Σήμερα στο Μεξικό τα παιδιά καλούν τους ανχελίτος, τα πνεύματα των παιδιών που χάθηκαν, για μία ακόμα επίσκεψη, κι εμείς διερωτόμαστε αν το πένθος και ο θρήνος μπορούν να εξαϋλώσουν τον πόνο της απώλειας.
Το πένθος, κατά τον Φρόυντ, και δη, το συλλογικό πένθος, είναι απαραίτητο για την επούλωση του τραύματος από την απώλεια, και η μη τέλεση του, μπορεί να προκαλέσει μελαγχολία. Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την δια παντός απουσία, έτσι οι διαβατήριες τελετουργίες πριν και μετά τον θάνατο στην παραδοσιακή κοινωνία είχαν ανακουφιστική λειτουργία.
Ο ρόλος και οι υποχρεώσεις που όφειλαν να διεκπεραιώσουν οι φίλοι και συγγενείς του νεκρού, το κλάμα και τα μοιρολόγια και τα νεκρικά έθιμα αποσυμφόριζαν από το συναίσθημα του πόνου. Άλλωστε, ο θάνατος δεν πλήττει εκείνους που πεθαίνουν αλλά εκείνους που μένουν. Ο Carlos Castaneda, στον Δον Χουάν γράφει ότι ο λόγος που κλαίμε στις κηδείες είναι γιατί φοβόμαστε για τον δικό μας θάνατο. Εγωκεντρικό αλλά κάπως έτσι συντηρούμε τους εαυτούς μας.
Κάθε πολιτισμός λοιπόν, κάθε κοινότητα μέσα από τα δικά της έθιμα προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτή τη ρωγμή, την αλλαγή στην καθημερινότητα που προκαλεί ο θάνατος στις δομές της. Η κηδεία έχει μια λειτουργία μετάβασης και ρύθμισης τόσο για αυτούς που ζουν όσο και γι αυτούς που πεθαίνουν, συνοδεύοντας τον νεκρό σε τόπους όπου η μνήμη συνδέει το παρελθόν με το παρόν, όσο και το μέλλον.
Ανάλογα με τις εποχές και τους πολιτισμούς, οι τελετουργίες αυτές έχουν πρoσλάβει ποικίλες μορφές. Οι πλέον διάσημες αφορούν τη λατρεία των νεκρών στην Αρχαία Αίγυπτο. Οι σύγχρονες τελετές στην Ινδία και την Αφρική είναι εξίσου εντυπωσιακές, ενώ στην Δύση, σε μερικές αγροτικές κοινωνίες, όπως για παράδειγμα στην Κορσική ή την Βόρεια Ελλάδα διατηρούν γνωστές επικήδειες παραδόσεις. Στην Ιαπωνία πάλι, κάνουν πρόβα τη κηδεία τους δοκιμάζοντας φέρετρα, ρούχα, μακιγιάζ και χτενίσματα για την τελευταία τους κατοικία.
Σε κάποιους πολιτισμούς οι επικήδειες τελετουργίες διαρκούν για μήνες ολόκληρους σφάζοντας ζώα, σε άλλους βάζουν τους νεκρούς σε νεκροκρέβατα και γυναίκες φορώντας μαύρα ψέλνουν μοιρολόγια. Αλλού τρώνε τους νεκρούς για να συνεχιστεί η ψυχή τους, ενταφιάζουν τα βρέφη σε κουφάλες δέντρων, σηκώνουν τους νεκρούς από τον τάφο και τους περιφέρουν μέσα στο χωριό.
Μεξικό
Η Ημέρα των Νεκρών, Día de Muertos είναι Μεξικανική γιορτή στην οποία γιορτάζεται η παροδική επιστροφή στη γη των νεκρών συγγενών και των αγαπημένων. Εορτάζεται σε όλο το Μεξικό, ιδιαίτερα στις κεντρικές και νότιες περιοχές, στο τέλος του Οκτώβρη και στις αρχές Νοεμβρίου, περίοδος η οποία συμπίπτει με την ολοκλήρωση του ετήσιου κύκλου της καλλιέργειας καλαμποκιού.
Στο Μεξικό η Ημέρα των Νεκρών είναι αργία. Πριν τον αποικισμό των Ισπανών τον 16ο αιώνα, εορταζόταν στην αρχή του καλοκαιριού. Σταδιακά συσχετίστηκε με την 31η Οκτωβρίου, 1η και 2 Νοεμβρίου, ώστε να συμπίπτει με τον εορτασμό του Halloween, των Αγίων Πάντων και την ημέρα των Ψυχών στις δυτικές εκκλησίες. Στα κεράσματα της ημέρας την τιμητική τους έχουν τα «Calaveras», που είναι ζαχαρωτά σε σχήμα κρανίου, φέρετρου ή σκελετού, μεθυστικά ποτά και το περίφημο «ψωμί των νεκρών» το οποίο είναι πασπαλισμένο με κόκκινη ζάχαρη που συμβολίζει το αίμα, ενώ στους στολισμούς δεσπόζουν τα πορτοκαλί λουλούδια, γνωστά ως «λουλούδια του θανάτου», για να τον ξορκίσουν. Οι παραδόσεις της ημέρας των νεκρών περιλαμβάνουν την κατασκευή ιδιωτικών βωμών, γνωστών ως ofrendas, τιμώντας τους νεκρούς χρησιμοποιώντας Calaveras (ομοιώματα κρανίων), κατιφέδες και τα αγαπημένα φαγητά και ποτά των νεκρών, με επισκέψεις στους τάφους και κομίζοντας δώρα.
Ελλάδα
Η δική μας αντίστοιχη μέρα των νεκρών, είναι το Ψυχοσάββατο, που είναι το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω. Δεν είναι ένα συνηθισμένο Σάββατο αλλά αυτό που ονομάζουμε «Σάββατο των Ψυχών».
Είναι μια μέρα αφιερωμένη στους νεκρούς μας, όχι όμως για να μας προκαλέσει θλίψη η απώλεια τους αλλά για να μας θυμίσει, μέσα από τα κόλλυβα που ετοιμάζουμε και πηγαίνουμε στην εκκλησία, πως υπάρχει Ανάσταση. Όπως ο σπόρος του σιταριού πέφτει στη γη, θάβεται και σαπίζει, χωρίς όμως να φθαρεί και στη συνέχεια φυτρώνει ξανά, έτσι και το νεκρό σώμα του ανθρώπου θάβεται στη γη και σαπίζει, για να αναστηθεί και πάλι, άφθαρτο και αιώνιο.
Τις ρίζες των ημερών, που είναι αφιερωμένες στους νεκρούς, πρέπει να τις αναζητήσουμε πολύ πίσω, ανατρέχοντας στους αρχαίους Έλληνες. Αυτή την εποχή γιόρταζαν τα Ανθεστήρια που στην ουσία ήταν τελετουργικά αφιερωμένα και στη «νέα ζωή» που έρχεται με την Άνοιξη, όπως το μπουμπούκιασμα των δέντρων, των κλημάτων, των λουλουδιών έτσι και για τις ψυχές των νεκρών, που πίστευαν ότι ανέβαιναν στον «πάνω κόσμο».
Στην Κρήτη πίστευαν ότι το Ψυχοσάββατο οι ψυχές κάθονται στα δέντρα και βλέπουν εμάς τους ζωντανούς. Γι αυτό και τέτοιες ημέρες δεν έκοβαν ούτε κλαρί δέντρου, μην και πέσουν οι ψυχές από εκεί και παραπονεθούν.
Στην Αρκαδία μάλιστα υπήρχε ένα παλιό έθιμο με βάση το οποίο οι κοπέλες έβαζαν κόλλυβα από το Ψυχοσάββατο κάτω από το μαξιλάρι τους και έβλεπαν ποιόν θα παντρευτούν.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι προσέφεραν στους νεκρούς την πανσπερμία, ένα μείγμα σιταριού και άλλων καρπών και οσπρίων. Σε ανασκαφές μάλιστα στη Θεσσαλία έχουν βρεθεί υπολείμματα σιταριού, ξηρών καρπών και ροδιού μέσα σε πανέρι.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τα κόλλυβα μόνο τυχαία που δεν είναι καθώς βασικό υλικό τους είναι το σιτάρι, που αποτελεί σύμβολο της γης και της βλάστησης. Η σταφίδα συμβολίζει τη γλυκύτητα της ζωής και το ρόδι είναι το φρούτο του «κάτω κόσμου» που ο Πλούτωνας έδωσε στην Περσεφόνη για να τη «δέσει» με τον ‘Αδη.
Τα ασπρισμένα αμύγδαλα συμβολίζουν τα οστά τα «γεγυμνωμένα». Τα μπαχαρικά που τοποθετούνταν από πάνω συμβόλιζαν τα αρώματα αυτού του κόσμου. Το τρίμμα από τα στραγάλια με το αλεύρι, το λεγόμενο πατούδο συμβόλιζε το ελαφρύ χώμα και η ζάχαρη τον γλυκό παράδεισο.
Στους Αρβανιτόβλαχους, ο θρήνος, όπως και το τραγούδι ήταν πολυφωνικό, με πάντα μια γυναίκα ή ένα άντρα κορυφαίο που άρχιζε τα λόγια του θρήνου ή του τραγουδιού, ενώ στη συνέχεια, στίχο-στίχο, επαναλάμβαναν και οι υπόλοιποι.
Μετά την ταφή, οι συγγενείς του νεκρού πήγαιναν στους θλιμμένους κρέας, κρασί, ψωμί για παρηγοριά. Όταν τα σφάγια ήταν ολόκληρα, τα πήγαιναν χωρίς τα κεφάλια τους. Το τραπέζι ήταν πάντα πλούσιο, ανάλογα με την ηλικία του νεκρού. Όσο πιο νέος ήταν, τόσο πλουσιότερο τραπέζι έστρωναν.
Στο νεκρό έδιναν, πέρα από όσα χρησιμοποιούσε στη ζωή του, και μια πίτα με μέλι για να ημερέψει τον άγριο Κέρβερο, αλλού – τα περατίκια ήταν νομίσματα που έβαζαν στο σεντούκι του νεκρού για να πληρώσει τον χάρο ώστε να τον περάσει στην αντίπερα όχθη, ενώ οι Μάγια έθαβαν τον νεκρό με καλαμπόκι στο στόμα για να τροφοδοτήσουν την ψυχή του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη μετά θάνατον ζωή. Στους νεολιθικούς οικισμούς, όπως π.χ. στη Χοιροκοιτία της Κύπρου, οι νεκροί θάβονταν κάτω από το δάπεδο των οικιών σε συνεσταλμένη στάση (με τα πόδια λυγισμένα στο στήθος) σε λακκοειδείς τάφους μαζί με λίθινα κτερίσματα (Αντικείμενα που τοποθετούνται μέσα στον τάφο μαζί με το νεκρό), όπως αγγεία, εργαλεία, όπλα και κοσμήματα. Παρόλο που η κατασκευή των αγγείων αυτών απαιτούσε πολύ μόχθο, εντούτοις τα πρόσφεραν στους νεκρούς, γιατί πίστευαν ότι, διαφορετικά, ο νεκρός θα επέστρεφε και θα τα διεκδικούσε. Στο Βέρμιο, έβαζαν ένα τριαντάφυλλο στο στόμα του νεκρού, του έφερναν λουλούδια και γλυκά πίτα με μέλι, ένα είδος μπακλαβά με στριμμένα φύλλα για να πάει χαιρετίσματα στους άλλους πεθαμένους και τοποθετούσαν το νεκρό με τα πόδια προς τη πόρτα, σημάδι ότι δεν θα ξαναγύριζε πια.
Ινδονησία
Για μερικούς πολιτισμούς η επικήδεια τελετουργία αποτελεί το σημαντικότερο αξίωμα. Για την φυλή Τοράγιαν που σημαίνει «άνθρωποι των υψιπέδων», που βρίσκονται σε ορεινή περιοχή στο Νότιο Σουλαουέζι της Ινδονησίας, η κηδεία είναι το πιο σημαντικό μέρος της κουλτούρας τους, το πιο εντυπωσιακό καθώς και το πιο πολυδάπανο γεγονός στη κοινωνία τους. Η τελετή κρατά πολλές ημέρες, η συμμετοχή είναι μαζική -μπορεί να είναι χιλιάδες οι συμμετέχοντες- και η προετοιμασία πολύμηνη. Οι Τοραγιανοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το κατώφλι, το πέρασμα για τη γη των πνευμάτων (Puya-Πουία) και το ταξίδι του νεκρού πρέπει να είναι μεγαλειώδες. Εκτός αν είναι κάποιος φτωχός ή βρέφος, τότε οι διαδικασίες είναι συνοπτικές. Όσο γηραιότερος και πλουσιότερος, τόσο μεγαλύτερη είναι η τελετή.
Αρχικά, επιλέγεται μια περιοχή για τη νεκρική τελετή όπου στήνονται εξέδρες από μπαμπού όπου τοποθετείται το φέρετρο και εκεί φιλοξενούνται οι καλεσμένοι. Όταν ένα μέλος της οικογένειας πεθάνει, το βαλσαμώνουν και μένει μέσα στο σπίτι μέχρι να αρχίσει η ιερή τελετή, όπου θεωρείται ότι «κοιμάται» και το πνεύμα του τριγυρνά ανάμεσα στους ζωντανούς μέχρι να ταφεί και να αρχίσει το ταξίδι του για τη γη των πνευμάτων. Το τελετουργικό ξεκινάει με μια μονομαχία κοκοριών, όπου κατά τη διάρκεια της μονομαχίας οι άνθρωποι τζογάρουν για να σωθεί η ψυχή του μακαρίτη. Στη συνέχεια και πριν ξεκινήσει η σφαγή νεροβούβαλων και γουρουνιών, τα ζώα παίρνουν μέρος σε δοκιμές αντοχής γνωστές ως «Τέντονγκ Σιλάνγκα», κι αφού θυσιαστούν, η τελετή καταλήγει σε ένα είδος πανηγυριού. Στην φυλή των Τοράγιαν, όσο πιο πλούσιος είσαι, τόσο περισσότεροι νεροβούβαλοι θα σφαχτούν. Το όριο πλούτου ορίζεται στους 24 νεροβούβαλους και άνω. Οι μεγάλες θυσίες των ζώων γίνονται δώρο των καλεσμένων προς την οικογένεια του εκλιπόντος για να περάσει ο νεκρός στη γη των πνευμάτων παρέχοντας του όσα έχει ανάγκη για να είναι ευτυχισμένος στον άλλο κόσμο.
Μαγαδασκάρη
Στην Μαδαγασκάρη, στην Ανατολική Αφρική, οι Malagasy, ακολουθούν πιστά την τελετή Famadihana, σύμφωνα με την οποία οι συγγενείς του εκλιπόντα πηγαίνουν όλοι μαζί στην κρύπτη και παίρνουν τα τυλιγμένα σε σάβανα σώματα των προγόνων τους και στη συνέχεια χορεύουν υπό τους ήχους συγκεκριμένης μουσικής ενώ τα κρατούν ψηλά. Στη συνέχεια, τα τυλίγουν και πάλι μέσε σε μεταξωτά υφάσματα και τα ψεκάζουν με αρώματα.
Οι ζωντανοί φωτογραφίζονται με τα νεκρά μέλη της οικογένειας ενώ αφού τα αφήσουν και πάλι στον τόπο αναπαύσεως, εναποθέτουν δίπλα τους δώρα, φωτογραφίες, χρήματα, αλκοόλ. Το έθιμο αυτό τελείται επτά χρόνια μετά το θάνατο κάποιου αγαπημένου προσώπου, αφού πιστεύεται πως τα πνεύματα των νεκρών επανέρχονται στον κόσμο των ζωντανών μόνο αφού έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της αποσύνθεσης. Επίσης, είναι αρκετά σύνηθες, γυναίκες που αδυνατούν να τεκνοποιήσουν να παίρνουν ένα κομμάτι του υφάσματος στο οποίο τυλίγεται ο νεκρός και να το βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους ελπίζοντας πως έτσι θα ευλογηθούν με τη σύλληψη ενός παιδιού.
Ζωροάστρες
Οι Πύργοι της σιωπής είναι μια κυκλική υπερυψωμένη κατασκευή η οποία χρησιμοποιούνταν από τους Ζωροάστρες ως χώρος απόθεσης σορών ώστε σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση να καταναλώνονται από όρνεα. Παρόμοια πρακτική ταφής είναι η ουράνια ταφή που εφαρμόζεται και από τον Θιβετιανό Βουδισμό, και αποτελεί έναν αρκετά διαδεδομένο τρόπο ταφής όπου το σώμα του νεκρού τεμαχίζεται και αφήνεται σε έναν λόφο προκειμένου να γίνει τροφή για τα όρνεα. Η πιο γνωστή περιοχή όπου τελούνται τέτοιες «ταφές» είναι το Yerpa Valley.
Η προετοιμασία του νεκρού είναι βαθιά θρησκευτική και απαιτεί μεγάλη ακρίβεια. Το σώμα του νεκρού, μένει ανέγγιχτο για τρεις μέρες ενώ μοναχοί ψέλνουν προσευχές. Την τρίτη ημέρα το σώμα εξαγνίζεται, τυλίγεται σε ένα ύφασμα και τοποθετείται σε εμβρυϊκή στάση. Πριν την ανατολή οι μοναχοί συνοδεύουν τον νεκρό, πάντα υπό τον ήχο προσευχών που σκοπό έχουν να βοηθήσουν την ψυχή να βρει το δρόμο της προς τον ιερό τόπο.
Στη συνέχει αναλαμβάνουν εξειδικευμένοι στον τεμαχισμό του σώματος του νεκρού – με πολύ ιδιαίτερο τρόπο- προκειμένου να εξασφαλιστεί η βρώση τους από τα Dakini, δηλαδή το αντίστοιχο των Αγγέλων για τους Θιβετιανούς. Στην πραγματικότητα τα Dakini είναι τα όρνεα που καταβροχθίζουν τη σάρκα του νεκρού και για τους Θιβετιανούς εξασφαλίζουν μια θέση για την ψυχή του εκλιπόντα στον παράδεισο μέχρι να γίνει η μετενσάρκωση.
Για κάποιους άλλους πολιτισμούς ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουν τους νεκρούς είναι με την κατανάλωση τους, δηλαδή να τους φάνε. Το συγκεκριμένο επικήδειο έθιμο, σύμφωνα με εθνογραφικές επιτόπιες έρευνες, πραγματοποιούνταν στη φυλή Φόρε της Νέας Γουινέας και στην Γουάρι της Βραζιλίας, ενώ παρατηρούνται παρόμοιες πρακτικές στην Ινδία και καθώς και σε κάποιους ιθαγενείς της Αμερικής μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η ανθρωποφαγία αποτελούσε μια διαδεδομένη τελετουργία σε ορισμένες φυλές, με σκοπό να αποκτηθούν οι ιδιότητες του νεκρού, να αποκτηθούν μαγικές δυνάμεις και να διατηρηθεί η ενότητα, όταν ο νεκρός ανήκε στην ίδια φυλή, αλλά και να υπάρξει εκδίκηση και οικειοποίηση ξένων ιδιοτήτων, όταν ο νεκρός ανήκε σε ξένη φυλή.
Σύμφωνα με τους ανθρωπολόγο Τζόναθαν Πέρι, «ο κανιβαλισμός», δηλαδή «η γιορτή των νεκρών», «είναι ένας τρόπος, μια ένδειξη για να σφυρηλατηθεί μια μόνιμη σύνδεση μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, αποτελώντας μια πρακτική κάθαρσης από την μιαρότητα που διαχέει ο θάνατος».
Νέα Γουινέα
Στην Παπούα της Νέα Γουινέα, στη φυλή Φόρε, η κανιβαλική επικήδεια τελετουργία πραγματοποιούνταν για πολλές γενιές. Κατά τη διάρκεια του εν λόγω τελετουργικού οι γυναίκες ή τα παιδιά της φυλής καλούνταν να φάνε μέλη του συγγενή που πέθανε. Για παράδειγμα, μια γυναίκα έπρεπε να φάει τον εγκέφαλο ή τα χέρια του αδερφού της. Η κατανάλωση κάθε μέλους του σώματος συμβόλιζε και μια διαφορετική ιδιότητα.
Ο συγγραφέας, φωτογράφος και κινηματογραφιστής Chris Marker, στο εθνογραφικό του ντοκιμαντέρ με τίτλο «Χωρίς ήλιο» αναφέρει ότι «ο θάνατος στην Νέα Γουινέα δεν είναι ένα τείχος που περνάει κανείς αλλά ένας δρόμος που παίρνει».
Επίσης όπως αναφέρει η ανθρωπολόγος Μπεθ Κόνκλιν, «η κατανάλωση των μελών της οικογένειας που πεθαίνουν βοηθούσε στο να ξεπεραστεί η θλίψη για τον θανόντα ενώ παράλληλα μέσω της ανθρωποφαγίας προσέγγιζαν και κατανοούσαν το αίσθημα του φόβου του θανάτου». Σύμφωνα με την εθνογραφία της, η κατανάλωση της σάρκας των αγαπημένων προσώπων συνέβαινε για να απαλλαγούν οι ζωντανοί από τις οδυνηρές σκέψεις και αναμνήσεις των πεθαμένων.
Ακολουθώντας την παραπάνω ράγα λογικής, η πρακτική του κανιβαλισμού διαφαίνεται ως μια πράξη λιγότερο επιθετική και βίαιη από ό,τι χαρακτηρίζεται στις δυτικές κοινωνίες. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο ανθρωπολόγος Λέβι Στρως στους Θλιβερούς Τροπικούς, συγκρίνοντας ανθρωποφαγικές κοινωνίες, και τον δυτικό πολιτισμό που εφαρμόζει ανθρωπονέμεση στο υπέροχο κεφάλαιο «ένα ποτηράκι ρούμι», λέει ότι δεν υπάρχουν τέλειες κοινωνίες. Όσο αποτρόπαια και διεστραμμένη φαντάζει ο κανιβαλισμός και η ανθρωποφαγία στους δυτικούς πολιτισμούς, για τους άλλους λαούς, εξίσου αποτρόπαια και διεστραμμένη φαντάζει η πρακτική φυλάκισης ανθρώπων, ο εγκλεισμός, και η στέρηση της ελευθερίας τους.
Το πένθος την εποχή των Social Media
Κατά κάποιο τρόπο στις παραδοσιακές κοινωνίες μέσω των τελετουργιών με την έκφραση του συλλογικού πένθους και της ορατότητας του θανάτου, η ορατότητα αυτή λειτουργούσε ως μηχανισμός οι άνθρωποι να εξοικειωθούν μαζί του, να τον εξημερώσουν. Σε αντίθεση με τον εξαγριωμένο θάνατο που επικρατεί στην σύγχρονη κοινωνία όπου αποσιωποιείται μέσω μιας αποστειρωμένης διαδικασίας σε νοσοκομεία και γραφεία τελετών, ενώ το μοιρολόι, ο θρήνος και το κλάμα θεωρούνται «ξεπερασμένα».
Σκέφτομαι ότι ίσως οι εικονικές λιτανείες στα Social Media, οι αφιερώσεις, τα τραγούδια, τα ποιήματα, και η αφήγηση της προσωπικής μας ιστορίας με αναφορά στον άνθρωπο που έφυγε, η ηλεκτρονική έκφραση μιας προσωπικής μας μνήμης από τον εκλίποντα, αποτελεί περισσότερο μια αντικατάσταση της ανάγκης για συλλογικό πένθος, έτσι όπως το εξήγησε ο Φρόυντ, και ως μηχανισμός απάλυνσης του πόνου μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου. Αυτός που έφυγε αποτελεί μέρος μας της προσωπικής μας ιστορίας, είμαστε καμωμένοι από τα όνειρα και τους εφιάλτες που μοιραστήκαμε, κι έτσι έχουμε ανάγκη να τον ανακαλούμε με αγάπη και οικειότητα ώστε να διατηρήσουμε κάποια συνοχή για να μπορέσουμε να πορευτούμε στο μέλλον. Κάποτε οι άνθρωποι φρόντιζαν τα μνήματα με λουλούδια κι ανάβοντας καντήλια γιατί η ομορφιά των νεκροταφείων παρηγορούσε τους ζωντανούς και η μνήμη των νεκρών υφαίνει τη συνοχή των ζώντων. Πλέον ανατρέχουμε στα προφίλ των αποθανόντων φίλων μας για να χαζέψουμε φωτογραφίες, τις συνομιλίες μας και να θυμηθούμε αστεία σχόλια που ανταλλάξαμε και κοινά Memories που μας υπενθυμίζει το Facebook.
Οι πρακτικές αυτές στην εποχή της πληροφορίας, περισσότερο στοχεύουν στην υποκατάσταση της απομάγευσης της ζωής όπου όλα υπολογίζονται, ταξινομούνται και ποσοτικοποιούνται σε πακέτα κηδειών. Το να μοιραζόμαστε τον πόνο που αφήνει πίσω της η απώλεια και ο θάνατος, μας συμφιλιώνει με τη θνητότητά μας και επομένως με την ζωή την ίδια.
Κι όπως θα το ήθελε ο Χέγκελ, «είμαστε θνητοί και αιώνιοι συνάμα».