Το ακούμε εδώ και περίπου δέκα χρόνια: σε μερικές δεκαετίες θα τρώμε κυρίως έντομα.

Οι «μερικές δεκαετίες» αυτές, ωστόσο, ήρθαν συντομότερα του αναμενομένου και σιγά σιγά θα πρέπει να συνηθίζουμε στην ιδέα της εντομοφαγίας και της εισαγωγής βρώσιμων εντόμων στην καθημερινή μας διατροφή, όχι λόγω κάποιου trend που μας ήρθε από κάποιον πλούσιο ηθοποιό του Χόλιγουντ, αλλά, ταυτόχρονα, ως αδήριτη ανάγκη και (σκληρή, για κάποιους) πραγματικότητα -οικονομική και επισιτιστική, παράλληλα.

Το «σύντομα» ήρθε «τώρα» επειδή ζούμε, πιθανώς, στην χειρότερη χρονική συγκυρία των τελευταίων 50 ετών: έχουμε γύρω μας ένοπλες συγκρούσεις, την ολοένα και κλιμακούμενη κλιματική αλλαγή, μια πανδημία, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα (λόγω των πολέμων, ειδικά αυτόν της Ουκρανίας), την ακρίβεια και τον πληθωρισμό. Οι τιμές των περισσότερων τροφίμων, από το πιο απλό μέχρι το πιο βαριά επεξεργασμένο, βρίσκεται, παγκοσμίως, στα ύψη, ενώ έρχεται και η ενεργειακή κρίση ως ο επιπλέον καταλύτης των επισιτιστικών (κακών) εξελίξεων.

Αλλά και οι αριθμοί του ΟΗΕ δεν βοηθάνε καθώς ο αριθμός των ανθρώπων σε σοβαρή επισιτιστική επισφάλεια διπλασιάστηκε μέσα σε μόλις δύο χρόνια: από 135 εκατομμύρια που ήταν πριν από την πανδημία σε 276 εκατομμύρια μέχρι το καλοκαίρι του 2022, μια αύξηση άνω του 500% από το 2016 μέχρι σήμερα. Μέχρι το 2050, σε λιγότερο από 30 χρόνια από τώρα δηλαδή, ο πληθυσμός της Γης εκτιμάται ότι θα έχει φτάσει τα 9,8 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Τώρα είμαστε κοντά στα 8 δισ. Που θα βρεθούν όλα εκείνα τα τρόφιμα για να καλύψουν τις ανάγκες;

Η απάντηση είναι: στην εντομοφαγία.

Τα έντομα αποτελούν βασικό στοιχείο της διατροφής σε μέρη της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και η εντομοφαγία αποτελεί την πιο κοινή διατροφική πρακτική σε χώρες η Ταϊλάνδη, η Κίνα, η Βραζιλία και το Μεξικό.

Είτε μιλάμε για τηγανητές ακρίδες στην Σινγκαπούρη, είτε για σνακ από κάμπιες mopane στη Νότια Αφρική, είτε για τραγανούς σκορπιούς στην Ινδονησία, είτε για αυγά μυρμηγκιών υφαντών στην Μαλαισία, η ουσία παραμένει μια: οι αναπτυσσόμενες χώρες έπιασαν από νωρίς, πολύ νωρίς το νόημα και, στηριζόμενες και στην διατροφική τους παράδοση που επιτάσσει να τρώγεται οτιδήποτε νεκρό ή ζωντανό βρίσκεται γύρω τους, όλη αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει σε ένα ανελέητο insect eating.

Στη Δύση, η πρακτική της κατανάλωσης εντόμων έχει αρχίσει να ακούγεται την τελευταία δεκαετία περίπου, ειδικά μετά τη δημοσίευση μιας έκθεσης-ορόσημο του FAO [Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ] το 2013 περί της βιωσιμότητας και της ασφάλειας της βρώσης εντόμων. Η συγκεκριμένη έκθεση έκανε λόγο για «υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και το γεγονός ότι ευθύνονται για λιγότερο από το 1% του αποτυπώματος άνθρακα του ζωικού κεφαλαίου».

Σύμφωνα με τον FAO, πάνω από 1.900 είδη εντόμων ήδη χρησιμοποιούνται ως τροφή παγκοσμίως, με πιο διαδεδομένα τους γρύλους, τις ακρίδες και τους αλευροσκώληκες

 

Οι διάφορες νέες έρευνες και μελέτες πάντως επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό περί ωφελειών από την εντομοφαγία.

Μια μελέτη του Ιανουαρίου του 2021 στο Critical Reviews in Food Science Nutrition είπε ότι τα βρώσιμα έντομα μπορεί να έχουν «υψηλά ανώτερα οφέλη για την υγεία» λόγω των υψηλών επιπέδων βιταμίνης Β12, σιδήρου, ψευδαργύρου, φυτικών ινών, απαραίτητων αμινοξέων, ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών οξέων, και αντιοξειδωτικά. Οι γρύλοι και μερικά άλλα έντομα μπορούν να εκτρέφονται σε εγκαταστάσεις κλιματικά ελεγχόμενες, προσφέροντας τη δυνατότητα λειτουργίας όλο το χρόνο και αφήνοντας μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα από μια κτηνοτροφική εκμετάλλευση».

Σε μια έτερη μελέτη του 2020 στο Journal of Insect Science, φοιτητές κολεγίου συμμετείχαν σε έρευνες γευστικών τεστ με μπράουνι σε σκόνη γρύλου για να αξιολογήσουν την εμπειρία τους από την εντομοφαγία. Οι μαθητές είχαν γευστική προτίμηση στα μπράουνις από αλεύρι γρύλου έναντι των μπράουνι από αλεύρι σίτου και ανέφεραν ότι μπορούν να αγοράσουν προϊόντα εντόμων στο μέλλον.

«Τα έντομα μάς δίνουν πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας και σχεδόν εφάμιλλη με αυτή του κρέατος, ενώ αποτελούν πολύ καλές πηγές αρκετών βιταμινών και μετάλλων και ως εκ τούτου αποτελούν συμπυκνωμένη τροφή με μεγάλη θρεπτική αξία», σημειώνει η τελευταία αυτή μελέτη, προσθέτοντας εμφατικά ότι «η κατανάλωση 100 γραμ. ακριδών θα μπορούσε να αντικαταστήσει την πρωτεΐνη που προσφέρει μια μέση μερίδα κρέατος».

Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Μελετών Κλιματικών Επιπτώσεων του Πότσνταμ (PIK, Γερμανία) και του Παγκόσμιου Κέντρου Λαχανικών (Ταϊβάν) το προχώρησαν ακόμη παρακάτω: έχουν υπολογίσει τι θα συνέβαινε αν ένα ποσοστό κρέατος στη διατροφή αντικατασταθεί από άλλες τροφές, εφάμιλλης διατροφικής αξίας. Η εργασία, που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες εβδομάδες στο έγκριτο περιοδικό Nature, επικεντρώνεται σε μία από αυτές τις εναλλακτικές λύσεις, τις πρωτεΐνες από μύκητες.

«Υπάρχουν οι πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης, όπως τα μπιφτέκια σόγιας, και τα ζωικά κύτταρα που καλλιεργούνται στο εργαστήριο. Υπάρχουν όμως και οι μικροβιακές πρωτεΐνες που προέρχονται από τη ζύμωση», συνοψίζει η Isabelle Weindl, ερευνήτρια του PIK και συν-συγγραφέας της μελέτης.

Από την πλευρά της, η συνάδελφός της, Rachel Mazac, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο για την Επιστήμη της Βιωσιμότητας του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, δημοσίευσε στα τέλη του περασμένου Απριλίου ένα έγγραφο σχετικά με την «ενσωμάτωση των λεγόμενων νέων τροφίμων στην ευρωπαϊκή διατροφή», με το συμπέρασμά της να είναι ότι «τα τρόφιμα με τις μεγαλύτερες δυνατότητες αποδεικνύονται ότι είναι το αλεύρι εντόμων και το καλλιεργημένο γάλα».

Ο γρύλος ως τροφή στην ΕΕ και ο αλευροσκώληκας του ΑΠΘ

Ηδη πάντως, μια γνωστή αλυσίδα σούπερ μάρκετ πουλάει έντομα εδώ και πέντε χρόνια, ενώ τον Φεβρουάριο η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε την εμπορία και την πώληση, ως βρώσιμο τρόφιμο, του acheta domesticus, του οικιακού γρύλου δηλαδή.

Πάντως, είτε μας αρέσει είτε όχι, ως γένος, εμείς οι άνθρωποι είμαστε παμφάγοι και πρέπει να τρώμε τα πάντα -και μπορούμε όντως να το κάνουμε, πέραν από προτιμήσεις ή πιθανές αγκυλώσεις και ενστάσεις.

Ομοίως σκέφτηκε και η Άνθια Ματσακίδου, η οποία εδώ και λίγους μήνες φτιάχνει μπισκότα και κουλουράκια από αλευροσκώληκες μέσα σε ένα εργαστήριο του ΑΠΘ. Η μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Εργαστήριο Χημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων του τμήματος Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατέθεσε την πρόταση «HelEntoFood» στο Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας.

Η πρότασλη της εγκρίθηκε και η ερευνητική ομάδα της κας Ματσακίδου έγινε η πρώτη στην Ελλάδα που ξεκίνησε να μελετά συστηματικά τα βρώσιμα έντομα ως δυνητική πηγή πρωτεΐνης στην ανάπτυξη τροφίμων.

Στα μπισκότα και τα κουλουράκια αυτά, η ερευνητική ομάδα αντικατέστησε μία από τις κλασικές πρώτες ύλες τους, όπως παραδείγματος χάρη τα αβγά στη μαγιονέζα, με σκόνη από αλευροσκώληκες, με τις πρώτες ενδείξεις να μιλάνε για μια σχεδόν ανεπαίσθητη και απειροελάχιστη αλλαγή στο τελικό γευστικό αποτέλεσμα.

«Θα χαρακτηρίσουμε τις ιδιότητες τους, τα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά, δηλαδή εμφάνιση, υφή, γεύση και οσμή, και θα τα συγκρίνουμε με τα συμβατικά για να δούμε πόσο υποβαθμίζεται ή αναβαθμίζεται η ποιότητά τους», αναφέρει η κα. Ματσακίδου μιλώντας στο προ μηνών ρεπορτάζ του news247.gr, εξηγώντας πως η ομάδα θα δει παραδείγματος χάρη πόσο μαλακό είναι το ψωμί με αλευροσκώληκες, πόσο σταθερό είναι στον χρόνο, ή υπό ποιες συνθήκες αποθηκεύεται.

«Με βάση τις μετρήσεις αυτές, μπορούμε να προτείνουμε τρόπους παρασκευής των τροφίμων ώστε να βελτιωθεί η φόρμουλα και για να γίνει το τρόφιμο πιο νόστιμο ή πιο αφράτο -λαμβάνοντας υπόψη και την πρωτεϊνική του αξία- αλλά και να προτείνουμε πώς πρέπει να αποθηκεύεται και να συντηρείται για να διατηρεί αυτά τα χαρακτηριστικά του», επισημαίνει η ίδια εμφατικά.

Συνολικά εκτιμάται, από τους ειδικούς διατροφολόγους, πως ο καθένας μας καταναλώνει ποσότητα ενός κιλού το χρόνο σε μύγες, σκουλήκια και άλλα έντομα, σύμφωνα με τον Τοντ Ρόιμπολντ, διευθυντή επικοινωνίας του Περιβαλλοντικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Μινεσότα.

Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί πως «η ανθρωπότητα πέρασε χιλιάδες χρόνια βελτιστοποιώντας την αγροτική παραγωγή και κτηνοτροφία και δεν γίνεται να βασιστούμε έτσι άκριτα και ξαφνικά σε μία ξαφνική στροφή στην εντομοφαγία για τη συντήρηση ενός τεράστιου πληθυσμού», όπως χαρακτηριστικά προειδοποιεί ο Τομ Τέρπιν του Πανεπιστημίου Περντού στην Ιντιάνα.

«Δε σημαίνει πως δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, αλλά απλά δεν έχουμε περάσει τον ίδιο χρόνο καλλιεργώντας έντομα για αυτό τον σκοπό, όπως κάναμε με τα ζώα και τα φυτά. Επιπλέον βλέπουμε πως ακόμα και σε πληθυσμούς που τρέφονται με έντομα, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου συνοδεύεται από μείωση κατανάλωσης εντόμων», καταλήγει με νόημα ο Τέρπιν.