Υπάρχουν κάποιες λέξεις που κουβαλούν ήδη το βάρος μιας προκατάληψης. “Έφηβος” είναι μια από αυτές. Στο άκουσμά της πολλοί ενήλικες βλέπουν μπροστά τους έναν νεαρό γεμάτο ορμή και αμφισβήτηση, αλλά ταυτόχρονα αγενή, παρορμητικό κι ενίοτε βίαιο. Είναι η εύκολη κατηγορία που γλιτώνει τον γονιό από την αυτοκριτική: «Δεν φταίω εγώ, έτσι είναι οι έφηβοι». Όμως η αλήθεια, όπως την αποκαλύπτουν τα τελευταία χρόνια οι έρευνες για τον εγκέφαλο, είναι πολύ πιο σύνθετη – και πολύ πιο απαιτητική για τους ενήλικες. 

Οι νευροεπιστήμονες έχουν δείξει ότι ο εγκέφαλος του εφήβου διαφέρει ποιοτικά από εκείνον του ενήλικα. Ο Dan Siegel, καθηγητής ψυχιατρικής στο UCLA μιλά για τέσσερις βασικές εκδηλώσεις αυτής της διαφοράς: αναζήτηση καινούριων εμπειριών, ανάγκη για παρέα με συνομηλίκους, έντονη συναισθηματικότητα και δημιουργική εξερεύνηση. Όλα αυτά μπορούν να εκφραστούν παρορμητικά, ακόμη και ριψοκίνδυνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε άσχημη συμπεριφορά είναι βιολογικά αναπόφευκτη. 

Εδώ είναι που γίνεται η παρανόηση ή μάλλον η βολική στρέβλωση. Ένας δεκαπεντάχρονος που αντιδρά με υπερβολή επειδή ακυρώθηκε μια συναυλία δεν είναι το ίδιο με τον συνομήλικό του που σπρώχνει βίαια τον μικρότερο αδελφό για να επιβληθεί. Ούτε η κοπέλα που ξεσπά στις φίλες της ύστερα από κοινωνικό αποκλεισμό είναι ίδια με εκείνη που βρίζει τη μητέρα της χυδαία όταν της ζητά να παραδώσει το κινητό της. Η πρώτη κατηγορία είναι αναμενόμενη παρορμητικότητα, η δεύτερη είναι απλή κακή συμπεριφορά. 

Το στερεότυπο της “δύσκολης εφηβείας” έρχεται να καλύψει τις δύο περιπτώσεις με τον ίδιο μανδύα και έτσι η κοινωνία παραιτείται από το δικαίωμα να θέτει όρια, βαφτίζοντας το απαράδεκτο ως “τυπικό”. 

Η συζήτηση για την εφηβεία είναι εστιασμένη σχεδόν αποκλειστικά στον νέο. Οι επιστήμονες, οι παιδαγωγοί, οι ίδιοι οι γονείς μετρούν και αναλύουν τις εκρήξεις, την αμφισβήτηση, τις προσβολές. Πολύ πιο σπάνια στρέφεται ο φακός στον άλλο πόλο της σχέσης: στους γονείς. 

Οι σχέσεις όμως είναι αμφίδρομες. Ο τρόπος που ένας πατέρας ή μια μητέρα μιλάει στο παιδί του επηρεάζει άμεσα τον τρόπο που εκείνο θα απαντήσει. Συχνά οι ενήλικες δεν υψώνουν τον τόνο της φωνής τους, δεν βρίζουν, όμως η ψυχρότητα, η ειρωνεία, η απαξίωση μπορεί να είναι εξίσου σημαντικές ως αντιδράσεις. Έχουν άλλωστε ένα αβαντάζ: την εξάρτηση. Ο έφηβος χρειάζεται τους γονείς του και αυτό το γνωρίζουν καλά. Δεν χρειάζεται να φωνάξεις για να επιβληθείς. Αρκεί να είσαι σκληρός με τρόπο ήσυχο. 

Εδώ βρίσκεται η μεγάλη παγίδα: όταν βαφτίζουμε συλλήβδην τους εφήβους “τρελούς”, οι ενήλικες γλιτώνουν από την αυτοκριτική. Αν όλα εξηγούνται από τον ανώριμο εγκέφαλο ή τις ορμόνες, τότε καμία ευθύνη δεν βαραίνει τον γονιό. Μένει μόνο το παράπονο και η πεποίθηση ότι τα δύσκολα είναι “αναπόφευκτα”. 

Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος. Οι γονείς περιμένουν την αγένεια, την ανυπακοή, την πρόκληση. Οι έφηβοι από τη μεριά τους αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι το “κανονικό” και συχνά προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σε αυτό που θεωρείται αναμενόμενο. Έτσι το στερεότυπο επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά. 

Η έρευνα για τον εγκέφαλο αντί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα και βαθύτερα την εφηβεία καπελώνεται από αυτήν τη λογική. Οι ανακαλύψεις γίνονται άλλοθι αντί για εργαλείο. Χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν, όχι για να κατανοήσουν. 

Αν όμως θέλουμε πραγματικά να μιλήσουμε για εφηβεία, χρειάζεται να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Οι έφηβοι είναι πιο ευάλωτοι στην παρόρμηση. Δοκιμάζουν όρια, θέλουν εμπειρίες, αναζητούν την παρέα, αλλά η αγένεια, η λεκτική ή σωματική βία, η απαξίωση δεν είναι φυσικός νόμος. Είναι συμπεριφορές που εκδηλώνονται σε σχέσεις, σε οικογενειακά περιβάλλοντα, σε κοινωνίες που άλλοτε βάζουν σαφή όρια κι άλλοτε σηκώνουν τα χέρια ψηλά. 

Ο γονιός που αντιμετωπίζει το παιδί του με σεβασμό, ακόμα και στην πιο δύσκολη στιγμή έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να δει ανταπόδοση. Ο δάσκαλος που βλέπει πίσω από τον θόρυβο την ανάγκη για αναγνώριση μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη. Δεν είναι εύκολο, τίποτα ουσιαστικό δεν είναι εύκολο. Αλλά σίγουρα είναι πιο γόνιμο από το να επαναλαμβάνουμε σχεδόν μοιρολατρικά ότι “οι έφηβοι είναι έτσι”. 

Η πραγματική πρόκληση δεν είναι να καταλάβουμε τον έφηβο, αλλά να αντέξουμε να κοιταχτούμε κι εμείς στον καθρέφτη. Να αναρωτηθούμε πως μιλάμε, πως συμπεριφερόμαστε, ποια πρότυπα δίνουμε, γιατί όσο και αν αλλάζει ο εγκέφαλος στην εφηβεία ο τρόπος που στήνεται η σχέση παραμένει ανθρώπινος, βαθιά προσωπικός, άρα και αμφίδρομος. 

Αν συνεχίσουμε να βαφτίζουμε το κακό ως “τυπικό”, τότε απλώς χαρίζουμε στους εφήβους το χειρότερο δώρο: την πεποίθηση ότι δεν έχουν ευθύνη για τίποτα και ταυτόχρονα κρατάμε για τους εαυτούς μας τη βολική αυταπάτη ότι φταίει μόνο η ηλικία τους. 

Η εφηβεία είναι πέρασμα, είναι ευκαιρία. Μπορεί να είναι θυελλώδης, να είναι γεμάτη τρικυμίες, αλλά μπορεί επίσης να είναι δημιουργική, απελευθερωτική, γεμάτη ανακαλύψεις. Το αν θα τη δούμε ως πεδίο μάχης ή ως τόπο συνάντησης εξαρτάται και από εμάς. 

Η επιστήμη μας δίνει τα εργαλεία να κατανοήσουμε καλύτερα τον εφηβικό εγκέφαλο. Το ζήτημα είναι πως θα τα χρησιμοποιήσουμε. Αν τα μετατρέψουμε σε άλλοθι, τότε δεν μάθαμε τίποτα. Αν όμως τα δούμε ως γέφυρες, ίσως καταφέρουμε να χτίσουμε σχέσεις πιο αληθινές, λιγότερο εγκλωβισμένες στα στερεότυπα. 

Η εφηβεία χρειάζεται ενήλικες που αντέχουν να ακούσουν, να αναγνωρίσουν και κυρίως να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης τους, γιατί ο έφηβος δεν είναι μόνος του στον κόσμο. Τον κόσμο αυτόν τον φτιάχνουμε μαζί. 

*Mε στοιχεία από το Psychology Today. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.