Κάπου είχα διαβάσει ότι η διαφορά μεταξύ της παιδικής και της ενήλικης φιλίας είναι ότι όταν ήμασταν παιδιά, έφηβοι ακόμη και φοιτητές, περνούσαμε συχνά χρόνο με τους φίλους μας κάνοντας…τίποτα απολύτως. Μπορεί να πηγαίναμε στο σπίτι του φίλου μας για να φάμε, να δούμε τηλεόραση ή να κάνουμε τα μαθήματά μας πριν παίξουμε μαζί. Από την άλλη, ως ενήλικες δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου, γι’αυτό και πρέπει να αφήσουμε από πριν ραντεβού για κάποιο καφέ ή ποτό. Οι στιγμές που περνάμε με τους φίλους μας είναι μετρημένες και κανονισμένες εκ των προτέρων, έτσι ώστε να χωράνε στις ατζέντες μας.
Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί πήγαινα στο σπίτι της Ε. καθημερινά. Οι ζωές μας ήταν απόλυτα συνδεδεμένες: καθόμασταν στο ίδιο θρανίο, πηγαίναμε στο ίδιο φροντιστήριο, παίζαμε στην ίδια ομάδα στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, μέναμε στην ίδια γειτονιά, περίπου μισό λεπτό με τα πόδια απείχε το ένα σπίτι από το άλλο. Τα όρια μεταξύ των σπιτιών μας ήταν επίσης ρευστά, όπως στα sitcoms που ο φίλος του χαρακτήρα απλά άνοιγε την πόρτα και εμφανιζόταν από το πουθενά. Μετά το σχολείο, άλλες φορές ερχόταν σπίτι μου κι άλλες πήγαινα εγώ σπίτι της και παίζαμε. Κάναμε τα μαθήματά μας και αργά το απόγευμα ξαναβρισκόμασταν στην παιδική χαρά.
Κάποια στιγμή, η Ε. γράφτηκε αγγλικά – εμένα τότε δεν με είχαν γράψει ακόμη οι γονείς μου. Η Ε. έκανε τις ασκήσεις της για το μάθημα αγγλικών κι εγώ απλά καθόμουν και την περίμενα να τελειώσει. Δε χρειαζόταν να κάνουμε κάτι. Και μόνο η παρουσία της στον ίδιο χώρο με μένα, ήταν αρκετή παρέα. Στις διακοπές, όταν δεν είχαμε σχολείο, τα όρια αυτά ήταν ακόμα πιο ρευστά. Ό,τι ανάμνηση έχω από τα καλοκαίρια μου στην Αθήνα, η Ε. βρίσκεται εκεί. Και πάλι δεν κάναμε κάτι συγκεκριμένο. Η μία ερχόταν στο σπίτι της άλλης και βλέπαμε μεξικάνικες σειρές στην τηλεόραση ή κάναμε τα δικά μας χορευτικά. Κάποιες φορές η Ε. μου καθάριζε το δωμάτιο. Η μαμά μου μου έλεγε να πάρω παράδειγμα από την Ε. γιατί είναι σαν «μια μικρή μαμά» (σε λίγους μήνες θα γίνει και κανονική μαμα).
Μια από τις τελευταίες μου αναμνήσεις με την Ε. στην οποία δεν κάναμε απολύτως τίποτα ήταν το καλοκαίρι πριν τη Α’ Γυμνασίου. Εγώ είχα πάει στην θάλασσα με τον πατέρα μου το πρωί και είχα καεί χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Είχα πάθει ηλίαση και πρέπει να είχα ανεβάσει και πυρετό. Το βράδυ που γυρίσαμε στην Αθήνα, ο μπαμπάς της Ε. μας πήγε στο ίδιο βίντεο κλαμπ που πηγαίναμε πάντα, στα Εξάρχεια και νοικιάσαμε το «Sweeney Todd». Δε θυμάμαι τίποτα από την ταινία, γιατί είχα νταγκλάρει από την ηλίαση. Καθόμασταν σε ένα μονό κρεβάτι κι εγώ παραπονιόμουν ότι με πονάει η πλάτη μου από τα εγκαύματα. Δεν το ξέραμε τότε αλλά αυτή η καθημερινότητά μας, η πάντα συνυφασμένη, ερχόταν στο τέλος της και ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Το επόμενο καλοκαίρι η Ε. θα έφευγε μόνιμα στην Αλβανία. Θα ξαναβρισκόμασταν, αλλά ποτέ ξανά δε θα είχαμε αυτήν τη δυναμική.
Η φιλία στα φοιτητικά χρόνια
Η επόμενη φορά που έζησα κάτι ανάλογο, που η παρουσία και μόνο ενός φίλου στα ίδια τετραγωνικά μέτρα με μένα ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει την συνάντηση, ήταν στις φοιτητικές εστίες με την Βάσια. Μια μέρα η Βάσια έπαθε τροφική δηλητηρίαση στα γενέθλιά της και μπήκα μαζί της στο ασθενοφόρο. Ο οδηγός έτρεχε σαν τρελός και νομίζαμε ότι θα πεθάνουμε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Κοιτιόμασταν με τη Βάσια και παρά τους πόνους της, εκείνη τη στιγμή υπερίσχυσε ο φόβος. Και μετά μας έπιασε νευρικό γέλιο χωρίς να πούμε τίποτα, γιατί βρήκαμε πολύ αστείο το να πεθάνουμε έτσι, για μια δηλητηρίαση. Εκείνο το βράδυ περάσαμε 11 ώρες στο νοσοκομείο. Η Βάσια έκανε -ούτε που θυμάμαι πόσους- ορούς κι εγώ δίπλα της διάβαζα το «Στον δρόμο» του Κέρουακ που μου είχε δανείσει η ίδια. Της υποσχέθηκα ότι μόλις γίνει καλά θα γιορτάσουμε τα γενέθλιά της με παρτάρα. Και πράγματι κάναμε, μόνο που τότε ήταν η σειρά μου να πάθω δηλητηρίαση. Η Βάσια μου κρατούσε τη λεκάνη και τα βράδια ερχόταν στο δωμάτιό μου να τσεκάρει ότι είμαι καλά.
Όταν ξεμέναμε τελείως από λεφτά και δε μπορούσαμε να βγούμε, καθόμασταν στο δωμάτιό της απλά λέγοντας ιστορίες και γελώντας. Και πέραν αυτού όμως, ακριβώς επειδή ήμασταν πολύ μικρές σε μια ξένη ήπειρο για πρώτη φορά, κάναμε τα πάντα μαζί. Μαζί στο σούπερ μάρκετ, στο ταχυδρομείο, στην τράπεζα.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγατε μαζί με έναν φίλο στην τράπεζα; Εμένα θα μου φαινόταν περίεργο και να το ζητήσω. «Πρέπει να πάω στο ΚΕΠ, θα έρθεις;». Τώρα αν θες να δεις έναν φίλο, όσο καλοί φίλοι και να είστε, πρέπει να υπάρχει ένας προγραμματισμός. Θα πάμε να δούμε ταινία ή να φάμε ή να πιούμε ένα κρασί ή έναν καφέ ή για μπάνιο στη θάλασσα ή σε πάρτι. Τα όρια μεταξύ της ζωής του ενός και του άλλου, του σπιτιού του ενός και του άλλου είναι ξεκάθαρα.
Και φαντάσου ότι έχετε κανονίσει να βγείτε για ποτό και ο φίλος σου δε μιλάει καθόλου. Μούγκα! Τι με έφερες μέχρι εδώ, άνθρωπέ μου αν είναι να μη μιλάς; Κι όμως με τις φίλες μου, συχνά καθόμασταν στο κρεβάτι ή στο πάτωμα, παίζοντας, διαβάζοντας ή χαλαρώνοντας και δε χρειαζόταν να πούμε απολύτως τίποτα. Τώρα, για την συνάντησή σας υπάρχει πάντα μια αφορμή ή ένα χρονικό πλαίσιο. Δεν μπαινοβγαίνεις πια στη ζωή και στο σπίτι του φίλου σου σαν χαρακτήρας σε sitcom. Τι κρίμα…
Η αλήθεια είναι ότι το καλύτερο πράγμα που μπορείς να κάνεις με τους φίλους σου είναι τίποτα απολύτως. Σκεφτείτε τις καλύτερες αναμνήσεις που έχετε μοιραστεί με τους φίλους σας όλα αυτά τα χρόνια: τις στιγμές που γελούσατε μέχρι δακρύων, τα inside jokes, τις δακρύβρεχτες εξομολογήσεις, τα κλάματα μετά από έναν χωρισμό, τις πρώτες σας συνειδητοποιήσεις για τη ζωή και τα θέλω σας. Αυτή η γλυκιά αίσθηση ηρεμίας, με καλό χιούμορ και την ασφάλεια που λαμβάνεις όταν μοιράζεσαι τον ίδιο χώρο για λίγες ώρες ή μέρες με κάποιον που αγαπάς, σαν κομμάτι από την ψυχή και το σώμα σου. Αυτά δεν προγραμματίζονται.
Τέτοιες στιγμές με γυρνάνε πίσω στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο. Ήταν αυτή η έλλειψη ευθύνης, αυτό το χαλαρωτικό συναίσθημα που νιώθεις, όταν το πιο αγχωτικό πράγμα που είχες να κάνες ήταν κάποιες εργασίες.
Είναι δελεαστικό να συνεχίσεις να κυνηγάς κάτι που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πια
Είναι ο λόγος που μας αρέσει να μην κάνουμε τίποτα με τους φίλους μας επειδή μας γυρίζει πίσω στην τελευταία φορά που δεν κάναμε σχεδόν τίποτα. Δεν λέω ότι τα φοιτητικά χρόνια δεν είναι αγχωτικά. Αλλά οι πιέσεις και οι ευθύνες ήταν διαφορετικές, και ήμασταν μονίμως περιτριγυρισμένοι με φίλους. Υπάρχει ένα επίπεδο οικειότητας που αναπτύσσεται όταν περνάτε το μεγαλύτερο μέρος του έτους με τους ίδιους ανθρώπους.
Όταν όλοι οι φίλοι σας βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση -ας πούμε, λίγα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι σας-, οι συναντήσεις σας δεν απαιτούν πολύ προγραμματισμό. Δεν χρειάζεται να σκεφτείτε τι θα βάλετε, να κάνετε κράτηση ή να κανονίσετε ποιος θα οδηγεί. Επισκέπτεσαι έναν φίλο απλά για να αράξετε, να χαζέψετε λίγο στην τηλεόραση και να μιλήσετε. Είναι σαν να έχετε προγραμματίσει ένα ταξίδι πίσω στο παρελθόν, όταν σπάνια περνούσατε τον ελεύθερο χρόνο σας μόνοι και οι ζωές σας πάντα φαινόταν να επικαλύπτονται.
Νομίζω ότι υποτιμούμε αυτό το είδος γλυκιάς ηρεμίας, επειδή είναι δελεαστικό να συνεχίσουμε να κυνηγάμε κάτι που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πια. Αναζητούμε ένα φευγαλέο συναίσθημα που υπάρχει μόνο σε αναμνήσεις και ταινίες και σε φωτογραφίες του Instagram. Είναι η υπερβολικά αισιόδοξη ιδέα ότι αν κάνουμε κάτι διαφορετικό– όπως να πάμε ένα ταξίδι ή σε μια συναυλία– θα μας κάνει να νιώσουμε πιο γεμάτοι, πιο ικανοποιημένοι και πιο ζωντανοί από το να κάναμε αυτά τα μικρά και καθημερινά της πραγματικής ζωής.
Δε ξέρω αν κατάφερα να σκιαγραφήσω σε αυτό το κείμενο την ωμή οικειότητα της φιλίας, είναι πάρα πολύ δύσκολο να τη χωρέσω σε λέξεις. Αν μπορούσα να σας δώσω μια εικόνα ως παράδειγμα, οι φιλίες μου είναι φωτεινές, αστραφτερές και ροζ σαν εκείνη τη σκηνή στη Barbie που χορεύουν όλες τους στη ντίσκο – ακόμα κι όταν απλά καθόμαστε σε ένα υπνοδωμάτιο με τις κουβέρτες μέχρι τη μύτη μας και μιλάμε για τη ζωή μας. Μπορεί να μην είναι τίποτα, αλλά για μένα είναι τα πάντα.