Υπάρχει μεγάλη ανησυχία για την έννοια της «ψηφιακής άνοιας» – την ιδέα ότι η εξάρτηση από τα smartphones και το διαδίκτυο μειώνει τις γνωστικές ικανότητες ενός ατόμου. Όμως τουλάχιστον για τα άτομα άνω των 50 ετών αυτές οι τεχνολογίες φαίνεται να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα – προς την επιθυμητή κατεύθυνση απέναντι στον εκφυλισμό των νευρώνων. 

Μία συνολική ανάλυση σχεδόν 60 μελετών που περιλάμβαναν 410.000 άτομα αυτής της ηλικιακής ομάδας έδειξε ότι όσοι περνούν περισσότερο χρόνο χρησιμοποιώντας smartphones, υπολογιστές και το διαδίκτυο είναι λιγότερο πιθανό να παρουσιάσουν γνωστική εξασθένηση – και πιο πιθανό να έχουν πιο αργή γνωστική φθορά – σε σύγκριση με εκείνους που περνούν λιγότερο χρόνο με αυτές τις τεχνολογίες. 

Αν και αυτή η μετα-ανάλυση δεν μπορεί να αποδείξει αιτιώδη σχέση, υποδηλώνει ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες ενθαρρύνουν συμπεριφορές που βοηθούν στη διατήρηση της γνωστικής λειτουργίας στην πρώτη γενιά ανθρώπων που είχε πρόσβαση σε αυτές σε μεγαλύτερη ηλικία υποστηρίζει ο Jared Benge από το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν. «Αισθανόμαστε αρκετά σίγουροι ότι αυτή η πρώτη γενιά βλέπει πράγματι μια καθαρά θετική επίδραση στη γνωστική λειτουργία». 

Υπάρχει εδώ και καιρό ανησυχία για το πως η χρήση της τεχνολογίας επηρεάζει τον εγκέφαλό μας. Για να μάθουν περισσότερα ο Benge και ο συνάδελφός του Michael Scullin από το Πανεπιστήμιο Baylor στο Τέξας έκαναν ανασκόπηση στη βιβλιογραφία που αφορά τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών από άτομα άνω των 50 ετών. Μεταξύ άλλων κριτηρίων απέκλεισαν επιστημονικά άρθρα που εστίαζαν σε παιχνίδια ή εφαρμογές εκπαίδευσης του εγκεφάλου. «Μας ενδιέφερε περισσότερο η καθημερινή εμπειρία αλληλεπίδρασης με τις ψηφιακές τεχνολογίες» τονίζει ο Benge. 

Είναι δύσκολο να συμπυκνωθούν τα αποτελέσματα σε απλούς αριθμούς λέει ο Benge, «αλλά οι επιδράσεις είναι συγκρίσιμες με άλλους γνωστούς προστατευτικούς παράγοντες, όπως η εκπαίδευση και ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης που γνωρίζουμε ότι συνδέονται με την υγεία του εγκεφάλου». 

Μία εξήγηση μπορεί να είναι ότι άτομα με καλύτερη εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη ή εισοδήματα είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν ψηφιακές τεχνολογίες, καθώς αυτοί οι παράγοντες σχετίζονται επίσης με χαμηλότερα ποσοστά άνοιας. Ο Benge σημειώνει τρεις λόγους για τους οποίους η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να επιβραδύνει τη γνωστική φθορά. Ο πρώτος είναι ότι οι ψηφιακές δραστηριότητες είναι πιο σύνθετες και διαδραστικές από το απλό να παρακολουθεί κανείς τηλεόραση. Ο δεύτερος είναι ότι βοηθούν τους ανθρώπους να διατηρούν κοινωνικές επαφές, π.χ. μέσω βιντεοκλήσεων. Ο τρίτος είναι ότι μπορεί να ενισχύουν την αυτονομία τους, όπως για παράδειγμα με τη χρήση GPS που αποτρέπει την απώλεια προσανατολισμού ακόμα κι αν έχουν μειωθεί οι σχετικές ικανότητές τους. 

Το βασικό μειονέκτημα είναι ότι οι μελέτες στη μετα-ανάλυση βασίστηκαν στην αυτοαναφορά των συμμετεχόντων σχετικά με το πόσο χρησιμοποιούσαν smartphones, υπολογιστές ή το διαδίκτυο. Στο μέλλον τεχνολογίες όπως η παρακολούθηση χρόνου οθόνης θα μπορούσαν να προσφέρουν πιο αντικειμενικά δεδομένα. Με πιο λεπτομερή αρχεία, θα μπορούσε ίσως να εντοπιστούν συγκεκριμένοι τύποι ή διάρκειες δραστηριότητας που είναι ωφέλιμοι. 

Ο Benge επισημαίνει επίσης ότι τα άτομα σε αυτές τις μελέτες δεν είχαν smartphones ή πρόσβαση στο διαδίκτυο όταν ήταν παιδιά. «Πώς θα εξελιχθεί αυτό στους λεγόμενους “ψηφιακούς αυτόχθονες”; Η παρούσα εικόνα είναι ενθαρρυντική, αλλά η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμα». 

«Οι σημερινοί μεσήλικες έχουν εκτεθεί σε ένα πολύ ευρύ φάσμα τεχνολογιών από την αλλαγή της χιλιετίας και μετά και το μεγαλύτερο μέρος της ανησυχίας επικεντρώνεται στα smartphones και/ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία δεν υπάρχουν καν εδώ και πολύ καιρό» επισημαίνει σχετικά ο νευροεπιστήμονας Dean Burnett. 

Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η μακροχρόνια χρήση της τεχνολογίας μπορεί να είναι ωφέλιμη για τον εγκέφαλο και τη γνωστική λειτουργία. «Σίγουρα παρέχει ένα ισχυρό αντίβαρο στη συνηθισμένη παρορμητική άποψη ότι “η τεχνολογία ισούται με κακό” όσον αφορά την εγκεφαλική και ψυχική υγεία». 

Αν και η μετα-ανάλυση δεν εξέτασε τις επιδράσεις των ψηφιακών τεχνολογιών στη γνωστική λειτουργία των νεότερων ατόμων, ο Burnett υποστηρίζει ότι οι σχετικές ανησυχίες έχουν αρχίσει να “φουσκώνουν υπερβολικά”. «Τα αποδεικτικά στοιχεία για μόνιμες, επιβλαβείς αλλαγές στον εγκέφαλο είναι αδύναμα ή ανύπαρκτα. Σίγουρα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να δικαιολογούν την προσοχή και τις παρεμβάσεις που λαμβάνει το ζήτημα, όπως οι απαγορεύσεις των smartphones για άτομα κάτω των 16 ετών». 

*Με στοιχεία από το Νew Scientist.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.