Είμαστε παιδιά ενός πολιτισμού που θερμαίνει τα σπίτια του με το πάτημα ενός κουμπιού, που φέρνει φαγητό στην πόρτα μας, που λύνει φαινομενικά σχεδόν τα πάντα με ένα swipe. Οι πρόγονοί μας πάλευαν με το κρύο, την πείνα, τις αρρώστιες. Εμείς παλεύουμε με το buffering στο Wi-Fi και με το γεγονός ότι το delivery κάνει 10 λεπτά παραπάνω. 

Ζούμε μέσα στο μονότονο χάδι της άνεσης. Σ’ αυτό το απαλό περιβάλλον, το ανθρώπινο μυαλό αρχίζει να… εκνευρίζεται. Όσο πιο εύκολη γίνεται η ζωή, τόσο πιο μικρές δυσκολίες μας φαίνονται ασήκωτες, γιατί ο εγκέφαλός μας δεν κατασκευάστηκε για μια ζωή χωρίς κόπο, χωρίς διακύμανση, χωρίς ένταση. 

Η φράση “comfort creep”, από το βιβλίο The Comfort Crisis του Michael Easter, περιγράφει ακριβώς αυτό: όταν η άνεση αυξάνεται, η άνεση παύει να αναγνωρίζεται ως προνόμιο και γίνεται απαίτηση. Χθες ήταν πολυτέλεια να έχεις αυτοκίνητο που ζεσταίνεται μόνο του. Σήμερα γίνεται αυτονόητο. Χθες ήταν μαγεία η online παράδοση. Σήμερα η καθυστέρησή της μας εξοργίζει. Δεν είναι η αχαριστία μας το πρόβλημα. Είναι ότι το νευρικό σύστημα συνηθίζει οτιδήποτε του συμβαίνει συχνά 

Το ζεστό σπίτι κάνει το κρύο αφόρητο.
Η άμεση πληροφορία κάνει την αναμονή αβάσταχτη.
Η ασταμάτητη ψυχαγωγία κάνει την πλήξη… απειλή. 

Εδώ έρχεται η δεύτερη δύναμη: το “problem creep”. Όταν τα πραγματικά προβλήματα μειώνονται, ο εγκέφαλος αρχίζει να εφευρίσκει καινούρια. Αυτό επιβεβαιώνεται πειραματικά: όταν οι ερευνητές αφαίρεσαν από τα δεδομένα “απειλητικά” πρόσωπα, οι συμμετέχοντες άρχισαν να βλέπουν απειλή σε ουδέτερα βλέμματα. Όταν εξαφανίστηκαν τα μεγάλα ηθικά σφάλματα, άρχιζαν να χαρακτηρίζουν μικρο-παραβάσεις ως ηθική εκτροπή. 

Ο ανθρώπινος νους έχει έναν αμετάκλητο στόχο: να διατηρήσει ένα σταθερό επίπεδο δυσφορίας. Όταν δεν το βρίσκει γύρω του, το δημιουργεί. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργίας καταλήγουμε σε μια παράξενη αντιστροφή: η εποχή με τα λιγότερα αντικειμενικά προβλήματα είναι ίσως η εποχή με τις περισσότερες υποκειμενικές δυσκολίες. 

Το σύγχρονο παράπονο, η καθημερινή μας ενόχληση δεν είναι δείγματα κακομαθημένης γενιάς. Είναι μια κραυγή ενός εγκεφάλου που εξελικτικά αναπτύχθηκε μέσα στην αβεβαιότητα, τον κόπο, την επιβίωση. Το σώμα μας περιμένει θερμοκρασία που μεταβάλλεται, προσμονή, αναμονή, σιωπή, βάρος, έκθεση στη φύση, αργή πληροφορία. Αντί γι’ αυτά παίρνει μόνιμη θερμική άνεση, άμεση ικανοποίηση, παρορμητικό scroll, αδιάκοπη υπερδιέγερση και μοναξιά με Wi-Fi. Το αποτέλεσμα; Ένας εγκέφαλος που δεν ξέρει πού να τοποθετήσει τον εαυτό του. Το σώμα ζει στην απόλυτη ευκολία, ο νους νιώθει απειλή. 

Τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν ακόμη ένα χτύπημα. Σβήνουν κάθε μικρή παύση της καθημερινότητας. Δε στεκόμαστε στην ουρά, δε βαριόμαστε στο λεωφορείο, δε κοιτάμε τον κόσμο γύρω μας χωρίς σκοπό. Κάθε δευτερόλεπτο “νεκρού χρόνου” γεμίζει με εικόνες, πληροφορίες, σύγκριση, επιθυμία. Το μυαλό παλιά έπαιρνε ανάσα στην πλήξη. Τώρα πνίγεται μέσα της, χωρίς καν να την αναγνωρίζει. Ή καλύτερα: δεν προλαβαίνει να βαρεθεί, αλλά προλαβαίνει να εξαντληθεί. 

Χρειαζόμαστε ένα εμβόλιο κόπου που θα ξυπνήσει τον εγκέφαλο. Ένα περπάτημα εκεί που θα διαλέγαμε αυτοκίνητο. Μερικά λεπτά αναμονής χωρίς κινητό. Ένα δωμάτιο πιο κρύο από “ιδανικό”. Μια κουραστική δραστηριότητα που μας δυσκολεύει λίγο. Όλα αυτά για να ξαναμάθουμε να εκτιμούμε. 

Ίσως το παράδοξο της σύγχρονης δυσαρέσκειας να είναι απλώς αυτό: η ευτυχία δε βρίσκεται στην απόλυτη άνεση, αλλά στο μέτρο της. Η άνεση χωρίς όρια μετατρέπεται σε αδιαφορία. Η έλλειψη κόπου γίνεται έλλειψη νοήματος και μια ζωή χωρίς δυσκολία γίνεται μια ζωή χωρίς γεύση. Μια δυσκολία που να μας υπενθυμίζει ότι η ζωή δεν είναι για να την επιβιώσουμε χωρίς κόπο, αλλά για να τη νιώσουμε ακόμη κι όταν μας ζορίζει λίγο και τότε ο κόσμος θα πάψει να μας φαίνεται τόσο αφόρητος. 

*Με στοιχεία από το Psychology Today 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.