Περπατούσα με το σκύλο μου, εισπνέοντας την πρώτη ψύχρα στον αέρα λίγα λεπτά πριν ξημερώσει, απολαμβάνοντας την ησυχία που βρίσκει κανείς στις οικιστικές γειτονιές της Αθήνας μόνο λίγες στιγμές πριν χτυπήσουν τα ξυπνητήρια, όταν μια γυναικεία φωνή, δραπετεύοντας από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα, τάραξε την ηρεμία. Η τονικότητα ψηλά, όπως κι η ένταση.
Μια ώρα αργότερα ήμουν ήδη στο δρόμο, ο οποίος είχε αρχίσει να γεμίζει από κόσμο. Παιδιά κάθε ηλικίας, γονείς, εργαζόμενοι, όλοι βιαστικοί και τσιτωμένοι καθοδόν για το σχολείο, το γραφείο και ούτω καθεξής. Βαβούρα, φωνές, κακός χαμός. Νεύρα μεταφρασμένα σε επίμονες κόρνες, μερικές βρισιές και κάμποσες κατσάδες. Διαφωνίες, κοφτερές αντιφωνίες και αγανακτισμένες ηχηρές εκπνοές πλέκουν καθημερινά το νοσηρό ηχοτοπίο μιας πόλης έτοιμης να σκάσει.
Στην Αθήνα όλοι φωνάζουν ή περιμένουν στη γωνία το πρώτο – κατά την άποψή τους – ατόπημα που θα κάνεις για να πεταχτούν σαν θυμωμένα κουκλάκια κλόουν μέσα από το κουτί τους και να σε κατσαδιάσουν με την απαραίτητη ένταση στη φωνή∙ να σου υποδείξουν ότι μόλις έκανες λάθος. Και τι θα γίνει ρε παιδιά; Έτσι θα διάγουμε τους παράλληλους βίους μας σε αυτήν την πόλη;
Δε λέω, είναι απολύτως απάνθρωπη· μια πόλη που σου δίνει αδιάκοπα αφορμές να βγεις από τα ρούχα σου, να σου ανέβει το αίμα στο κεφάλι, να φτάσεις από το μηδέν στο εκατό σε δευτερόλεπτα, να εκραγείς και να αρχίσεις να ωρύεσαι. Και μιας που γίναμε πάρα πολλοί σε αυτά τα μέρη, το μόνο σίγουρο είναι ότι όλο και κάποιος θα βρεθεί εκεί γύρω να τ’ ακούσει.
Και τι θα γίνει ρε παιδιά; Έτσι θα ζήσουμε; Πάντα δυστυχείς και μαλωμένοι; Δε λέω, βάζεις μια φωνή, τα βγάζεις από μέσα σου να μη σε τρώνε. Και μετά; Έφτιαξε κανείς ποτέ καμιά κατάσταση με τις αγριοφωνάρες του; Δε θέλω μα-μου και ψέματα, η απάντηση είναι όχι. Και δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Στο δια ταύτα, κανένα πρόβλημα δεν βρήκε τη λύση του απλά γιατί ανέβηκε το volume και ανάψανε τα αίματα. Σταμάτα, λοιπόν, άνθρωπε να αγανακτείς και να φωνάζεις.
Τις προάλλες ήμουν στο αυτοκίνητο με έναν φίλο. Εκείνος οδηγούσε, εγώ συνοδηγός. Στο πίσω κάθισμα ο σκύλος, που ήδη έκλαιγε γιατί ήθελε να κατέβει να κατουρήσει. Κάναμε για πέμπτη ή έκτη φορά γύρω-γύρω το ίδιο στουμπωμένο από αυτοκίνητα – παρκαρισμένα όπως να ’ναι – τετράγωνο, αναζητώντας κι εμείς μια ρημαδοθέση για πάρκινγκ. Και ξαφνικά – αλληλούια – να το! Ένας συνάνθρωπος αποφάσισε να πάρει τη λαμαρίνα του και να φύγει, αφήνοντας ελεύθερη μια ωραιότατη θέση για ’μας.
Ο φίλος μου άναψε τα αλάρμ και περίμενε υπομονετικά. Καθόλου υπομονετικός δεν ήταν ο φίλος με το τζιπ από πίσω, που φυσικά δεν έχασε ευκαιρία. «Μα καλά είσαι μαλάκας;», τον ακούσαμε να γαυγίζει, κάνοντας τη χαρακτηριστική χειρονομία που συνοδεύει συνήθως τις αγριοφωνάρες οργισμένων οδηγών. Σαν γνήσια Αθηναία φόρτωσα με τη μία, σε αντίθεση με το φίλο μου που με εξέπληξε ευχάριστα όταν, παίρνοντας το χρόνο του, κατέβασε το παράθυρο και απάντησε με χιούμορ: «Χαίρομαι που ρωτάς. Λοιπόν, όχι, νομίζω πως δεν είμαι» και χαμογέλασε. Ξεσπάσαμε σε γέλια.
Πόσες φορές μια κατάσταση έτοιμη να εκραγεί εξομαλύνεται όταν κάποιος βρίσκει τη δύναμη να επιστρατεύσει το χιούμορ του αντί για τη φαρέτρα του θυμού του; Όχι συχνά, θα τολμήσω να πω. Όμως, εκείνο το σκηνικό εκείνο το βράδυ, η αντίδραση του φίλου μου – γεμάτη χιουμοριστική διάθεση και ελαφράδα – με έβαλε σε σκέψεις σχετικά με την διακριτική δύναμη μιας τέτοιας στάσης απέναντι στη ζωή. Μήπως τελικά η ελαφρότητα της ύπαρξης δεν είναι και τόσο αβάστακτη; Μήπως, αντίθετα, είναι απαραίτητη για την ευημερία;
Η προσπάθεια να δούμε τα πράγματα με μια πιο ελαφριά διάθεση μπορεί να ακούγεται σαν μια τεράστια πρόκληση, δεδομένης της κατάστασης του κόσμου. Η κοινωνική πραγματικότητα έχει πάρει πια τέτοια μορφή που σχεδόν δεν αντιμετωπίζεται, η καθημερινότητα είναι χειμαρώδης. Ενδεχομένως, όμως, αν μπορούσαμε να παίρνουμε κάποια πράγματα λιγότερο στα σοβαρά, αυτό να μας επέτρεπε να διάγουμε την καθημερινότητά μας με λιγότερες εντάσεις και ξεσπάσματα.
Έρευνες δείχνουν πάντως πως το χιούμορ και η ελαφρότητα επιφέρουν μεγάλα οφέλη στην υγεία. Όταν μπαίνουμε σε μια κατάσταση άγχους, το σώμα μας αυτόματα απελευθερώνει ορμόνες του στρες που προκαλούν αύξηση του καρδιακού μας ρυθμού και της αρτηριακής πίεσης. Η αναπνοή γίνεται πιο κοφτή, οι μυς τσιτώνουν. Αυτή η αντίδραση σε καταστάσεις άμεσου κινδύνου ενδεχομένως να είναι χρήσιμη, καθώς μας θέτει σε εγρήγορση. Όμως, όταν απλά έχεις κολλήσει στην κίνηση ή δεν βρίσκεις να παρκάρεις, μια τέτοια αντίδραση το μόνο που κάνει είναι να προσθέτει περιττή δυσφορία σε μια ήδη δυσάρεστη κατάσταση. Με την πάροδο του χρόνο, όταν καθημερινά ένας άνθρωπος μπαίνει σε λειτουργία άγχους, αυτό μπορεί να επηρεάσει πολύ αρνητικά την υγεία του.
Φυσικά, για να μπορέσει κανείς από Hulk να γίνει Yoda θέλει δουλίτσα. Δεν μπορεί από τη μια μέρα στην άλλη να αλλάξει ένας άνθρωπος τη στάση του απέναντι στα πράγματα. Η δύναμη της συνήθειας είναι ασύλληπτη. Και όταν έχεις μάθει αντανακλαστικά να εκνευρίζεσαι, είναι πολύ δύσκολο να κάνεις reboot και να αρχίσεις να βλέπεις τα πάντα αλλιώς. Η ελαφρότητα είναι ένας εντελώς άλλος τρόπος σκέψης στον οποίο χρειάζεται κανείς να εκπαιδευτεί. Όπως και στην ανάπτυξη οποιασδήποτε άλλης συνήθειας, η εξάσκηση βοηθάει. Και δεν τα λέω εγώ αυτά, ο διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου για το Χιούμορ του πανεπιστημίου του Κολοράντο, Caleb Warren, τα λέει.
Και παρόλο που καθόλου δεν υποτιμώ το χρόνο και την προσπάθεια που μπορεί να απαιτεί κάτι τέτοιο, οφείλω να ομολογήσω πως – από την δική μου εμπειρία, μιας και μετά το σκηνικό με το αυτοκίνητο που περιέγραψα πιο πάνω θέλησα πολύ να ακολουθήσω κι εγώ το παράδειγμα το σοφού φίλου μου – η διαδικασία και οι νοητικές «ασκήσεις», προκειμένου να αρχίσει κανείς να βλέπει τις μικρές αναποδιές της ζωής λίγο πιο ανάλαφρα, είναι πέρα για πέρα διασκεδαστικές. Για παράδειγμα, πλέον κάθε φορά που κάποιος άγνωστος στο δρόμο πετάγεται οργισμένος από το πουθενά να μου βάλει τις φωνές γιατί – κατά την άποψή του – έσφαλα, αμέσως φέρνω στο νου μου την εικόνα από εκείνο το κουκλάκι κλόουν που ξεπετάγεται από το κουτί του σε ανύποπτο χρόνο και μένει να ταλαντεύεται για κάμποση ώρα σαν μεθυσμένος τουρίστα που αποπειράται να χορέψει σε ρυθμούς reggae.