Το όνομά του; «Downshifting» και, σύμφωνα με το λεξικό του Cambridge, είναι «η πρακτική της εγκατάλειψης μιας καλά αμειβόμενης και δύσκολης εργασίας προκειμένου να κάνεις κάτι που σου δίνει περισσότερο χρόνο και ικανοποίηση αλλά λιγότερα χρήματα», μια πρακτική που πλέον είναι ορατή σε πολλές, επαγγελματικά απαιτητικές δυτικές κοινωνίες, εκεί όπου η εργασιακή ανέλιξη και η γενικότερη επιδίωξη καριέρας μέσα σε καθαρά ιεραρχικά εργασιακά μοντέλα έχει πλέον όλο και λιγότερο νόημα μέρα με την ημέρα.

«Στη Γαλλία και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, είναι όλο και πιο συνηθισμένο να βλέπεις διακοσμητές εσωτερικών χώρων να γίνονται αρτοποιοί, πρώην τραπεζίτες να ανοίγουν τυροκομεία και στελέχη μάρκετινγκ να παίρνουν τα εργαλεία των ηλεκτρολόγων. Τον Ιανουάριο του 2022, το 21% των Γάλλων εργαζομένων βρισκόταν σε διαδικασία αλλαγής καριέρας, ενώ το 26% σκεφτόταν να αλλάξει καριέρα μακροπρόθεσμα. Στο πλαίσιο αυτής της τάσης, τα στελέχη ή οι εργαζόμενοι υψηλού μορφωτικού επιπέδου έλκονται όλο και περισσότερο από τον κόσμο της βιοτεχνίας», όπως αναφέρει το εκτενές άρθρο του The Conversation.

Πώς, λοιπόν, μπορούμε να κατανοήσουμε τη μετακίνηση των διευθυντικών στελεχών στη βιοτεχνία; Για τα άτομα που έχουν ανελιχθεί επαγγελματικά ή που έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, η μετάβαση σε μια χειρωνακτική δουλειά θα μπορούσε πράγματι να εκληφθεί ως μια παράδοξη «εθελοντική υποβάθμιση», αναρωτιέται εμφατικά το δημοσίευμα.

Ο κοινωνιολόγος Αντουάν Ντεν (Antoine Dain, συγγραφέας του άρθρου), στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής και θέλοντας να κατανοήσει τα κίνητρα του downshifting, πήρε συνέντευξη από 55 εργαζομένους που «εγκατέλειψαν» την καριέρα τους. Το πρώτο συμπέρασμα που προέκυψε από αυτές τις συνεντεύξεις είναι ότι η πλειονότητα των ατόμων που αλλάζουν καριέρα εμφανίζουν μια σχέση με την εργασία η οποία μπορεί να περιγραφεί ως «βιωματική». Αυτό σημαίνει ότι, περισσότερο από τους υλικούς πόρους ή το κύρος της επαγγελματικής θέσης, οι επαγγελματίες αυτοί δίνουν προτεραιότητα στην ικανοποιητική και γεμάτη εργασιακή ζωή.

Η οικονομική διάσταση ήταν εύκολο να αγνοηθεί, επειδή οι ερωτηθέντες… downshifters συχνά είχαν διάφορες δικλίδες ασφαλείας. Από αυτή την άποψη ο Τομ (δεν είναι αυτό το αληθινό του όνομα), ο οποίος έχει διδακτορικό τίτλο στη φυσική και εργάζεται ως ξυλουργός, επιβεβαίωσε ότι η ύπαρξη «πολιτιστικού και οικονομικού κεφαλαίου» και η ασφάλεια του να γνωρίζει ότι «οι γονείς του [που είναι και οι δύο ακαδημαϊκοί] είναι εκεί» είναι οι προϋποθέσεις που του επιτρέπουν να «περιπλανιέται από τη μια δουλειά στην άλλη».

«Χάρη στα πτυχία τους ή την προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία τους, οι επαγγελματίες αυτοί γνωρίζουν επίσης ότι μπορούν να επιστρέψουν σε μια πιο εξειδικευμένη θέση εργασίας, εάν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως θα ήθελαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επαγγελματίες που αλλάζουν καριέρα, οι οποίοι επιδιώκουν μια θέση εργασίας που ανταποκρίνεται περισσότερο στις αξίες τους, μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να υπερβούν τα κοινωνικο-επαγγελματικά όρια. Και, ομολογουμένως, η βιοτεχνία αντιστοιχεί σε έναν πιο εργατικό τομέα εργασίας από αυτόν που τους είχε συνηθίσει το αρχικό τους υπόβαθρο, καθώς δεν προϋποθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και γενικά παρέχει χαμηλότερο ή πιο ακανόνιστο εισόδημα», σημειώνει ο Ντεν, παραδεχόμενος ότι «ήταν ελάχιστοι οι συνεντευξιαζόμενοι που δήλωσαν ότι αισθάνονται υποβαθμισμένοι, αξιολογώντας την κατάστασή τους περισσότερο σε ατομικό επίπεδο και από την άποψη της ολοκλήρωσης, παρά από την άποψη της κοινωνικο-επαγγελματικής θέσης που συνδέεται με τη νέα τους εργασία».

Το νόημα της εργασίας στην εποχή του downshifting

Ο Γκάμπριελ, πρώην διευθυντικό στέλεχος που τώρα εργάζεται ως τυροκόμος, συνοψίζει τι τον οδήγησε ώστε να θεωρήσει ότι η δουλειά του «δεν είχε πλέον κανένα απολύτως νόημα»:

«Κάθε μέρα είναι λίγο ίδια […] και λες στον εαυτό σου, λοιπόν, θα περάσω πραγματικά 40 χρόνια σε ένα γραφείο, με τον κώλο μου σε μια καρέκλα κοιτάζοντας έναν υπολογιστή; Αυτό θέλω πραγματικά να κάνω;».

Το νιώθουμε και εμείς οι δημοσιογράφοι αυτό. Και ο Ντεν το εξηγεί ξεκάθαρα παρακάτω: Αυτό το είδος δραστηριότητας είναι απωθητικό, γεγονός που δομεί τη σχέση μας με την πνευματική (μας) εργασία.

Να είναι ο καθιστικός χαρακτήρας της εργασίας ή η πολύωρη παραμονή μέσα σε εσωτερικούς χώρους ή ακόμη και το ίδιο το αίσθημα της μη παραγωγικότητας που φέρνει μερικές φορές η «πνευματική» εργασία; Όλα παίζουν.

Κυρίως όμως είναι το ότι αυτές οι «δουλειές γραφείου» συχνά συνεπάγονται έναν έντονο καταμερισμό εργασίας, ο οποίος μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ως «αριθμός», «κρίκος» ή «γρανάζι ενός μηχανισμού».

Και κάπως έτσι στρέφονται στην βιοτεχνία και τις χειρωνακτικές εργασίες. Γιατί όμως;

«Η δεξιοτεχνία αποκτά ιδιότητες που αντικατοπτρίζουν αυτές τις ελλείψεις. Πρώτα απ’ όλα, επιτρέπει στους ανθρώπους να εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους – κάτι που πολλοί άνθρωποι που έχουν μετεκπαιδευτεί στις κατασκευές εκτιμούν – και να γυμνάζουν το σώμα τους. Σε αντίθεση με τις μελέτες που υπογραμμίζουν τη σωματική ευπάθεια που συνδέεται με τη χειροτεχνική εργασία, οι επαγγελματίες που αλλάζουν καριέρα τείνουν να περιγράφουν αυτή τη σωματική ενασχόληση ως κάτι που παρέχει ωραία αίσθηση, δυναμώνει τους μυς, σε κάνει να αισθάνεσαι σε φόρμα» και «καλά στο σώμα σου» ή που «σε βοηθά να αποφύγεις το πάχος», σημειώνει ο επιστήμονας, προσθέτοντας ότι «η χειροτεχνία εκτιμάται για τον “συγκεκριμένο” χαρακτήρα της. Με αυτό εννοούμε ότι το προϊόν της δραστηριότητας είναι απτό, χειροπιαστό, γεγονός που διευκολύνει την εξίσωση των προσπαθειών που καταβάλλονται με το αποτέλεσμα που παράγουν». 

Το downshifting και το πώς αυτό επηρεάζει την Μέτα-Εργασία

Είτε πάντως κοιτάς όλη μέρα μία οθόνη Η/Υ, είτε πουλάς σε χαμηλόμισθους αγαθά που δε μπορούν ή δε χρειάζονται να αγοράσουν, όλο και περισσότερο αισθάνεσαι πως η εργασία που επιτελείς είναι άσκοπη – αυτό ακριβώς που ο Αμερικανός ανθρωπολόγος David Graeber αποκάλεσε ως «σκατοδουλειές» (bullshit jobs) σε ένα άρθρο του το 2013. Μεταξύ άλλων, ο Graeber καταδίκασε τους CEO ιδιωτικού κεφαλαίου, τους λομπίστες, τους δημοσιοσχετίστες, τους τηλεπωλητές, τους δικαστικούς επιμελητές και άλλες συναφείς εργασίες γι αυτόν (πχ. πλυντήρια για σκύλους, πιτσαρίες που κάνουν ολονύχτιο delivery κτλ) αναφέροντας ότι όλοι αυτοί υπάρχουν απλά και μόνο επειδή όλοι οι υπόλοιποι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο δουλεύοντας.

«Και αν το επιχείρημα του Graeber μοιάζει υποκειμενικό και κάπως ακατέργαστο, φαίνεται τελικά πως τα οικονομικά στοιχεία το υποστηρίζουν. Η αύξηση της παραγωγικότητας ή αλλιώς η αξία του παραγόμενου προϊόντος ανά μία εργάσιμη ώρα επιβραδύνεται στον κόσμο των πλουσίων – σε αντίθεση με τη συνεχή αστυνόμευση-μέτρηση της απόδοσης των εργαζομένων και την εντατικοποίηση των εργασιακών ρουτινών που τελικά καθιστούν τις δουλειές ελάχιστα ανεκτές», αναφέρει ένα προ ετών άρθρο της Guardian.

Το σίγουρο είναι ότι η εργασία χαρακτηρίζεται ως επιβλαβής για την υγεία μας. «Το άγχος, οι συντριπτικές λίστες περί του “To Do” και οι ατελείωτες ώρες καθιστικής στάσης πίσω από ένα γραφείο θεωρούνται πλέον από τον ιατρικό κόσμο το ίδιο επιβλαβείς με το κάπνισμα», σύμφωνα με το βιβλίο ”The Death of Homo Economicus” του Peter Flemming, καθηγητή στο Cass Business School.

«Η εργασία επίσης είναι κακώς διανεμημένη: οι άνθρωποι έχουν «πολλή δουλειά» ή καθόλου δουλειά ή έναν ψυχοφθόρο συνδυασμό των δυο αυτών καταστάσεων, μέσα στον ίδιο μήνα. Οι απρόβλεπτες, μη σταθερές εργασιακές απαιτήσεις και οι χώροι εργασίας που συνήθως καταναλώνουν την ενέργεια του εργαζόμενου, οδηγούν στον παραμερισμό των ζωτικών δραστηριοτήτων από την καθημερινότητα. Δεν υπάρχει πλέον χρόνος ή ενέργεια για την προσεκτική ανατροφή παιδιών ή τη διατήρηση στενών σχέσεων με τους ηλικιωμένους συγγενείς μας», τονίζει η Guardian.

«Η εργασιακή κρίση είναι επίσης και μία κρίση στο σπίτι μας», δηλώνουν οι κοινωνιολόγοι Helen Hester και Nick Srnicek.

Και τελικά, πέρα από όλες τις δυσλειτουργίες που αναφέραμε πιο πάνω, αναδύονται κι οι υπαρκτές απειλές ως προς την ίδια την Εργασία: η αυτοματοποίηση, καθώς πρόσφατες εκτιμήσεις δείχνουν πως το 1/3 του συνόλου των δουλειών παγκοσμίως θα μπορούσαν να αναληφθούν από την Τεχνητή Νοημοσύνη μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες.

Η ιδέα ενός κόσμου απελευθερωμένου από την Εργασία, είτε πλήρως είτε έστω και μερικώς, έχει συχνά εκφραστεί διακεκομμένα – έχει επίσης χλευαστεί και καταπιεστεί – για όσο διάστημα υπάρχει ο καπιταλισμός διαμέσου του Karl Marx και των θεωρητικών συνεχιστών του.

Όλοι οι ανωτέρω επιστήμονες υποστηρίζουν ένα βαθύτατα διαφορετικό μέλλον για τις δυτικές οικονομίες-κοινωνίες αλλά και για τις φτωχότερες χώρες, όπου η εργασιακή κρίση θα είναι μεγαλύτερη και η βασική απειλή θα προέρχεται από τα ρομπότ και από την κλιματική αλλαγή είναι.

Ονομάζουν αυτό το μέλλον “Post-Work”. (ΣτΜ: Μεταεργασιακή εποχή ή Μέτα-Εργασία). 

Ιδανικά στην Μετά-Εργασία, θα πρέπει να υπάρχει ένα Παγκόσμιο Βασικό Εισόδημα (UBI=Universal Basic Income) καταβαλλόμενο από το κράτος σε κάθε εργαζόμενο, ώστε αυτός να μπορεί να επιβιώσει όταν έρθει ο περίφημος αυτοματισμός των πάντων. Για κάποιους άλλους στοχαστές, το σύστημα UBI θεωρείται απλά ένας περισπασμός από τα σημαντικά θέματα περί Eργασίας και αποτελεί το επίκεντρο μιας αντιπαράθεσης σχετικά με την οικονομική προσιτότητα και την ηθική της ύπαρξης ενός τέτοιου συστήματος.

«Η μεταεργασιακή εποχή μοιάζει εξωφρενική ή απλά με μία ανόητα αισιόδοξη, πιθανότατα έως και ανήθικη, ιδέα. Οι Μεταεργασιακοί επιμένουν ότι είναι ρεαλιστές, αφού είτε η αυτοματοποίηση είτε το περιβάλλον ή και τα δύο, θα επιβάλλουν στην κοινωνία τον τρόπο με τον οποίο θα αλλάξει η κουλτούρα της Εργασίας», κατά τον David Frayne, ριζοσπαστικό κοινωνιολόγο και λέκτορα στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ.

Ωστόσο, η υπόσχεση μιας Μέτα-Εργασιακής πραγματικότητας παραμένει δελεαστική: «Το κίνημα post-work, αν και ακούγεται λίγο ασαφές και επιτηδευμένα ακαδημαϊκό σαν όρος, προσφέρει ελκυστικές υποσχέσεις: μια ζωή με πολύ λιγότερη ή και καθόλου εργασία, μια ζωή πιο ήρεμη, πιο ισότιμη, πιο συλλογική, πιο ευχάριστη, πιο σκεπτική, πιο πολιτικά ενεργοποιημένη, πιο γεμάτη – με λίγα λόγια, φέρει μια ελπίδα για ένα μετασχηματισμό της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας», καταλήγει με νόημα η βρετανική εφημερίδα.