«Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» Η φράση αυτή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της μαρξιστικής ρητορικής στο θέμα των θρησκειών και των εντολοδόχων τους. Πρόκειται για μία από τις πιο γνωστές ρήσεις του Karl Marx που στηλιτεύει την εργαλειοποίηση της θρησκείας από την εξουσία με στόχο την καταπίεση και τη χειργαγώγηση του ανθρώπου.

Εκτός από τις φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στο θέμα της θρησκείας, η επιστημονική κοινότητα καταπιάστηκε για τη σχέση που η πίστη μπορεί να έχει με τα ναρκωτικά και τον εθισμό που δημιουργούν.

Ερευνητές ασχολήθηκαν με τον τρόπο που ο εγκέφαλος λειτουργεί στο ισχυρό αίσθημα της ύπαρξης μιας ανώτερης δύναμης και κατέληξαν ότι οι θρησκευτικές και πνευματικές εμπειρίες προκαλούν νευρολογικά παρόμοια δραστηριότητα με τις διαδικασίες που συμβαίνουν στον εγκέφαλό μας κατά τη λήψη ναρκωτικών. «Τα τελευταία χρόνια, οι τεχνολογίες απεικόνισης εγκεφάλου έχουν ωριμάσει με τρόπους που μας επιτρέπουν να προσεγγίζουμε ερωτήματα που υπάρχουν εδώ και χιλιετίες» λέει ο συγγραφέας της μελέτης και νευροακτινολόγος Jeff Anderson. «Και πλεον αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε με ποιον τρόπο ο εγκέφαλος συμμετέχει σε εμπειρίες που οι πιστοί ερμηνεύουν ως πνευματικές, θεϊκές ή υπερβατικές»,

Η ομάδα είχε υποψιαστεί ότι η θρησκευτική εμπειρία θα σχετιζόταν με τους μηχανισμούς ανταμοιβής του εγκεφάλου, αλλά ήθελε να είναι σε θέση να την ορίσει για να κατανοήσει καλύτερα τα κίνητρα πίσω από μια σειρά συμπεριφορών – από τον αλτρουισμό μέχρι τη βία, που συχνά διαπράττονται στο όνομα της θρησκείας. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ξεκίνησαν να προσδιορίσουν ποια δίκτυα εγκεφάλου εμπλέκονται στην αναπαράσταση πνευματικών συναισθημάτων σε μια ομάδα Μορμόνων, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που ώθησε τους συμμετέχοντες να «νιώσουν το Πνεύμα» του Θεού. Η αναγνώριση αυτού του αισθήματος ειρήνης και εγγύτητας με τον Θεό στον εαυτό μας και στους άλλους είναι ένα κρίσιμο μέρος της ζωής των Μορμόνων. Στην καθημερινότητά τους παίρνουν αποφάσεις με βάση αυτά τα συναισθήματα καθώς τα αντιμετωπίζουν ως επιβεβαίωση των δογματικών αρχών και θεωρούν ότι αποτελούν πρωταρχικό μέσο επικοινωνίας με το θείο.

7 γυναίκες και 12 άνδρες, όλοι τους είχαν περάσει ένα έως δύο χρόνια εκτελώντας ιεραποστολικό έργο, συνδέθηκαν με λειτουργικές μηχανές μαγνητικής τομογραφίας ενώ ασχολούνταν με : ξεκούραση, παρακολούθηση εκκλησιαστικού βίντεο σχετικά με τη συμμετοχή και τα οικονομικά, την ανάγνωση βιβλικών αποσπασμάτων, την ανάγνωση αποσπασμάτων από διάφορους θρησκευτικούς ηγέτες και την προσευχή. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να πατήσουν ένα κουμπί κάθε φορά που βίωναν πνευματικά συναισθήματα. Οι περιοχές του κυκλώματος ανταμοιβής του εγκεφάλου ενεργοποιούνταν την ίδια στιγμή που οι συμμετέχοντες πάτησαν τα κουμπιά πιο συχνά. Αυτά είναι τα ίδια τμήματα του εγκεφάλου που υποκινούν την απελευθέρωση ντοπαμίνης κατά τη λήψη ναρκωτικών, επιτρέποντας τον εθισμό.

πίστη
Artwork: Olafaq Staff

Οι συγγραφείς παραδέχονται ότι χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά, σε πολλές θρησκείες, για να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα. Και ότι οι συμμετέχοντες μπορεί να έχουν αυτοαναφερόμενα πνευματικά συναισθήματα «από την επιθυμία να φαίνονται πιο κοινωνικά συνεπείς με τους στόχους της μελέτης». Ωστόσο, η έρευνα μπορεί να είναι η αρχή μιας ενδιαφέρουσας γραμμής μελέτης για συμπεριφορές με θρησκευτικά κίνητρα κάθε είδους. Σε συνέντευξή του στο CNN,  ο Anderson επεσήμανε ότι ήταν η πρώτη μελέτη που έδειξε τη σχέση με το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου μας και είναι ένα σκαλοπάτι για την εξερεύνηση όλων των ειδών συμπεριφορών με θρησκευτικά κίνητρα.

Ο συνδυασμός των κλασικών απαντήσεων ανταμοιβής με τον αφηρημένο θρησκευτικό ιδεασμό μπορεί να υποδεικνύει έναν εγκεφαλικό μηχανισμό για προσκόλληση σε δογματικές έννοιες και χαρισματικούς θρησκευτικούς ηγέτες εντός της ομάδας». Ουσιαστικά, οι αισθήσεις που βιώνουν οι άνθρωποι σε αυτές τις στιγμές υποστηρίζουν την ιδέα ότι έχουν επιλέξει τον σωστό ηθικό δρόμο. Άλλωστε η πίστη σε μία ανώτερη δύναμη αυτό ουσιαστικά κάνει, ενισχύει την αίσθηση ασφάλειας που νιώθουμε καθώς ακόμα και στην πιο μεγάλη καταστροφή, και στον πιο βαθύ ανθρώπινο πόνο, υπάρχει μία ανώτερη δύναμη να στραφούμε και να μας δώσει ελπίδα και νόημα στη ζωή.

 

Η πίστη σε μια ανώτερη δύναμη βρίσκεται μέσα στις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης που βιώνει την ματαιότητα της ύπαρξης της καθημερινά. Δίνει μία εξήγηση στο ανεξήγητο. Αποτελεί μία εσωτερική πηγή χαράς, παρηγοριάς και καθοδήγησης. Μπορεί να παρέχει τη βάση για ηθικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές. Μπορεί επίσης να προσφέρει μια αίσθηση κοινότητας και σύνδεσης με την παράδοση. Κάποιες έρευνες μάλιστα υποδηλώνουν ότι μπορεί να επηρεάσει την σωματική και ψυχική υγεία .

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι σε αρκετά προγράμματα αποτοξίνωσης (ειδικά στις ΗΠΑ) η δύναμη και η πρακτική της πίστης χρησιμοποιούνται για να διευκολύνουν το δύσκολο και απαιτητικό αυτό ταξίδι. Η προσευχή, ο διαλογισμός, ο πρώιμος ρομαντικός έρωτας και η κατάχρηση ναρκωτικών μπορεί να έχουν κοινό χαρακτηριστικό την ενεργοποίηση των μεσολιμβικών ντοπαμινεργικών οδών του εγκεφάλου και τη δημιουργία έντονων συναισθηματικών καταστάσεων. Υπό αυτή την έννοια, η εξάρτηση από μια ανώτερη δύναμη μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο εθισμού, που αντικαθιστά τις ψυχοβιολογικές λειτουργίες που προηγουμένως εξυπηρετούσε η χρήση ναρκωτικών. Ενώ η έννοια της «Ανώτερης Δύναμης» θα μπορούσε να περιλαμβάνει οποιαδήποτε οντότητα που γεννά έναν πνευματικό τόνο συχνά πρόκειται για έναν στοργικό Θεό ή άλλη υπερφυσική οντότητα. Η Ανώτερη Δύναμη υποτίθεται ότι λειτουργεί ως καθημερινή παρουσία στη ζωή του ατόμου που αναρρώνει και ο εξαρτημένος που αναρρώνει προσπαθεί να επικοινωνήσει με την Ανώτερη Δύναμη μέσω προσευχής και διαλογισμού.

Ένα υποθετικά κεντρικό, αλλά συχνά παραβλέπεται, συστατικό που εμπλέκεται στη σύνδεση με μια ανώτερη δύναμη μπορεί να περιλαμβάνει βαθιά συναισθήματα αγάπης. Δηλαδή, είναι πιθανό το να στρέψει κανείς τη θέλησή του σε μια Ανώτερη Δύναμη, η εμπειρία έντονης αγάπης και ο εθισμός στα ναρκωτικά να μοιράζονται όλα τα παρόμοια ψυχοβιολογικά ερείσματα και να εξυπηρετούν παρόμοιες λειτουργίες ενίσχυσης. Για μερικούς ανθρώπους, μέρος της διαδικασίας υποχώρησης σε μια ανώτερη δύναμη σχετίζεται με την αγάπη για αυτήν την υπερφυσική οντότητα τουλάχιστον μεταφορικά. Δηλαδή, αντί να «αγαπά» το φάρμακο, το άτομο «αγαπά» την ανώτερη δύναμη, ενεργοποιώντας τα ίδια εγκεφαλικά μονοπάτια με μια υποκειμενικά λιγότερο επιβλαβή αντικατάσταση που εξυπηρετεί την ίδια ψυχοβιολογική λειτουργία που είχαν προηγουμένως εξυπηρετήσει τα ναρκωτικά.

«Δισεκατομμύρια άνθρωποι παίρνουν σημαντικές αποφάσεις στη ζωή με βάση πνευματικά και θρησκευτικά συναισθήματα και εμπειρίες. Είναι μια από τις πιο ισχυρές επιρροές στην κοινωνική μας συμπεριφορά. Ωστόσο, γνωρίζουμε πολύ λίγα για το τι πραγματικά συμβαίνει στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια αυτών των εμπειριών. Είναι απλώς μια κριτική ερώτηση που χρειάζεται περισσότερη μελέτη», αναφέρει ο Anderson.  Λαμβάνοντας υπόψη τους πολέμους, τόσο του παρελθόντος όσο και της εποχής μας, που έχουν γίνει στο όνομα της θρησκείας, φαίνεται πως είναι εξαιρετικά σημαντικό να επεκταθεί η έρευνα σχετικά με τις εγκεφαλικές λειτουργίες που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων πίστης και λατρείας. Ένα από τα πιο πιεστικά σχετικά ερωτήματα είναι εάν ενεργοποιούνται οι ίδιοι μηχανισμοί όταν ένα άτομο καλείται να βοηθήσει ή να διαπράξει βία στο όνομα της θρησκείας. Ο Anderson λέει: «Έχει την ίδια αίσθηση στις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου για μια Λουθηρανή γυναίκα στη Μινεσότα που μελετά τη Βίβλο όπως για κάποιον στη Συρία που σκέπτεται βία με θρησκευτικά κίνητρα;»

Με πληροφορίες από Wired και Neuroscience News.