Mια νεαρή κοπέλα υποφέρει από τικ κι άλλα συμπτώματα από νεαρή ηλικία. Κανείς δεν της έχει δώσει τη σημασία που θα έπρεπε, ώστε η ποιότητα της ζωής της να βελτιωθεί. Στην πραγματικότητα, η νεαρή έπασχε από μια αυτοάνοση πάθηση που προκλήθηκε από βακτηριακή λοίμωξη με στρεπτόκοκκο. Η πάθηση είναι γνωστή ως Παιδιατρικές Αυτοάνοσες Νευροψυχιατρικές Διαταραχές που Συσχετίζονται με Στρεπτόκοκκο (PANDAS). Όταν εντοπίστηκε και αντιμετωπίστηκε η λοίμωξη, τα συμπτώματά της άρχισαν επιτέλους να βελτιώνονται.
Δεν είναι η μόνη που έχει εκδηλώσει μια δυσλειτουργία του εγκεφάλου να εκλαμβάνεται λανθασμένα ως πρόβλημα του νου. Τα στοιχεία αυξάνονται και δείχνουν ότι διάφορες λοιμώξεις μπορούν, σε κάποιες περιπτώσεις, να προκαλέσουν καταστάσεις όπως ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), τικ, άγχος, κατάθλιψη και ακόμη και ψύχωση. Και οι λοιμώξεις είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Όλο και περισσότερο γίνεται φανερό ότι φλεγμονώδεις και μεταβολικές διαταραχές μπορούν επίσης να έχουν σημαντική επίδραση στην ψυχική υγεία. Όλα αυτά αποτελούν συμπτώματα μεγαλύτερων προβλημάτων στον τομέα της ψυχιατρικής.
Μια αναθεωρημένη κατανόηση θα μπορούσε να έχει βαθιές συνέπειες για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν με ψυχικές διαταραχές οι οποίες σήμερα δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, πάνω από το 90% των ασθενών με διπολική διαταραχή θα εμφανίσουν επαναλαμβανόμενα επεισόδια στη διάρκεια της ζωής τους. Στα παιδιά με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, πάνω από το 46% δεν επιτυγχάνουν ύφεση. Περίπου το 50-60% των ασθενών με κατάθλιψη ανταποκρίνονται τελικά στη θεραπεία, αλλά μόνο έπειτα από δοκιμές πολλών διαφορετικών φαρμάκων.
Για κάποιους επαγγελματίες του χώρου, μια βαθύτερη κατανόηση της βιολογίας της ψυχικής υγείας, θα οδηγήσει σε πιο ακριβείς διαγνώσεις και καλύτερα στοχευμένες θεραπείες.
Η ψυχιατρική παραδοσιακά επικεντρώνεται στην περιγραφή και την ταξινόμηση των συμπτωμάτων, και όχι στις υποκείμενες αιτίες. Το Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM), γνωστό και ως η «βίβλος της ψυχιατρικής», δημοσιεύθηκε το 1952 και περιέχει περιγραφές, συμπτώματα και διαγνωστικά κριτήρια. Από τη μία πλευρά, προσέφερε χρήσιμη συνοχή στις διαγνώσεις. Από την άλλη κατηγοριοποίησε ασθενείς χωρίς καμία επίγνωση των υποκείμενων μηχανισμών των παθήσεών τους. Υπάρχει τόσο μεγάλη επικάλυψη μεταξύ των συμπτωμάτων της κατάθλιψης και του άγχους, ώστε κάποιοι αναρωτιούνται αν πρόκειται καν για ξεχωριστές ασθένειες. Την ίδια ώρα, υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες αυτών των διαταραχών, οι οποίες ενδέχεται να μην έχουν ουσιαστικές διαφορές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα δείγματα ασθενών σε κλινικές δοκιμές να είναι τόσο ετερογενή, που οι θεραπείες να αποτυγχάνουν απλώς επειδή οι συμμετέχοντες δεν έχουν αρκετά κοινά μεταξύ τους.
Προηγούμενες προσπάθειες να εντοπιστούν αιτιώδεις μηχανισμοί για τις ψυχικές διαταραχές αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες. Το 2013, το National Institute of Mental Health (NIMH) των ΗΠΑ έκανε μια τολμηρή προσπάθεια να απομακρυνθεί από την έρευνα βασισμένη στις κατηγορίες συμπτωμάτων του DSM. Η χρηματοδότηση στράφηκε στην έρευνα των βασικών μηχανισμών ασθένειας του εγκεφάλου, με την ελπίδα να συνδεθούν άμεσα τα γονίδια με τις συμπεριφορές. Δαπανήθηκαν πάνω από 20 δισεκατομμύρια, αλλά η προσπάθεια απέτυχε θεαματικά — τα περισσότερα γονίδια που εντοπίστηκαν είχαν ελάχιστη επίδραση. Ο Allen Frances, καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Duke, αποκάλεσε την αναζήτηση τέτοιων βιοδεικτών «μια συναρπαστική πνευματική περιπέτεια, αλλά πλήρη κλινική αποτυχία».
Παρά αυτή την αποθαρρυντική εικόνα, μια αλλαγή στον τομέα της ψυχιατρικής διαφαίνεται στον ορίζοντα. Μέρος αυτής της αλλαγής οφείλεται σε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την εύρεση νευρολογικών βιοδεικτών με ολοένα και πιο εξελιγμένη τεχνολογία. Επιπλέον, υπάρχει πλέον μεγαλύτερη αποδοχή ότι κάποιες ψυχικές παθήσεις έχουν πραγματικά σωματικά αίτια ή πυροδοτούνται από ιατρικές παθήσεις, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοιες — όχι απλώς ως ψυχιατρικά φαινόμενα.
Ένα καθοριστικό σημείο καμπής ήρθε το 2007, όταν το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια αποκάλυψε ότι 100 ασθενείς με ταχέως επιδεινούμενα ψυχιατρικά συμπτώματα ή γνωστικές διαταραχές έπασχαν στην πραγματικότητα από μια αυτοάνοση ασθένεια. Τα σώματά τους παρήγαν αντισώματα ενάντια σε βασικούς υποδοχείς των νευρικών κυττάρων, γνωστούς ως NMDA υποδοχείς. Αυτό οδηγούσε σε φλεγμονή του εγκεφάλου και μπορούσε να προκαλέσει μια ευρεία γκάμα συμπτωμάτων, όπως παράνοια, παραισθήσεις και επιθετικότητα. Η ασθένεια ονομάστηκε «εγκεφαλίτιδα από αντισώματα κατά των NMDA υποδοχέων» (anti-NMDA-receptor encephalitis).
Το πιο σημαντικό ήταν ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η ασθένεια ήταν αντιμετωπίσιμη: είτε με την απομάκρυνση των αντισωμάτων είτε με χρήση ανοσοθεραπείας ή κορτικοστεροειδών. Δεδομένα από τους ασθενείς που βίωναν το πρώτο επεισόδιο ψύχωσης έδειξαν ότι το 5% έως 10% αυτών είχαν αντισώματα που επιτίθενται στον εγκέφαλο.
Η ανακάλυψη αυτή άνοιξε μια νέα προοπτική στην κατανόηση των ψυχικών διαταραχών, καταδεικνύοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αιτίες δεν βρίσκονται απλώς στην ψυχή, αλλά στο ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα και τη βιολογία του σώματος.
Ένα άλλο σημαντικό εύρημα είναι ότι οι μεταβολικές διαταραχές μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ψυχική υγεία. Ο εγκέφαλος είναι ένα εξαιρετικά ενεργοβόρο όργανο, και μεταβολικές ανωμαλίες που σχετίζονται με τις ενεργειακές οδούς έχουν συνδεθεί με διάφορες διαταραχές: σχιζοφρένεια, διπολική διαταραχή, ψύχωση, διατροφικές διαταραχές και μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
Στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ λειτουργεί πλέον κλινική μεταβολικής ψυχιατρικής, όπου οι ασθενείς αντιμετωπίζονται με διατροφή και αλλαγές στον τρόπο ζωής, παράλληλα με τη φαρμακευτική αγωγή. Ένα ενεργό πεδίο έρευνας στην κλινική αυτή αφορά τα οφέλη της κετογονικής δίαιτας, η οποία περιορίζει την πρόσληψη υδατανθράκων και αναγκάζει το σώμα να καίει λίπος για ενέργεια, παράγοντας κετόνες — μια εναλλακτική πηγή «καυσίμου» για τον εγκέφαλο όταν η γλυκόζη είναι περιορισμένη.
Και δεν είναι μόνο η κατανόηση του ανοσοποιητικού και του μεταβολικού συστήματος που βελτιώνεται. Τεράστιοι όγκοι δεδομένων αναλύονται πλέον με ταχύτητες άνευ προηγουμένου —συχνά με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης (AI)— αποκαλύπτοντας συνδέσεις που μέχρι πρότινος περνούσαν απαρατήρητες.
Πρόσφατα η UK Biobank, μια βιοϊατρική βάση δεδομένων, δημοσίευσε στοιχεία που αποκάλυψαν ότι άτομα με καταθλιπτικά επεισόδια είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα φλεγμονωδών πρωτεϊνών, όπως οι κυτοκίνες, στο αίμα τους. Μια άλλη μελέτη το προηγούμενο έτος διαπίστωσε ότι περίπου το ένα τέταρτο των ασθενών με κατάθλιψη παρουσίαζαν ενδείξεις χαμηλόβαθμης φλεγμονής.
Αυτό μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο, καθώς συνδυάζεται με το γεγονός ότι οι ασθενείς με φλεγμονή ανταποκρίνονται λιγότερο αποτελεσματικά στα αντικαταθλιπτικά. Έτσι, η αναγνώριση βιολογικών δεικτών, όπως τα επίπεδα φλεγμονής θα μπορούσε να βοηθήσει στην επιλογή καταλληλότερων θεραπειών και να βάλει τη βιολογία στο προσκήνιο της ψυχιατρικής, καταρρίπτοντας τα τεχνητά όρια μεταξύ σώματος και νου.
Η καινοτομία στον τομέα της ψυχικής υγείας προχωρά με αυξανόμενη ταχύτητα. Πλήθος ερευνητών εργάζονται πάνω σε νέους τρόπους διάγνωσης της ΔΕΠΥ, κατηγοριοποιώντας τους ασθενείς σε υποομάδες που μέχρι πρόσφατα παρέμεναν άγνωστες. Τον Φεβρουάριο του 2024, τρεις ξεχωριστές ομάδες ερευνητών ανακοίνωσαν την ανακάλυψη βιοδεικτών που μπορούν να προβλέψουν τους κινδύνους εμφάνισης άνοιας, αυτισμού και ψύχωσης.
Η χρήση τεχνητής νοημοσύνης (AI) αναμένεται να επιταχύνει την αναζήτηση καλύτερων διαγνωστικών εργαλείων. Η εταιρεία Cognoa χρησιμοποιεί ήδη AI για τη διάγνωση αυτισμού σε παιδιά, αναλύοντας βίντεο της συμπεριφοράς τους — προσπερνώντας έτσι τις χρονοβόρες αναμονές για ραντεβού με ειδικούς.
Παρά την πρόοδο, ένα θεμελιώδες πρόβλημα παραμένει: ο διαχωρισμός μεταξύ νευρολογίας και ψυχιατρικής. Στις αγγλοσαξονικές χώρες όπως η Αμερική, η Βρετανία και ο Καναδάς, αυτός ο διαχωρισμός είναι βαθύτερος. Πολλοί ειδικοί θεωρούν πως περιπτώσεις, όπως της νεαρής κοπέλας που περιγράφεται στην αρχή του θέματος είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Το διακύβευμα είναι μεγάλο: καλύτερη φροντίδα και αποτελέσματα για τους ασθενείς.
*Με στοιχεία από τον Economist.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Mια νεαρή κοπέλα υποφέρει από τικ κι άλλα συμπτώματα από νεαρή ηλικία. Κανείς δεν της έχει δώσει τη σημασία που θα έπρεπε, ώστε η ποιότητα της ζωής της να βελτιωθεί. Στην πραγματικότητα, η νεαρή έπασχε από μια αυτοάνοση πάθηση που προκλήθηκε από βακτηριακή λοίμωξη με στρεπτόκοκκο. Η πάθηση είναι γνωστή ως Παιδιατρικές Αυτοάνοσες Νευροψυχιατρικές Διαταραχές που Συσχετίζονται με Στρεπτόκοκκο (PANDAS). Όταν εντοπίστηκε και αντιμετωπίστηκε η λοίμωξη, τα συμπτώματά της άρχισαν επιτέλους να βελτιώνονται.
Δεν είναι η μόνη που έχει εκδηλώσει μια δυσλειτουργία του εγκεφάλου να εκλαμβάνεται λανθασμένα ως πρόβλημα του νου. Τα στοιχεία αυξάνονται και δείχνουν ότι διάφορες λοιμώξεις μπορούν, σε κάποιες περιπτώσεις, να προκαλέσουν καταστάσεις όπως ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), τικ, άγχος, κατάθλιψη και ακόμη και ψύχωση. Και οι λοιμώξεις είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Όλο και περισσότερο γίνεται φανερό ότι φλεγμονώδεις και μεταβολικές διαταραχές μπορούν επίσης να έχουν σημαντική επίδραση στην ψυχική υγεία. Όλα αυτά αποτελούν συμπτώματα μεγαλύτερων προβλημάτων στον τομέα της ψυχιατρικής.
Μια αναθεωρημένη κατανόηση θα μπορούσε να έχει βαθιές συνέπειες για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν με ψυχικές διαταραχές οι οποίες σήμερα δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, πάνω από το 90% των ασθενών με διπολική διαταραχή θα εμφανίσουν επαναλαμβανόμενα επεισόδια στη διάρκεια της ζωής τους. Στα παιδιά με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, πάνω από το 46% δεν επιτυγχάνουν ύφεση. Περίπου το 50-60% των ασθενών με κατάθλιψη ανταποκρίνονται τελικά στη θεραπεία, αλλά μόνο έπειτα από δοκιμές πολλών διαφορετικών φαρμάκων.
Για κάποιους επαγγελματίες του χώρου, μια βαθύτερη κατανόηση της βιολογίας της ψυχικής υγείας, θα οδηγήσει σε πιο ακριβείς διαγνώσεις και καλύτερα στοχευμένες θεραπείες.
Η ψυχιατρική παραδοσιακά επικεντρώνεται στην περιγραφή και την ταξινόμηση των συμπτωμάτων, και όχι στις υποκείμενες αιτίες. Το Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM), γνωστό και ως η «βίβλος της ψυχιατρικής», δημοσιεύθηκε το 1952 και περιέχει περιγραφές, συμπτώματα και διαγνωστικά κριτήρια. Από τη μία πλευρά, προσέφερε χρήσιμη συνοχή στις διαγνώσεις. Από την άλλη κατηγοριοποίησε ασθενείς χωρίς καμία επίγνωση των υποκείμενων μηχανισμών των παθήσεών τους. Υπάρχει τόσο μεγάλη επικάλυψη μεταξύ των συμπτωμάτων της κατάθλιψης και του άγχους, ώστε κάποιοι αναρωτιούνται αν πρόκειται καν για ξεχωριστές ασθένειες. Την ίδια ώρα, υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες αυτών των διαταραχών, οι οποίες ενδέχεται να μην έχουν ουσιαστικές διαφορές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα δείγματα ασθενών σε κλινικές δοκιμές να είναι τόσο ετερογενή, που οι θεραπείες να αποτυγχάνουν απλώς επειδή οι συμμετέχοντες δεν έχουν αρκετά κοινά μεταξύ τους.
Προηγούμενες προσπάθειες να εντοπιστούν αιτιώδεις μηχανισμοί για τις ψυχικές διαταραχές αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες. Το 2013, το National Institute of Mental Health (NIMH) των ΗΠΑ έκανε μια τολμηρή προσπάθεια να απομακρυνθεί από την έρευνα βασισμένη στις κατηγορίες συμπτωμάτων του DSM. Η χρηματοδότηση στράφηκε στην έρευνα των βασικών μηχανισμών ασθένειας του εγκεφάλου, με την ελπίδα να συνδεθούν άμεσα τα γονίδια με τις συμπεριφορές. Δαπανήθηκαν πάνω από 20 δισεκατομμύρια, αλλά η προσπάθεια απέτυχε θεαματικά — τα περισσότερα γονίδια που εντοπίστηκαν είχαν ελάχιστη επίδραση. Ο Allen Frances, καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Duke, αποκάλεσε την αναζήτηση τέτοιων βιοδεικτών «μια συναρπαστική πνευματική περιπέτεια, αλλά πλήρη κλινική αποτυχία».
Παρά αυτή την αποθαρρυντική εικόνα, μια αλλαγή στον τομέα της ψυχιατρικής διαφαίνεται στον ορίζοντα. Μέρος αυτής της αλλαγής οφείλεται σε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την εύρεση νευρολογικών βιοδεικτών με ολοένα και πιο εξελιγμένη τεχνολογία. Επιπλέον, υπάρχει πλέον μεγαλύτερη αποδοχή ότι κάποιες ψυχικές παθήσεις έχουν πραγματικά σωματικά αίτια ή πυροδοτούνται από ιατρικές παθήσεις, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοιες — όχι απλώς ως ψυχιατρικά φαινόμενα.
Ένα καθοριστικό σημείο καμπής ήρθε το 2007, όταν το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια αποκάλυψε ότι 100 ασθενείς με ταχέως επιδεινούμενα ψυχιατρικά συμπτώματα ή γνωστικές διαταραχές έπασχαν στην πραγματικότητα από μια αυτοάνοση ασθένεια. Τα σώματά τους παρήγαν αντισώματα ενάντια σε βασικούς υποδοχείς των νευρικών κυττάρων, γνωστούς ως NMDA υποδοχείς. Αυτό οδηγούσε σε φλεγμονή του εγκεφάλου και μπορούσε να προκαλέσει μια ευρεία γκάμα συμπτωμάτων, όπως παράνοια, παραισθήσεις και επιθετικότητα. Η ασθένεια ονομάστηκε «εγκεφαλίτιδα από αντισώματα κατά των NMDA υποδοχέων» (anti-NMDA-receptor encephalitis).
Το πιο σημαντικό ήταν ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η ασθένεια ήταν αντιμετωπίσιμη: είτε με την απομάκρυνση των αντισωμάτων είτε με χρήση ανοσοθεραπείας ή κορτικοστεροειδών. Δεδομένα από τους ασθενείς που βίωναν το πρώτο επεισόδιο ψύχωσης έδειξαν ότι το 5% έως 10% αυτών είχαν αντισώματα που επιτίθενται στον εγκέφαλο.
Η ανακάλυψη αυτή άνοιξε μια νέα προοπτική στην κατανόηση των ψυχικών διαταραχών, καταδεικνύοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αιτίες δεν βρίσκονται απλώς στην ψυχή, αλλά στο ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα και τη βιολογία του σώματος.
Ένα άλλο σημαντικό εύρημα είναι ότι οι μεταβολικές διαταραχές μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ψυχική υγεία. Ο εγκέφαλος είναι ένα εξαιρετικά ενεργοβόρο όργανο, και μεταβολικές ανωμαλίες που σχετίζονται με τις ενεργειακές οδούς έχουν συνδεθεί με διάφορες διαταραχές: σχιζοφρένεια, διπολική διαταραχή, ψύχωση, διατροφικές διαταραχές και μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
Στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ λειτουργεί πλέον κλινική μεταβολικής ψυχιατρικής, όπου οι ασθενείς αντιμετωπίζονται με διατροφή και αλλαγές στον τρόπο ζωής, παράλληλα με τη φαρμακευτική αγωγή. Ένα ενεργό πεδίο έρευνας στην κλινική αυτή αφορά τα οφέλη της κετογονικής δίαιτας, η οποία περιορίζει την πρόσληψη υδατανθράκων και αναγκάζει το σώμα να καίει λίπος για ενέργεια, παράγοντας κετόνες — μια εναλλακτική πηγή «καυσίμου» για τον εγκέφαλο όταν η γλυκόζη είναι περιορισμένη.
Και δεν είναι μόνο η κατανόηση του ανοσοποιητικού και του μεταβολικού συστήματος που βελτιώνεται. Τεράστιοι όγκοι δεδομένων αναλύονται πλέον με ταχύτητες άνευ προηγουμένου —συχνά με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης (AI)— αποκαλύπτοντας συνδέσεις που μέχρι πρότινος περνούσαν απαρατήρητες.
Πρόσφατα η UK Biobank, μια βιοϊατρική βάση δεδομένων, δημοσίευσε στοιχεία που αποκάλυψαν ότι άτομα με καταθλιπτικά επεισόδια είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα φλεγμονωδών πρωτεϊνών, όπως οι κυτοκίνες, στο αίμα τους. Μια άλλη μελέτη το προηγούμενο έτος διαπίστωσε ότι περίπου το ένα τέταρτο των ασθενών με κατάθλιψη παρουσίαζαν ενδείξεις χαμηλόβαθμης φλεγμονής.
Αυτό μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο, καθώς συνδυάζεται με το γεγονός ότι οι ασθενείς με φλεγμονή ανταποκρίνονται λιγότερο αποτελεσματικά στα αντικαταθλιπτικά. Έτσι, η αναγνώριση βιολογικών δεικτών, όπως τα επίπεδα φλεγμονής θα μπορούσε να βοηθήσει στην επιλογή καταλληλότερων θεραπειών και να βάλει τη βιολογία στο προσκήνιο της ψυχιατρικής, καταρρίπτοντας τα τεχνητά όρια μεταξύ σώματος και νου.
Η καινοτομία στον τομέα της ψυχικής υγείας προχωρά με αυξανόμενη ταχύτητα. Πλήθος ερευνητών εργάζονται πάνω σε νέους τρόπους διάγνωσης της ΔΕΠΥ, κατηγοριοποιώντας τους ασθενείς σε υποομάδες που μέχρι πρόσφατα παρέμεναν άγνωστες. Τον Φεβρουάριο του 2024, τρεις ξεχωριστές ομάδες ερευνητών ανακοίνωσαν την ανακάλυψη βιοδεικτών που μπορούν να προβλέψουν τους κινδύνους εμφάνισης άνοιας, αυτισμού και ψύχωσης.
Η χρήση τεχνητής νοημοσύνης (AI) αναμένεται να επιταχύνει την αναζήτηση καλύτερων διαγνωστικών εργαλείων. Η εταιρεία Cognoa χρησιμοποιεί ήδη AI για τη διάγνωση αυτισμού σε παιδιά, αναλύοντας βίντεο της συμπεριφοράς τους — προσπερνώντας έτσι τις χρονοβόρες αναμονές για ραντεβού με ειδικούς.
Παρά την πρόοδο, ένα θεμελιώδες πρόβλημα παραμένει: ο διαχωρισμός μεταξύ νευρολογίας και ψυχιατρικής. Στις αγγλοσαξονικές χώρες όπως η Αμερική, η Βρετανία και ο Καναδάς, αυτός ο διαχωρισμός είναι βαθύτερος. Πολλοί ειδικοί θεωρούν πως περιπτώσεις, όπως της νεαρής κοπέλας που περιγράφεται στην αρχή του θέματος είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Το διακύβευμα είναι μεγάλο: καλύτερη φροντίδα και αποτελέσματα για τους ασθενείς.
*Με στοιχεία από τον Economist.