Σήμερα το πρωί, όταν χτύπησε το ξυπνητήρι στις 07:04, όπως δηλαδή εγώ η ίδια το είχα ρυθμίσει το προηγούμενο βράδυ, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα με τα βλέφαρα ακόμα κλειστά και το χέρι τεντωμένο προς το κομοδίνο ήταν το πόσο πιο ευτυχισμένη θα ήμουν εάν το ξυπνητήρι χτυπούσε μια ώρα αργότερα. Έκλεισα το ξυπνητήρι και σύρθηκα βάρυπνα ως το μπάνιο. Άνοιξα το ραδιόφωνο όπως κάθε πρωί και μπήκα στο ντους. Από το κουβάρι των σκέψεων που κάθε πρωί κατακλύζει το μυαλό μου, καθώς λούζω το τριχωτό της κεφαλής μου, ξεπηδά μια αδέσποτη φαντασίωση. «Πόσο πιο ευτυχισμένη θα ήμουν αν είχα τα χρήματα να κάνω μια ανακαίνιση στο πανάρχαιο τούτο μπάνιο και κάθε πρωί να κάνω το ντους μου σε μια ολοκαίνουρια, γυαλιστερή μπανιέρα σαν αυτές που χαζεύω στο Pinterest;» Όμως δεν τα ‘χω.
Ξεκινάω να πάω γραφείο. Μέχρι πριν δύο εβδομάδες έπρεπε καθημερινά να διανύσω σχεδόν ολόκληρο το λεκανοπέδιο για να φτάσω στη δουλειά μου, κάτι που είχε αρχίσει να μου προκαλεί μεγάλη δυσφορία. «Πόσο πιο ευχαριστημένη θα ήμουν από την ποιότητα της καθημερινότητάς μου, εάν δεν περνούσα καθημερινά τόσες ώρες στο δρόμο;», αναρωτιόμουν ξανά και ξανά καθώς στριμωχνόμουν με χιλιάδες άλλους ταλαίπωρους commuters πρωί κι απόγευμα στους συρμούς του μετρό και του ηλεκτρικού. Η αλήθεια είναι πως όταν τελικά κατάφερα να μειώσω τον χρόνο που περνώ καθημερινά πηγαίνοντας ή γυρνώντας από τη δουλειά, ένιωσα μεγάλη ευτυχία.
Επιτέλους είχα χρόνο να πάω γυμναστήριο, να προλάβω την απογευματινή προβολή μιας καινούριας ταινίας στο συνοικιακό σινεμά, να μαγειρέψω ένα λαδερό και να φάω μια ώρα νορμάλ σαν άνθρωπος. Δυο βδομάδες αργότερα, ο ενθουσιασμός βέβαια έχει ήδη ξεθωριάσει. Φυσικά, ακόμα απολαμβάνω πολύ το γεγονός ότι έχω κερδίσει ένα μισάωρο ύπνου το πρωί και το ότι όταν επιτέλους φτάνω σπίτι είναι ακόμα μέρα έξω, αλλά πιάνω τον εαυτό μου σιγά σιγά να συνηθίζει την πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου. Αρχίζω σιγά σιγά να το θεωρώ κι αυτό δεδομένο, ένα ακόμα τσεκ σε ένα κουτάκι. Ήρθε η ώρα να κυνηγήσω νέα καρότα.
«Η συνήθεια μετατρέπει τις πολυτελείς απολαύσεις σε βαρετές και καθημερινές ανάγκες». Κατά διαβολική σύμπτωση, πέφτω πάνω σε αυτή τη φράση που είχε γράψει κάποτε ο Aldous Huxley την ίδια στιγμή που με τρόμο συνειδητοποιώ ότι έχω από καιρό ανέβει στον λεγόμενο «ηδονικό ποδόμυλο» και τρέχω σαν χαμστεράκι στη ρόδα του για λίγο ακόμα τυράκι. Τι στην ευχή είναι ο «ηδονικός ποδόμυλος» όμως; Ο όρος αποδίδει στα ελληνικά αυτό που είναι γνωστό στην αγγλική ως «hedonic treadmill» και πρόκειται για μια μεταφορά από τη συμπεριφορική ψυχολογία που περιγράφει πώς μια μεγάλη απόλαυση που επαναλαμβάνεται συχνά καταλήγει να γίνεται ρουτίνα, με αποτέλεσμα να έχουμε ανάγκη από μια ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση για να μπορέσουμε να νιώσουμε αίσθημα ευχαρίστησης. Σύμφωνα με έρευνες, η φευγαλέα φύση της απλής ευτυχίας μοιάζει να είναι εγγενής στην ανθρώπινη κατάσταση και το αποτέλεσμα μιας ψυχολογικής διαδικασίας που ονομάζεται ηδονική προσαρμογή.
Ας πάρουμε ένα πολύ απλό παράδειγμα. Για χρόνια στην Ελλάδα πίναμε πολύ βασική, άνοστη και νερουλή μπύρα από μετρημένες στα δάχτυλα ζυθοποιίες μαζικής παραγωγής. Αλλά ήταν οκ γιατί δεν ξέραμε τι καλύτερο υπάρχει εκεί έξω. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που δοκίμασα πραγματικά καλή μπύρα. Μπορώ νομίζω ακόμα να αισθανθώ την ένταση και την πολυπλοκότητά της να ξυπνούν από τον βαθύ τους ύπνο τους γευστικούς μου κάλυκες. Η συγκεκριμένη μπύρα έγινε η αγαπημένη μου ακριβώς γιατί ήταν πολύ πιο γευστική από αυτήν που είχα συνηθίσει να πίνω ως τότε. Μέχρι που μετά από λίγο καιρό σταμάτησα να νιώθω την ίδια ευχαρίστηση που ένιωθα στην αρχή καταναλώνοντάς την. Κάτι άλλαξε, η εμπειρία έπαψε να είναι όσο δυνατή ήταν στην αρχή. Χρειαζόμουν μια ακόμα μεγαλύτερη γευστική συγκίνηση.
Σύμφωνα με την θεωρία του «ηδονικού ποδόμυλου», όπως ακριβώς μπορεί κανείς να καλομάθει στην καλή μπύρα, έτσι μπορεί κάλλιστα να καλομάθει και σε έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Κάτι που μεταφράζεται ως εξής: όταν οι βασικές μας ανάγκες ικανοποιούνται, από ένα σημείο και μετά, όσο και να αυξάνεται η δυνατότητά μας για κατανάλωση, δεν οδηγούμαστε απαραίτητα σε μεγαλύτερη αίσθηση ευτυχίας. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ταυτόχρονα αυξάνονται και οι προσδοκίες και οι επιθυμίες μας – και μαζί τους και η πιθανότητα απογοήτευσης σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσής τους. Ταυτόχρονα, όμως, η θεωρία κάνει και έναν πολύ βασικό διαχωρισμό, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ευχαρίστηση που βιώνουμε όταν καταναλώνουμε αγαθά και όταν καταναλώνουμε εμπειρίες. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί μια δυνατή εμπειρία όπως ένα ταξίδι μας αφήνει γεμάτους εικόνες, αναμνήσεις και ένα αίσθημα ευδαιμονίας που έχει διάρκεια.
Αντίθετα, η έξαρση ενδορφινών που συμβαίνει μέσα στους εγκεφάλους μας όταν αποκτούμε άλλο ένα αστραφτερό, τελευταίας τεχνολογίας gadget ή όταν αγοράζουμε άλλο ένα ζευγάρι παπούτσια την στιγμή που έχουμε άλλα τόσα αφόρετα στην παπουτσοθήκη είναι αυτό που ονομάζουμε ηδονική ευτυχία. Το θέμα είναι ότι οι άνθρωποι συνηθίζουμε σε αυτό το είδος απολαύσεων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και αμέσως επιστρέφουμε στην προγενέστερη κατάσταση μας. Η έννοια του «ηδονικού ποδόμυλου» αφορά κυρίως το τι ακολουθεί. Όταν η δυνατότητα του εκάστοτε πολυπόθητου αγαθού να μας προσφέρει ευχαρίστηση εξασθενεί, αυτό που οι περισσότεροι κάνουμε είναι να ριχτούμε στην αρένα για το επόμενο «βραβείο». Και το επόμενο. Και το επόμενο. Ώσπου τελικά, βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν αέναο κύκλο βραχυπρόθεσμης ικανοποίησης που δεν οδηγεί ποτέ σε ουσιαστική ευδαιμονία.
Ο δρόμος προς την ευδαιμονία δεν περνά από εμπορικές οδούς γεμάτες φωτεινές βιτρίνες φορτωμένες αγαθά. Η ευδαιμονία είναι το είδος της ευτυχίας που βιώνουμε από την ενασχόληση με δραστηριότητες που είτε οδηγούν στην προσωπική μας ανάπτυξη και βελτίωση ή όταν κάνουμε πράγματα για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους και που έχουν κοινωνικό αντίκτυπο. Μπορεί ο Φρόιντ να μας πιπίλησε τα μυαλά ότι η ζωή είναι πρωτίστως μια ατέρμονη αναζήτηση για ευχαρίστηση, ίσως όμως τελικά το μυστικό να κρύβεται στον Άλφρεντ Άντλερ, ο οποίος αντέκρουσε τον «πατέρα» της ψυχολογίας ισχυριζόμενος πως η ζωή είναι μια αναζήτηση για νόημα.