Αντιμέτωποι με την γενικότερη και παρατεταμένη χρονικά μιζέρια που προκάλεσε η πανδημία, από κοινού με άλλους παράγοντες όπως η οικονομική κρίση, αλλά και οι γεωπολιτικές αναταράξεις ελέω ρωσοουκρανικού πολέμου, πολλοί είναι εκείνοι που αποφασίζουν να… «γιολάρουν» (ΥΟLΟ= αρκτικόλεξο του «Υou Οnly Live Οnce», δηλαδή «ζεις μονάχα μια φορά») και να επενδύσουν ένα σεβαστό χρηματικό ποσό σε ένα ταξίδι όχι αναψυχής, αλλά… εκδίκησης.

Ενός ψυχολογικού ρεβανσισμού απέναντι σε όλα εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα εγκλωβισμού και στεναχώριας που τους κληροδότησε η πανδημική κρίση και τα συμπαρομαρτούντα της.

Οπότε και αυτοί, με την σειρά τους, παίρνουν την εκδίκησή τους από την ίδια… την ζωή, κάνοντας ένα ταξίδι που, υπό φυσιολογικές και προ-πανδημίας, συνθήκες δεν θα το σκέφτονταν καν.

«Η ιδέα ενός «ταξιδιού εκδίκησης» φαίνεται να αναφέρεται περισσότερο στην αγάπη για τα ταξίδια παρά στο να περιμένεις έναν συγκεκριμένο προορισμό να σε… αποζημιώσει για κάτι που σου έκανε», αναφέρει το εκτενές ρεπορτάζ του CNN, προσθέτοντας ότι «το «ταξίδι εκδίκησης» μπορεί να ερμηνευθεί ως εκδίκηση ενάντια στην πανδημία ή ενάντια στον ίδιο τον Covid».

Όπως υποστηρίζει το δημοσίευμα, ο όρος αυτός άρχισε να χρησιμοποιείται το 2021, όταν πολλές χώρες άρχισαν να ανοίγουν πάλι τα σύνορά τους στους τουρίστες και οι άνθρωποι αποφάσισαν να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Έρικα Ρίχτερ, αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Ταξιδιωτικών Συμβούλων (ASTA).

Ίσως λοιπόν ένας σωστότερος ορισμός να ήταν «μεταπανδημικό ταξίδι», αν και ο όρος δεν είναι αρκετά ακριβής, αφού η πανδημία μαίνεται ακόμη σε πολλά μέρη της υφηλίου.

«Είναι ένας άλλος τρόπος να πεις ότι “η ζωή είναι μικρή. Θέλω να κλείσω αυτό το ταξίδι. Θέλω να περνάω περισσότερο χρόνο με την οικογένειά μου. Θέλω να συνδεθώ με την ανθρωπότητα και με τη φύση. Θέλω να εξερευνήσω τον κόσμο και να αναζητήσω εμπειρίες που με κάνουν να νιώθω ζωντανός”», τονίζει με νόημα η Ρίχτερ.

«Αυτό που προσπαθεί να πει ο συγκεκριμένος όρος είναι η επιθυμία που έχουν πολλοί άνθρωποι να ταξιδέψουν ξανά, να δουν νέα μέρη και να γνωρίσουν νέους ανθρώπους, μετά από μια περίοδο στατική και θλιβερή», επισημαίνει από την πλευρά του ο Ρόρι Μπόλαντ, εκδότης του περιοδικού «Which?»

«Θα ξοδεύω τα χρήματά μου σε ταξιδιωτικές εμπειρίες»

Πάντως η ουσία είναι ότι πολλοί ήταν εκείνοι που αποφάσισαν να κάνουν αυτό τον καιρό το πρώτο τους μεγάλο ταξίδι από την αρχή της πανδημίας και μετά.

Όπως, λόγου χάρη, η Ντέμπορα Καμπανάρο, η οποία παραιτήθηκε από τη δουλειά της κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Πήγε με τον σύζυγο της σε ένα ομαδικό ταξίδι στο Νεπάλ το 2016 και είχαν προγραμματίσει να επιστρέψουν εκεί το συντομότερο δυνατό, μέχρι που τους πρόλαβε η πανδημία. Τελικά, κατάφεραν να κλείσουν εισιτήρια για το Σεπτέμβριο του 2022. Θα μείνουν στο Νεπάλ για έναν ολόκληρο μήνα.

«Αυτό δεν θα είχε συμβεί πριν», λέει η Καμπανάρο. «Το κάνουμε τώρα γιατί μπορούμε. Είναι πολύ, πολύ ωραίο να έχουμε κάποιο χρόνο ηρεμίας και ξεκούρασης μετά από ένα ταξίδι».

Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα έχει και η Μπρίτνεϊ Ντάρσι, από το Ρόουντ Άιλαντ, η οποία ονειρευόταν να πάει από μικρό κορίτσι στο Παρίσι βλέποντας την αγαπημένη της ταινία «Sabrina». Αλλά το προγραμματισμένο για το καλοκαίρι του 2020 ταξίδι που θα έκανε μαζί με τον σύντροφό της ακυρώθηκε όταν ξέσπασε η πανδημία.

Τώρα, έχει επιτέλους προγραμματίσει εκ νέου το ταξίδι στο Παρίσι, αλλά με πολλές περισσότερες στάσεις: Αντί για πέντε ημέρες στο Παρίσι, θα περάσει και επιπλέον δύο εβδομάδες στη Γαλλία και την Ιταλία.

Η Ντάρσι παραδέχεται ότι δεν είχε ακούσει ποτέ τον όρο «ταξίδι εκδίκησης», αλλά λέει ότι είναι πράγματι ο τέλειος όρος για το ταξίδι της στην Ευρώπη.

«Όλη αυτή η εμπειρία με τον κορονοϊό με έχει κάνει λιγότερο φειδωλή. Ζούμε μονάχα μία φορά, οπότε θα ξοδεύω από δω και μπρος τα χρήματά μου σε εμπειρίες», συνοψίζει η ίδια με νόημα.

«Οπότε πείτε το “ταξίδι εκδίκησης” ή όχι. Έτσι είτε αλλιώς, είναι προφανές ότι οι άνθρωποι έχουν αλλάξει τις ταξιδιωτικές τους συνήθειες από τότε που ξεκίνησε η πανδημία και αυτό το αίσθημα του “ω, επιτέλους!” έχει μεγάλη δύναμη να πουλά αεροπορικά εισιτήρια και πακέτα ξενοδοχείων», καταλήγει το εκτενές ρεπορτάζ του CNN.