«Δεν είμαι ντροπαλός. Είμαι συγκρατημένος άνθρωπος. Αλλά σαφώς όταν αποφασίζει κάποιος να δημοσιοποιήσει το όνομά του για την επιχείρησή του, πρέπει να πληρώσει το τίμημα της αναγνώρισης. Πρέπει παρόλα αυτά να συμπεριφέρομαι φυσιολογικά. Αν συναντήσω μια γυναίκα στο δρόμο που μου πει: «Καλημέρα, κύριε Ferré», ανταποδίδω τον χαιρετισμό. Αν κάποιος μου πει ότι πιστεύει ότι είμαι καλός σε αυτό που κάνω, είναι χαρά μου και τον ευχαριστώ» απάντησε σε παλιότερη ερώτηση δημοσιογράφου, το 2014.

«Πώς ντύνεστε;» τον ρώτησε στη συνέχεια. «Ακόμα και στον τρόπο που ντύνομαι, δεν επέτρεψα ποτέ στον ρόλο μου να καταστρέψει τον εαυτό μου. Μου αρέσει να λέω ότι ντύνομαι “με τον Monsieur Ferré”. Πάντα προτιμούσα ένα αυστηρό στυλ, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να μην επιτρέπω στον εαυτό μου κάποια εκκεντρικότητα, φαντασία και χιούμορ. Λατρεύω τα ριγέ κοστούμια και τα μπλε σακάκια σε συνδυασμό με γκρι παντελόνια. Μου αρέσουν τα ριγέ και τα καρό πουκάμισα με αντίθετους γιακάδες και μανσέτες. Νομίζω ότι το κύριο πράγμα στο κοστούμι μου είναι το γιλέκο. Το καλοκαίρι προτιμώ τα λευκά και τα λινά ρούχα. Μου αρέσει επίσης το ανεπίσημο στυλ του σαββατοκύριακου – τζιν με δερμάτινο μπουφάν ή ένα μπλε πουλόβερ».

Ο Gianfranco Ferre είναι ένα πολυσέλιδο, απολαυστικό κεφάλαιο στην ιστορία της μόδας. Ο πατέρας του ονειρευόταν ότι ο Gianfranco θα γινόταν φαρμακοποιός, η αδελφή της μητέρας του, μια «κοντή» θεία, τον διάβαζε για ιερέα. Αλλά ο Ferré επέλεξε την αρχιτεκτονική και στη συνέχεια τη μόδα. Το έμφυτο πάθος του διέγραψε όλα τα σχέδια και τις συμβάσεις αυτής της πλούσιας οικογένειας, πολύ προσηλωμένης στις αστικές παραδόσεις της Λομβαρδίας.

Σε ηλικία 13 ετών, μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, ο Gianfranco έγινε ο αρχηγός της οικογένειας. Η παρουσία αυτού του μεγάλου και έξυπνου νεαρού έδινε αυτοπεποίθηση, γέμιζε το σπίτι με χαρά και ευτυχία.

Το 1968, ο Ferré έλαβε το δίπλωμά του στην αρχιτεκτονική, αφού υπερασπίστηκε με επιτυχία τη διατριβή του. Μετά την αποχώρησή του από το πανεπιστήμιο, ο Gianfranco, μαζί με μια ομάδα φίλων, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική. Αλλά οι φίλοι κατάλαβαν ήδη τότε ότι ο Gianfranco δεν θα σταματούσε σε αυτό. Το πάθος του, η αφοσίωσή του, η κλίμακα των ενδιαφερόντων του, το ταλέντο του, όλα έδειχναν ότι είχε έρθει για να πάει μακριά.

Ο πατέρας του ονειρευόταν ότι ο Gianfranco θα γινόταν φαρμακοποιός, η αδελφή της μητέρας του, μια «κοντή» θεία, τον διάβαζε για ιερέα. Αλλά ο Ferré επέλεξε την αρχιτεκτονική και στη συνέχεια τη μόδα.

Την περίοδο 1965-1970, στο Μιλάνο επικρατούσε μια χαρούμενη και δημιουργική ατμόσφαιρα, η οποία άνοιξε το δρόμο για πολλά νέα ταλέντα. Τότε ήταν που πολλοί σχεδιαστές μόδας και designers έκαναν όνομα. Το Μιλάνο έγινε σταδιακά ένα παγκόσμιο κέντρο σχεδιασμού και μόδας. Υπήρχαν αστέρες του καναπέ, αστέρες του σακακιού, αστέρες του πουλόβερ, ακόμη και αστέρες της καφετιέρας. Τότε, το 1972, ο Φερέ νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Μιλάνο. Ταυτόχρονα, υπέγραψε συμβόλαιο με μια γενοβέζικη εταιρεία που παρήγαγε τα πανωφόρια Courlande και τα αδιάβροχα San Georgio. Στη συνέχεια ο Ferré αναλαμβάνει την Ketch, μια σειρά ρούχων με ακραίο στυλ και χαμηλές τιμές, μόνο που μια τέτοια παραγωγή θα μπορούσε να εδραιωθεί αποκλειστικά σε μια χώρα με φθηνό εργατικό δυναμικό.

Έτσι η Ινδία μπήκε στη ζωή του Ferre. Στην Ινδία, ο Ferre μελέτησε διάφορες χειροποίητες υφαντικές τέχνες, τεχνικές ύφανσης, όλους τους κύκλους ραψίματος. Στα τέλη του 1975 επέστρεψε στην πατρίδα του. Και εδώ, εμφανίζεται η εξαιρετική φιγούρα του Franco Mattioli, ενός ταλαντούχου επιχειρηματία που παράγει τις δικές του σειρές ρούχων Bail και Dei Mattioli. Η πρώτη κιόλας συνάντηση του Mattioli με τον Gianfranco επισφραγίστηκε με τη φράση «άντε, ζωγράφισε!».

Η Ferre και η ζεστή, καθησυχαστική παρουσία του

«Μια όμορφη Βενετσιάνα σε κάθε παράσταση μου δίνει ένα αρκουδάκι. Πιστεύει ότι το αρκουδάκι συμβολίζει όχι μόνο την εμφάνισή μου, αλλά και τον χαρακτήρα μου. Τώρα έχω αμέτρητο αριθμό αυτών των λούτρινων, όλων των χρωμάτων και μεγεθών. Στη Ρωσία μου χάρισαν μια τεράστια σοκολάτα. Και μια μέρα οι βοηθοί μου μου χάρισαν ένα χειροποίητο σερβίτσιο για τα Χριστούγεννα, όπου κάθε πιάτο απεικόνιζε μια διαφορετική καρικατούρα μου». Ο Ferre άρχισε να εργάζεται πάνω στην πρώτη συλλογή για την Bailby Ferre. «Μετά την Ινδία, η εικόνα της ηρωίδας μου αρχίζει να διαμορφώνεται στο μυαλό μου. Νέο αστικό στυλ. Έτσι γεννήθηκε μια άλλη γυναίκα – η γυναίκα Ferre».

Δίπλα στη λεπτή, κάπως ανδρόγυνη γυναίκα Armani, την τολμηρά θηλυκή γυναίκα Versace, εμφανίζεται μια βασιλική, ιερατική, αριστοκρατική γυναίκα, ασύγκριτη στην εκλεπτυσμένη απλότητα και την αληθινή πολυτέλεια. «Ξεκινάει και είμαι τυφλωμένος. Κάνω συλλογές εδώ και αιώνες, γεννήθηκα ανάμεσα σε υφάσματα, μεγάλωσα σε ένα κατάστημα, εκατό χρόνια στον κλάδο. Αλλά μια τέτοια συλλογή την ονειρευόμουν όλη μου τη ζωή! Αυτές οι καθαρές γραμμές… Αυτά τα χρώματα… Αυτή η ροή. Και πάνω από όλα το ισχυρό, αποφασιστικό χέρι του, ικανό να δημιουργήσει μια μαγική αύρα!» λέει ο Mattioli μετά την πρώτη επίδειξη. Λευκές μπλούζες, ψηλές μπότες, ασυνήθιστοι όγκοι – κανείς δεν το έχει ξαναδεί αυτό.

Λατρεύει να αναμειγνύει το «θηλυκό» και το «αρσενικό», δημιουργώντας γυναικεία ρούχα.

«Σχεδιάζω ένα φόρεμα, ένα σπίτι, έναν δρόμο, μία πόλη με την ίδια διαδικασία»

Ο Mattioli στάθηκε στο ύψος του, αν και τα πράγματα πήγαιναν πρίμα: «Ο Ferre ήταν αυτό που δεν ήμουν εγώ. Ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου. Ήξερα πώς να πουλάω. Αλλά η ιδιοφυΐα της γραμμής, του γούστου, της κλάσης, της ατμόσφαιρας ήταν ο Gianfranco. Μόνο αυτός ήξερε πώς να δώσει ψυχή στα πράγματα. Ένιωθα σαν μεγαλύτερος αδελφός, που προστάτευε έναν νεότερο, πολύ ταλαντούχο».

«Δεν πρέπει να ενδίδεις στο κοινό», του έλεγα. «Πρέπει να εκπαιδευτεί. Θα δεις, Ferre, σύντομα, πολύ σύντομα το κοινό θα τρέξει σε σένα. Θα σέρνεται στα γόνατα».

Ο Mattioli ήταν βέβαιος ότι ο Ferre θα γινόταν ένας από τους πιο διάσημους σχεδιαστές μόδας στον κόσμο. Το 1978, ο Ferre και ο Mattioli αποφάσισαν να οργανώσουν την εταιρεία Gianfranco Ferre και τον Οκτώβριο να παρουσιάσουν μια εντελώς νέα συλλογή. Δεν υπήρχε χρόνος ωστόσο για να ψάξουν για υφάσματα. Ευτυχώς, ο Mattioli είχε κάποια υπέροχα κρεπ. Και ο Ferre έκανε σχεδόν το ίδιο πράγμα που είχε κάνει ο Dior στην εποχή του, ο οποίος δημιούργησε την πρώτη του συλλογή μετά τον πόλεμο. Ο Gianfranco πήρε ανδρικά υφάσματα και έφτιαξε αυστηρά κλασικές σιλουέτες, αλλά με ένα θεαματικό τρικ. Δουλειά μέρας και νύχτας. Παστέλ συμφωνίες από λευκές και μπεζ αποχρώσεις κιμωλίας.

Η λατρεία για τα γιλέκα

«Μια ιταλική εφημερίδα με ρώτησε πρόσφατα πόσα γιλέκα έχω. Υπολόγισα τον ακριβή αριθμό  και βγήκε 98. Από αυτή την άποψη, είμαι συντηρητικός, δεν βιάζομαι να πετάξω τα παλιά ρούχα και προτιμώ τα καινούργια να μοιάζουν με τα παλιά» είχε πει ο ίδιος ο Ιταλός σχεδιαστής.

Ο Ferré τιμήθηκε με το πρώτο του Χρυσό Μάτι (Golden Eye) τον Οκτώβριο του 1982. Έκτοτε, δεν υπήρξε χρονιά που ο καλλιτέχνης να μην λάβει κάποιο βραβείο ή διάκριση. Όταν το 1984, ο Ferré παρουσίαζε τη νέα του συλλογή στη Νέα Υόρκη, ακολούθησε αυτομάτως μια πρόταση από το Παρίσι να κάνει μία ready-to-wear συλλογή για τον οίκο Dior.

«Μια όμορφη Βενετσιάνα σε κάθε παράσταση μου δίνει ένα αρκουδάκι. Πιστεύει ότι το αρκουδάκι συμβολίζει όχι μόνο την εμφάνισή μου, αλλά και τον χαρακτήρα μου. Τώρα έχω αμέτρητο αριθμό αυτών των λούτρινων, όλων των χρωμάτων και μεγεθών.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Ferre κάνει άλλο ένα βήμα μπροστά: «Θα κάνουμε haute couture» αναφωνεί. Στις 22 Ιουλίου 1986, ο σχεδιαστής κάνει το ντεμπούτο του στη διοργάνωση AltMod στη Ρώμη. Υπό τους ήχους του Honky Tonky Woman των Rolling Stones, στις 9:30 μ.μ. εμφανίστηκε στην πασαρέλα ένα αυστηρό, πολύ θηλυκό κοστούμι από γκρι ζέρσεΐ. Και στη συνέχεια εβδομήντα μοντέλα, ντυμένα στο γκρι, διακοπτόμενο από λευκό, κόκκινο και δραματικό μαύρο. Ανδρικά υφάσματα, κεντήματα, πλεκτά πουλόβερ καλυμμένα εξ ολοκλήρου με pavé στρας, μακριά παλτό, πολυτελή πουλόβερ που γλιστρούν πάνω σε πλισέ φούστες. Βραδινά μαύρα φορέματα-γλυπτά και μακριά φορέματα-πουκάμισα.

«Μια θριαμβευτική επιτυχία», γράφουν οι δημοσιογράφοι. «Ο Gianfranco Ferre αποτίναξε τη ναφθαλίνη από την AltModa. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του, εκτός φυσικά από το ταλέντο; Στη δουλειά, στη δουλειά και στη δουλειά, στις ατελείωτες δοκιμές και στα τεστ, στις αναζητήσεις και στα ευρήματα. Υπομονή και επιμονή Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο στις συλλογές του. Τα πάντα είναι μελετημένα από τον ίδιο, ακόμη και η δομή του υφάσματος. Είναι ταυτόχρονα συντηρητικός και προκλητικός εισβολέας». Αυτά και άλλα ωραία γράφουν.

Τα εξεζητημένα παιχνίδια του Ferre δεν τελειώνουν με την αναζήτηση νέων υλικών και υφασμάτων. Λατρεύει να αναμειγνύει το «θηλυκό» και το «αρσενικό», δημιουργώντας γυναικεία ρούχα. Για τον Ferré, η πιο όμορφη στιγμή στη δουλειά συνδέεται πάντα με την τελευταία συλλογή και η πιο δύσκολη έρχεται όταν πρέπει να ξεκινήσει μια νέα.

«Τα πάντα είναι μελετημένα από τον ίδιο, ακόμη και η δομή του υφάσματος. Είναι ταυτόχρονα συντηρητικός και προκλητικός εισβολέας».

Μόνο η πασαρέλα ξέρει πόσα δάκρυα έχυνε ο Ferre περπατώντας θριαμβευτικά μετά από κάθε επίδειξη. Με τρεμάμενο βάδισμα από τον ενθουσιασμό και την χαρά, με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο και λαμπερά μάτια. Ένας πολύ συγκινητικός, μεγάλος και ευγενικός, δυνατός άνθρωπος.

Στις 8 Μαΐου 1989, η αμερικανική εφημερίδα WWD δημοσιεύει απροσδόκητη είδηση για την παραίτηση του Mark Bohan, ο οποίος ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου Dior για τριάντα ολόκληρα χρόνια -εδώ και αρκετά χρόνια, τα σόου στον οίκο Dior γίνονται σε μια μισοάδεια αίθουσα. Το όνομα ενός πιθανού διαδόχου ακούγεται όλο και πιο δυνατά και επιτακτικά. Ο διευθυντής του οίκου Dior δοκιμάζει την τύχη του και καλεί την ξαδέλφη του Ferre, Rita Airaghi, στο Μιλάνο. Η Ρίτα ενημερώνει τον Τζανφράνκο για τη συζήτηση αυτή. Ο Ferre απαντά με ηρεμία: «Γιατί όχι;».

«Ναι, γιατί όχι;» απαντά με ενθουσιασμό και ο γενικός διευθυντής του οίκου Ferre, Franco Mattioli. «Εξάλλου, έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε συλλογές υψηλής ραπτικής. Ο Dior μας προσκαλεί να φτιάξουμε συλλογές γι’ αυτόν. Και θα τις κάνουμε!».

Στις 22 Ιουλίου 1989, ο Ferré παρουσίασε την πρώτη του συλλογή υψηλής ραπτικής για τον Dior κάτω από τα στοχευμένα πυρά του Τύπου, επιφανών πελατών και καλεσμένων από όλο τον κόσμο. Η ενενηντάχρονη Marguerite Carré, το δεξί χέρι του Dior, εντυπωσιασμένη από την ομορφιά των μοντέλων και την πίστη στο στυλ του Dior, αναφώνησε: «Ο Dior επέστρεψε, τον ένιωσα να ζωντανεύει σε αυτή την πασαρέλα». Ο Christian Dior έλαβε το βραβείο της «Χρυσής Δαχτυλήθρας» και άλλες τρεις φορές έκτοτε, αλλά ούτε μία φορά σε σαράντα χρόνια, ούτε ένας Ιταλός, που παρουσίαζε μόδα στο Παρίσι, δεν τιμήθηκε με αυτό.

Ακολούθησαν πολλά σκαμπανεβάσματα, οι ειδικοί της μόδας άρχισαν να δίνουν λιγότερη προσοχή στις συλλογές του οίκου, ένα νέο σχεδιαστικό δίδυμο οι Stefano Citron & Federico Piaggi τράβηξαν την προσοχή μετά τον θάνατο του Gianfranco Ferre στις 17 Ιουνίου του 2007. Τα διεθνή ταμπλόιντ υπερθεμάτιζαν για την αναδιάρθρωση του οίκου Gianfranco Ferré, η χρεωκοπία όμως ακολούθησε δύο χρόνια μετά, τον χειμώνα του 2009, λίγο πριν τα 00s, τα οποία έτσι κι αλλιώς γοητεύονταν από άλλα καλούπια και άλλες φιγούρες. H street culture άρχισε να παίρνει τα ηνία και ο Mr. Ferre δε θα πολύγοητευόταν από αυτό.

Σήμερα ο οίκος Gianfranco Ferre ανήκει στην IT Holding Group.