Κάθε γενιά χρειάζεται τον μύθο της. Για τη δική μας ο πιο βολικός είναι ο μύθος του “εύθραυστου φοιτητή”. Τον ακούμε παντού, στις εφημερίδες, στα πάνελ, στα κοινωνικά δίκτυα: οι νέοι δεν αντέχουν, δεν διαφωνούν, δεν αντέχουν τη σύγκρουση. Φοβούνται τη διαφορετική άποψη. Θέλουν να προστατευτούν μέσα σε “safe spaces”, σε γυάλινες πανεπιστημιουπόλεις όπου η ελευθερία του λόγου είναι υπό απειλή. Μόνο που αυτός ο μύθος, όπως όλοι οι μύθοι, λέει περισσότερα για εκείνους που τον διηγούνται παρά για εκείνους που τον ενσαρκώνουν. 

Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πιο ελπιδοφόρα. Οι φοιτητές των αμερικανικών πανεπιστημίων εκεί απ’ όπου ξεκίνησε το αφήγημα του “εύθραυστου φοιτητή” δεν είναι τα φοβισμένα παιδιά που περιγράφουν οι επικριτές τους. Ο πρόεδρος του Princeton, Christopher Eisgruber το εξηγεί καθαρά: οι περισσότεροι νέοι σήμερα ενδιαφέρονται βαθιά για τον διάλογο, για την επιχειρηματολογία, για το να ακούν και να αμφισβητούν. Το πανεπιστήμιο άλλωστε, είναι το τελευταίο πραγματικό εργαστήρι δημοκρατίας κι αυτοί οι νέοι το γνωρίζουν. 

Η δημόσια εικόνα επιμένει στο αντίθετο. Κάθε φορά που ένα μικρό επεισόδιο φοιτητικής υπερβολής βγαίνει στη δημοσιότητα, μια ακύρωση εκδήλωσης, ένα πανό, μια έντονη διαμαρτυρία γίνεται είδηση πρώτης γραμμής. Ολόκληρα μέσα ενημέρωσης χτίζουν αφηγήματα πάνω σ’ αυτά τα μεμονωμένα γεγονότα ξεχνώντας ότι στα χιλιάδες πανεπιστήμια του κόσμου κάθε μέρα εκατομμύρια φοιτητές συζητούν, διαφωνούν και μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο χωρίς κανένα επεισόδιο. Η εξαίρεση γίνεται ο κανόνας, γιατί έτσι πουλάει καλύτερα. 

Η βιομηχανία της “αγανάκτησης” έχει ανάγκη από ήρωες και εχθρούς. Τα μέσα που τρέφονται από την οργή, ιστότοποι όπως το Campus Reform ή το College Fix ξέρουν ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό από έναν νέο που “ακυρώνει” τον καθηγητή του ή φωνάζει σε μια διάλεξη. Είναι το τέλειο δράμα για το κοινό που αγαπά να καταδικάζει τη “νέα γενιά”. Αυτά τα περιστατικά ταξιδεύουν στα μεγάλα μέσα, διανθισμένα με τίτλους περί “κατάρρευσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας” κι έτσι δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας γενικευμένης κρίσης. 

Αλλά οι αριθμοί λένε άλλη ιστορία. Στα περισσότερα πανεπιστήμια, οι φοιτητές όχι μόνο δεν φοβούνται τον διάλογο, αλλά τον επιδιώκουν. Θέλουν να ακουστούν, αλλά και να ακούσουν. Αντιλαμβάνονται την ελευθερία του λόγου όχι ως δικαίωμα να φωνάζεις χωρίς αντίλογο, αλλά ως ευθύνη να συνυπάρχεις με τη διαφωνία. Όταν διαμαρτύρονται, δεν καταργούν την ελευθερία του λόγου, την ασκούν. Η διαμαρτυρία είναι λόγος και πολλές φορές, είναι η πιο ζωντανή μορφή του. 

Αυτό που συχνά συγχέουμε είναι η ένταση με την απειλή. Ένας φοιτητής που διαφωνεί με έναν ομιλητή δεν φιμώνει τη συζήτηση, την εμπλουτίζει. Η σιωπή δεν είναι δείγμα πολιτισμού είναι ένδειξη φόβου και όπως λέει ο Eisgruber, όταν ένα πανεπιστήμιο αποφεύγει να συζητά αμφιλεγόμενα θέματα δεν είναι παράδεισος ελευθερίας, αλλά έρημος διαλόγου. 

Η άλλη όψη αφορά την αυτολογοκρισία. Πολλοί φοιτητές ομολογούν ότι μερικές φορές αποφεύγουν να εκφραστούν από φόβο μήπως “παρεξηγηθούν” από τους συμφοιτητές τους. Αυτή η πίεση της ομάδας δεν είναι φαινόμενο της νεολαία, είναι κοινωνική παθολογία. Όλη η κοινωνία δυσκολεύεται πια να συζητά χωρίς να αλληλοσπαράσσεται. Τα κοινωνικά δίκτυα, ο διχασμός, η πολιτική πόλωση έχουν δηλητηριάσει τον δημόσιο λόγο. Οι φοιτητές δεν είναι πιο “εύθραυστοι” από τους ενήλικες απλώς καθρεφτίζουν την αδυναμία μας να συζητάμε χωρίς να επιτιθέμεθα. 

Το πανεπιστήμιο όμως έχει ακόμα τη δύναμη να διδάσκει αυτό το χαμένο μάθημα. Να θυμίζει ότι ο διάλογος προϋποθέτει ρίσκο. Όπως έλεγε ο δικαστής Louis Brandeis, η ελευθερία του λόγου χρειάζεται «θαρραλέους, αυτόνομους ανθρώπους». Το να μιλάς, να εκθέτεις τη σκέψη σου σε κριτική, να ακούς τον αντίπαλό σου, να αναθεωρείς αυτό δεν είναι ένδειξη αδυναμίας. Είναι η πιο ώριμη μορφή δύναμης. 

Στην πράξη οι περισσότεροι φοιτητές το γνωρίζουν. Θέλουν να συζητούν. Θέλουν να ακούσουν διαφορετικές φωνές, να δοκιμάσουν τις πεποιθήσεις τους. Θέλουν ελευθερία, όχι αποστειρωμένα περιβάλλοντα και παρά τις υπερβολές ορισμένων, αυτό που κυριαρχεί στις πανεπιστημιουπόλεις δεν είναι η φίμωση, αλλά η επιθυμία για ουσιαστικό διάλογο. 

Το παράδοξο είναι ότι οι πιο ένθερμοι επικριτές της “νέας γενιάς” ζητούν ακριβώς αυτό που ήδη υπάρχει: ελευθερία σκέψης. Μόνο που την ορίζουν με όρους μονολόγου. Θέλουν να μπορούν να μιλούν χωρίς να ακούνε απάντηση. Όταν οι φοιτητές διαφωνούν, το εκλαμβάνουν ως απειλή. Όταν αντιμιλούν, τους αποκαλούν “ευαίσθητους”. Είναι ένας εύκολος τρόπος να διατηρείς την αυθεντία σου ανέπαφη: να παρουσιάζεις την κριτική ως ευθραυστότητα. 

Η αλήθεια όμως είναι πως τα πανεπιστήμια παραμένουν τα τελευταία προπύργια όπου μπορεί να συμβεί κάτι σπάνιο: πραγματική συζήτηση. Εκεί όπου οι ιδέες δεν απαγορεύονται, αλλά δοκιμάζονται. Εκεί όπου η σύγκρουση δεν σημαίνει εχθρότητα, αλλά μάθηση. 

Ο μύθος του “εύθραυστου φοιτητή” ίσως να μην είναι παρά μια προβολή του φόβου των ενηλίκων, αλλά του φόβου μήπως η νέα γενιά αποδειχθεί πιο θαρραλέα, πιο σκεπτόμενη, πιο ειλικρινής απ’ ό,τι υπήρξαν εκείνοι. Γιατί η αλήθεια είναι πως αυτοί οι φοιτητές δεν είναι εύθραυστοι, είναι ευαίσθητοι με την πιο ουσιαστική έννοια: ανοιχτοί, δεκτικοί, πρόθυμοι να αισθανθούν τον κόσμο και να τον αλλάξουν και αυτό για μια κοινωνία που φοβάται τη διαφωνία όσο τίποτα άλλο, είναι ό,τι πιο επικίνδυνο και ταυτόχρονα ελπιδοφόρο θα μπορούσε να υπάρξει. 

*Με στοιχεία από το Atlantic 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.