Τι κοινό έχουν μία ανεμογεννήτρια, μία μηχανή αεροσκάφους και μία μονάδα κλιματισμού; Κάθε ένα από αυτά παράγει ηχητικά κύματα που είναι πολύ πιο κάτω από τις συχνότητες που μπορεί να ακούσει ο άνθρωπος. Αλλά επειδή δεν μπορείτε να ακούσετε τις συνιστώσες χαμηλών συχνοτήτων αυτών των ήχων, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν καμία επίδραση στα αυτιά σας. Ο θόρυβος χαμηλών συχνοτήτων είναι συνηθισμένος ως θόρυβος που υπάρχει στο background αστικών περιβάλλοντων και ως εκπομπή από πολλές τεχνητές πηγές. Η ακρόαση μόλις 90 δευτερολέπτων ήχου χαμηλής συχνότητας μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το εσωτερικό του αυτιού σας για κάποια λεπτά μετά το τέλος του θορύβου, όπως δείχνει μια νέα μελέτη.

Η συνεχής έκθεση σε ήχους χαμηλής συχνότητας θεωρείτο αθώα, και αυτή η μελέτη δείχνει ότι δεν είναι“, λέει ο ερευνητής ακοολογίας Jeffery Lichtenhan της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις, ο οποίος συμμετείχε στη νέα εργασία.

Οι άνθρωποι μπορούν γενικά να αντιληφθούν ήχους σε συχνότητες μεταξύ 20 και 20.000 κύκλων ανά δευτερόλεπτο, ή χερτζ (Hz) -αν και το εύρος αυτό συρρικνώνεται καθώς το άτομο μεγαλώνει. Η παρατεταμένη έκθεση σε δυνατούς θορύβους εντός του ακουστικού εύρους είναι γνωστό ότι προκαλεί απώλεια ακοής με την πάροδο του χρόνου. Αλλά η διαπίστωση της επίδρασης των ήχων με συχνότητες κάτω από περίπου 250 Hz ήταν πιο δύσκολη. Παρόλο που βρίσκονται πάνω από το κατώτερο όριο των 20 Hz, αυτοί οι ήχοι χαμηλής συχνότητας τείνουν να είναι είτε αθόρυβοι είτε ελάχιστα ακουστοί και οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πάντα πότε εκτίθενται σε αυτούς.

Για αυτή τη μελέτη, ο νευροβιολόγος Markus Drexl και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian στο Μόναχο της Γερμανίας ζήτησαν από 21 εθελοντές με φυσιολογική ακοή να καθίσουν μέσα σε ηχομονωμένους θαλάμους και στη συνέχεια έπαιξαν έναν ήχο 30 Hz για 90 δευτερόλεπτα. Ο βαθύς, δονούμενος θόρυβος, λέει ο Drexl, είναι περίπου αυτό που μπορεί να ακούσετε “αν ανοίξετε τα παράθυρα του αυτοκινήτου σας ενώ οδηγείτε γρήγορα σε έναν αυτοκινητόδρομο“. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησαν ανιχνευτές για να καταγράψουν τη φυσική δραστηριότητα του αυτιού μετά το τέλος του θορύβου, εκμεταλλευόμενοι ένα φαινόμενο που ονομάστηκε αυθόρμητες ωτοακουστικές εκπομπές (SOAEs), κατά το οποίο το ίδιο το υγιές ανθρώπινο αυτί εκπέμπει αμυδρούς σφυριχτούς ήχους. “Συνήθως είναι πολύ αχνοί για να ακουστούν, αλλά με ένα μικρόφωνο που είναι πιο ευαίσθητο από το ανθρώπινο αυτί, μπορούμε να τους ανιχνεύσουμε“, λέει ο Drexl. Οι ερευνητές γνωρίζουν ότι τα SOAE αλλάζουν όταν αλλάζει η ακοή ενός ατόμου και εξαφανίζονται σε συνδυασμό με την απώλεια ακοής.

Artwork: Olaf@ck Staff

Τα SOAEs των ανθρώπων είναι συνήθως σταθερά για μικρές χρονικές περιόδους. Αλλά στη μελέτη, μετά από 90 δευτερόλεπτα ήχου χαμηλής συχνότητας, τα SOAEs των συμμετεχόντων άρχισαν να ταλαντώνονται, να γίνονται εναλλάξ ισχυρότερα και ασθενέστερα. Οι διακυμάνσεις διήρκεσαν περίπου 3 λεπτά, αναφέρει η ομάδα στο Royal Society Open Science.

Οι αλλαγές δεν είναι άμεσα ενδεικτικές της απώλειας ακοής που μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά σημαίνουν ότι το αυτί μπορεί να είναι προσωρινά πιο επιρρεπές σε βλάβες μετά την έκθεσή του σε ήχους χαμηλής συχνότητας, εξηγεί ο Drexl. “Παρόλο που δεν το έχουμε δείξει ακόμα, υπάρχει μια σίγουρη πιθανότητα ότι αν εκτεθείτε σε ήχους χαμηλής συχνότητας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αυτό μπορεί να έχει μόνιμη επίδραση“, προσθέτει ο Drexl.

Το δυσάρεστο με τα αυτιά μας είναι ότι μπορεί να τους κάνουμε τρομερά πράγματα με ήχους που δεν είναι απαραίτητα επώδυνα“, λέει ο ερευνητής της απώλειας ακοής M. Charles Liberman της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ στη Βοστώνη. Για τη διερεύνηση της πιθανής βλάβης από συγκεκριμένους ήχους, όπως το φλέγον ζήτημα της επίδρασης των ανεμογεννητριών στην ακοή, ο Liberman λέει ότι το ίδιο πείραμα θα μπορούσε να επαναληφθεί με συνθήκες που μιμούνται τον θόρυβο των ανεμογεννητριών. Θα ήθελε επίσης να δει τη μελέτη να επεκτείνεται και να εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο τα αυτιά αντιδρούν σε θορύβους -και όχι στη σιωπή- στα λεπτά μετά την έκθεση σε ήχο χαμηλών συχνοτήτων.

Πηγή: Science.org