέσχισαν την 38η παράλληλο και προχώρησαν στα ενδότερα της Κορέας. Κάτι που σήμαινε και την εμπλοκή τους στον λεγόμενο «Πόλεμο της Κορέας», μία ακόμα πτυχή του Ψυχρού Πολέμου.

Πώς όμως οδηγηθήκαμε σε αυτή την ένταση μεταξύ Ταϊβάν – Κίνας; Που εμπλέκονται οι Η.Π.Α. και γιατί πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν την κρισιμότητα αυτών των σχέσεων;

Η ιστορία

Οι πρώτοι γνωστοί άποικοι στην Ταϊβάν ήταν Αυστρονησιακές φυλές, οι οποίοι πιστεύεται ότι προέρχονταν από τη σύγχρονη νότια Κίνα. Το νησί φαίνεται να εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα κινεζικά αρχεία το 239 μ.Χ., όταν ένας αυτοκράτορας έστειλε ένα εκστρατευτικό σώμα για να εξερευνήσει την περιοχή – γεγονός που χρησιμοποιεί το Πεκίνο για να υποστηρίξει την εδαφική του αξίωση. Από τον 17ο αιώνα, σημαντικός αριθμός μεταναστών άρχισαν να φτάνουν από την Κίνα στην Ταϊβάν, συχνά φεύγοντας από την αναταραχή ή τις κακουχίες.

Το 1895, η Ιαπωνία κέρδισε τον Πρώτο Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο και η κυβέρνηση Qing έπρεπε να παραχωρήσει την Ταϊβάν στην Ιαπωνία. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία παραδόθηκε και παραιτήθηκε από τον έλεγχο του εδάφους που είχε πάρει από την Κίνα. Η Δημοκρατία της Κίνας (ROC) – ένας από τους νικητές του πολέμου – άρχισε να κυβερνά την Ταϊβάν με τη συγκατάθεση των συμμάχων της, των Η.Π.Α. και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Tα επόμενα χρόνια, ξέσπασε ένας εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα και τα στρατεύματα του τότε αρχηγού Chiang Kai-shek ηττήθηκαν από τον κομμουνιστικό στρατό του Mao Tse Tung. Ο Chiang Kai-shek, τα απομεινάρια της κυβέρνησής του Guangdong (KMT) και οι υποστηρικτές τους – περίπου 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι – κατέφυγαν στην Ταϊβάν το 1949. Αυτή η ομάδα, που αναφέρεται ως Κινέζοι της Ηπειρωτικής χώρας, κυριάρχησε στην πολιτική της Ταϊβάν για πολλά χρόνια. Ο Chiang δημιούργησε μια εξόριστη κυβέρνηση στην Ταϊβάν, την οποία ηγήθηκε για τα επόμενα 25 χρόνια.

Ο γιος του Chiang, Chiang Ching-kuo, επέτρεψε περισσότερο εκδημοκρατισμό μετά την άνοδό του στην εξουσία και αργότερα ο Πρόεδρος Lee Teng-hui, γνωστός ως «Πατέρας της Δημοκρατίας» της Ταϊβάν, οδήγησε τις συνταγματικές αλλαγές προς τις οποίες τελικά άνοιξε ο δρόμος για την εκλογή του πρώτου προέδρου του νησιού, Chen Shui-bian, το 2000.

Η αναγνώριση της Ταϊβάν ως (ανεξάρτητο) κράτος

Ενώ έχει το δικό της Σύνταγμα, δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες και περίπου 300.000 ενεργούς στρατιώτες στις ένοπλες δυνάμεις της, υπάρχει διαφωνία και σχετική σύγχυση σχετικά με το τι είναι η Ταϊβάν.

Αρχικά, η εξόριστη κυβέρνηση του Chiang ισχυρίστηκε ότι εκπροσωπούσε ολόκληρη την Κίνα, την οποία σκόπευε να ξανακαταλάβει. Κατείχε την έδρα της Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και αναγνωρίστηκε από πολλά δυτικά έθνη ως η μόνη κινεζική κυβέρνηση. Απ’ την δεκαετία του 1970, ορισμένες χώρες άρχισαν να υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση της Ταϊπέι (σ.σ. πρωτεύουσα της Ταϊβάν) δεν μπορούσε πλέον να θεωρείται γνήσιος εκπρόσωπος των εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στην ηπειρωτική Κίνα.

Το 1971 ο ΟΗΕ άλλαξε την διπλωματική του αναγνώριση προς την Κίνα και αναγνώρισε το Πεκίνο ως επίσημο εκπρόσωπο. Στη συνέχεια, το 1978, η Κίνα ξεκίνησε τις προσπάθειες της για οικονομική ανάπτυξη και προκειμένου το εμπόριο της να πάρει ανοδική πορεία, επισύναψε διπλωματικές σχέσεις με τις Η.Π.Α. και έτσι Αμερικανοί διπλωμάτες εγκαταστάθηκαν στο Πεκίνο το 1979.

Έκτοτε, ο αριθμός των χωρών που αναγνωρίζουν διπλωματικά την κυβέρνηση της Ταϊβάν, έχει μειωθεί δραστικά στις περίπου 15. Παρόλο που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ανεξάρτητου κράτους και ενός πολιτικού συστήματος που διαφέρει από την Κίνα, το πολιτικό καθεστώς της Ταϊβάν παραμένει ασαφές.

Ταϊβάν – Κίνα

Την δεκαετία του 1980, οι σχέσεις των δύο χωρών ξεκίνησαν να βελτιώνονται, αφού η Ταϊβάν χαλάρωσε τους κανόνες που είχε ορίσει σχετικά με τις επισκέψεις των πολιτών της προς την Κίνα και τις επενδύσεις σ’ αυτήν.

Αργότερα η Κίνα πρότεινε τη επιλογή «Μία χώρα, δύο συστήματα», η οποία θα επέτρεπε στην Ταϊβάν σημαντική αυτονομία εάν όμως συμφωνούσε να τεθεί υπό τον έλεγχο του Πεκίνου. Αυτό το σύστημα στήριξε και την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα το 1997. Τελικά, η Ταϊβάν απέρριψε την προσφορά και το Πεκίνο επέμεινε ότι η κυβέρνησητης Ταϊβάν είναι παράνομη.

Το 2016, εξελέγη η σημερινός πρόεδρος της Ταϊβάν Tsai Ing-wen, η οποία ηγείται του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος που στρέφεται προς την ανεξαρτησία του νησιού. Το 2020 κέρδισε την δεύτερη θητεία της – με ρεκόρ ψήφων, κάτι που θεωρήθηκε ευρέως ως σνομπάρισμα προς το Πεκίνο. Το Χονγκ Κονγκ τότε είχε μήνες αναταραχών, με τεράστιες διαδηλώσεις ενάντια στην αυξανόμενη επιρροή της Κίνας.

Στο ενδιάμεσο, το 2018, η ρητορική αλλά και η πολιτική του Πεκίνου έγινε έντονα αντιδραστική προς την Ταϊβάν, αφού ζήτησε σε διεθνείς εταιρείες να καταχωρήσουν την Ταϊβάν ως μέρος της Κίνας στους ιστότοπούς τους, με την απειλή πως θα τις εμποδίσει να δραστηριοποιούνται στην Κίνα.

Τι θέλουν οι Ταϊβανέζοι πολίτες

Ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών της Ταϊβάν, ανησυχούν πως η οικονομία τους εξαρτάται πλέον από την Κίνα. Άλλοι πιστεύουν πως όσο υπάρχουν οικονομικές σχέσεις με την Κίνα – κυρίως ευνοούν το Πεκίνο, μία πιθανή εισβολή στο νησί τους είναι λιγότερο πιθανή.

Μια έρευνα που έγινε φέτος τον Ιούνιο, διαπίστωσε ότι μόνο το 5,2% των Ταϊβανέζων υποστήριξε την ανεξαρτησία, ενώ το 1,3% ήταν υπέρ της ενοποίησης με την ηπειρωτική Κίνα. Οι υπόλοιποι υποστήριξαν κάποια μορφή διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης, κάπου ενδιάμεσα στην ανεξαρτησία και την ενοποίηση.

Ο τωρινός ρόλος των Η.Π.Α.

Η «στρατηγική ασάφεια» των Η.Π.Α. δεν είναι κάτι νέο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και κυρίως εξυπηρετεί τα δικά τους οφέλη. Στην περίπτωση αυτή, και ενώ πιστεύουν στην «ενωμένη Κίνα» με μία αναγνωρισμένη κυβέρνηση – ιδανικά στο Πεκίνο, έχουν ταυτόχρονα δεσμευτεί να προστατεύσουν με στρατιωτικό εξοπλισμό την Ταϊβάν προκειμένου να αποφευχθεί μία εισβολή της Κίνας. Κάτι που επιβεβαίωσε και επίσημα ο Joe Biden τον Μάιο του ’22.

Μετά την εκλογή του τωρινού Προέδρου των Η.Π.Α., το Πεκίνο σε μία προσπάθεια να δείξει τις προθέσεις του αλλά και την θέση εξουσίας που κατέχει στην σχέση αυτή, πραγματοποίησε πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών ζώνη αεράμυνας της Ταϊβάν.

Το ενδεχόμενο της σύρραξης

«Εάν οι Η.Π.Α. συνεχίσουν να προκαλούν την Κίνα, η αμερικανική πλευρά θα φέρει όλες τις συνέπειες που προκύπτουν απ’ την στάση τους», δήλωσε σε συνέντευξη τύπου ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, Zhao Lijian, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν ο Joe Biden την Δευτέρα δήλωσε σε δημοσιογράφους πως η επίσκεψη της Pelosi στην Ταϊβάν «δεν ήταν καλή ιδέα αυτή την στιγμη».

Το στρατηγικό παιχνίδι εξουσίας και πολιτικών πρωτοβουλιών, έχει μετατρέψει την περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού – για ακόμα μία φορά – σε μία τεράστια σκακιέρα και ποιος θα αποδειχθεί πιο ικανός σκακιστής, θα διαπιστωθεί στην πορεία.