«Τς, τς, τς», άκουγα σαν μόνιμη επωδό από τον πατέρα μου, τη χιουμοριστική του ενόχληση, την παιχνιδιάρικη φωνή του πίσω από την ανοιγμένη εφημερίδα που κρατούσε στα χέρια του, κάθε φορά που ανεβοκατέβαινα τις σκάλες, από την αυλή στο σπίτι φορώντας τα αγαπημένα μου τσόκαρα. Ο ξύλινος ήχος τους συνοδεύει την ύπαρξή μου, από τότε και στο εξής. Έκανα θόρυβο. Διατυμπάνιζα τη φόρα της νεότητας.

«Αφού πέφτεις συνέχεια, τι τα φοράς;» ρωτούσε η μητέρα μου, πιο ρεαλίστρια, χωρίς ποτέ να μου επιβάλλει τη γνώμη της. «Δε θα μπλέξεις, το ξέρω», πρόσθετε συχνά πυκνά ανάμεσα στις φράσεις της, σαν χρησμό, κάθε φορά που γύριζα ηττημένη από κάποιο μικροδράμα μου. Είχα αποβληθεί από την τάξη γιατί γελούσα, είχα φάει τα μούτρα μου στο μπάσκετ, είχε εξαφανιστεί το αγόρι που βγαίναμε, είχα γράψει χάλια στο μάθημα, είχα απολυθεί από τη δουλειά, είχα μεθύσει σαν να μην υπάρχει αύριο. «Σου έχω εμπιστοσύνη», κατέληγε λες και συμβουλευόταν το πέταγμα των πουλιών ή το θόρυβο από το θρόισμα της ιερής Δρυός. Δεν ξέρω αν ήταν μοντεσοριανή η σχολή της αλλά απέδωσε.

Το σπίτι με τις φούξια βουκαμβίλιες, που τα άνθη τους κάθε καλοκαίρι σέρνονταν από τη βεράντα σε ολόκληρο το σπίτι μαζί με το χνούδι στο πάτωμα.

Το σπίτι με τα σαμιαμίδια που έτρεχαν στο ταβάνι του κλιμακοστασίου, μία παρομοίωση αντιβαρύτητας, το σπίτι με τις δύο λεμονιές στο κήπο, η μία απέναντι από την άλλη, αντικριστά, διατυμπάνιζαν τη «δύναμη του 2», το σπίτι με τις φούξια βουκαμβίλιες, που τα άνθη τους κάθε καλοκαίρι σέρνονταν από τη βεράντα σε ολόκληρο το σπίτι μαζί με το χνούδι στο πάτωμα, το σπίτι που γεννήθηκα, μεγάλωσα, φώλιασα, εγκατέλειψα ανοίγοντας τα φτερά μου και επέστρεψα για να το αδειάσω όταν κάθε γνώριμη ζωή έπαψε να υπάρχει μέσα σε αυτό.

«Κατέβα από ΄κει, μα πραγματικά, νιώθεις τόσο δυνατή;», ρωτούσα τη μητέρα μου κάθε φορά που την έβλεπα, μεγάλη πια, ανεβασμένη σε μια μεταλλική, ξεχαρβαλωμένη σκάλα να μαζεύει τα πάνω πάνω λεμόνια από τα δέντρα. «Δε νιώθω τόσο δυνατή, αλλά δε θα το βάλω κάτω», απαντούσε παραμερίζοντας τα χρόνια που κουβαλούσε στις πλάτες της. Ατίθαση μέχρι το τέλος, παθιασμένη με τον κήπο της, το ρηγάτο της, με τον έρωτά της, τον πατέρα μου, αγωνίστρια με ενεργή δράση σε πολιτικά κινήματα και πορείες -μας θυμάμαι να τρέχουμε στα στενά του κέντρου να γλυτώσουμε από κάποιο αιφνίδιο ντου δακρυγόνων, στο Πολυτεχνείο, που με είχε τραβήξει αυτή και κάποια χρόνια μετά να τρέχουμε να προλάβουμε το καράβι για τη Μύκονο, που θα την πήγαινα για να της δείξω τη δική μου ενεργή δράση.

«Σε αγαπώ πολύ» της έλεγα. «Να με αγαπάς λιγότερο» απαντούσε. Ήξερε. Πάντα ήξερε.

Τη μητέρα μου τη λέγαν Φανή και νοιαζόταν. Για τις κοινωνικές αλλαγές, για τους φίλους της που είχε πολύ ψηλά, «φιλία εστί μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενοικουμένη», για τις επιταγές της μόδας (τα τριήμερα μοδίστρας σε κάθε αλλαγή της σεζόν μου φαίνονταν ανιαρά τότε, τώρα με παρακινούν), για τους χαρακτήρες των ανθρώπων. «Κοίτα τον Ταρίκ» μου έλεγε για τον Αιγύπτιο μάστορα που μας έφτιαχνε τις πλάκες της αυλής, «πόσο ταπεινός και υπερήφανος είναι». Ταπεινός και υπερήφανος στην ίδια φράση, έτσι όμορφα ακροβατούσε ανάμεσα στις έννοιες το μυαλό της. Ισορροπούσε ανάμεσα στις αντιφάσεις. Γιατί είχαν δει πολλά τα μάτια της. Τοσοδούλα ακόμα είχε αντιληφθεί την παράνοια του εμφυλίου όταν τα μεγαλύτερα αδέρφια της είχαν πάρει τα βουνά, είχε διωχθεί επί χούντας από το δημόσιο όπου δούλευε χαρακτηρισμένη ως «παπανδρεϊκιά» επειδή διάβαζε το Βήμα, είχε πάρει τη ζωή στα χέρια της σπουδάζοντας τουριστικά επαγγέλματα στη Ρόδο μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε, αντιδρώντας με τόλμη στις αδικίες –«και τότε πέταξα τον δίσκο κάτω και είπα να τα σερβίρετε εσείς καλύτερα», θυμόταν αυτή της την ιστορία συχνά, απέναντι σε κάποιον προσβλητικό καθηγητή της στη σχολή.

Τώρα που κάθε συρτάρι, κάθε γωνιά του σπιτιού της, κάθε μεταλλικό κουτί μπισκότων γεμάτο κουμπιά και ραφτικά, κάθε λουλούδι στις γλάστρες της έχει γίνει ένα με το κουβάρι των συναισθημάτων μου, τώρα που η θλίψη της απώλειας μπλέκεται με μια αλλόκοτη ελευθερία αναπόλησης, τώρα μπορώ να δω καθαρά πίσω από τον μόνιμο διάλογό μας. «Σε αγαπώ πολύ», της έλεγα. «Να με αγαπάς λιγότερο», απαντούσε. Ήξερε. Πάντα ήξερε.

«Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα 
των πρώτων παιδικών χρόνων» 

Μια παράφραση του ποιήματος του Γιώργου Ιωάννου αντί επιλόγου.