Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στις μουσικές παραδόσεις που σηματοδοτούν σημαντικά σημεία της ζωής για τον καθέναν από εμάς ξεχωριστά. Ακόμη και τα νεογέννητα μπορούν να ανταποκριθούν στη μουσική και όπως η γλώσσα, έτσι και ο εγκέφαλός μας φαίνεται να είναι προγεννητικά «καλωδιωμένος» τόσο για σύνθεση, όσο και για επεξεργασία μουσικής. «Η ικανότητα να ακούς μια νότα, να κατανοείς και – αν εκπαιδευτείς κατάλληλα – να μπορείς να συνθέσεις μια μελωδία εξαρτάται από τις εξελιγμένες ιδιότητες των νευρώνων σε πολλές από τις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου που χρησιμοποιούνται για την ομιλία, τον ήχο και άλλες σημαντικές σύνθετες λειτουργίες», αναφέρει το άρθρο του Psychology Today.
Το άρθρο υποστηρίζει ότι μέχρι πρόσφατα, η μουσική παρέμενε σε μεγάλο βαθμό σχετικά χωριστή από την επιστήμη, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιείται ως ένα ισχυρό εργαλείο επικοινωνίας από άλλες μεγάλες βιομηχανίες. «Αλλά μια καινοτόμος γραμμή εργασίας αρχίζει να το αλλάζει αυτό, διαμέσου της ανάπτυξης μιας μεθόδου για τη μετατροπή των επιστημονικών δεδομένων σε μουσικές νότες. Μεταξύ αυτών είναι ο απόκοσμος ήχος της πρωτεΐνης του ιού SARS-CoV2 που μετατράπηκε σε μουσική σύνθεση», αναφέρει το δημοσίευμα.
Οι συνεχείς προσπάθειες για τη μετατροπή της επιστήμης σε ήχο περιλαμβάνουν τη μετατροπή μιας αλληλουχίας DNA ή πληροφοριών πρωτεΐνης σε μουσικές νότες. Δεδομένου ότι όλα τα ζωντανά κύτταρα αποτελούνται από αλληλουχίες DNA, οι οποίες κωδικοποιούν πρωτεΐνες που ουσιαστικά καθοδηγούν όλες μας τις λειτουργίες, ο μετασχηματισμός των δεδομένων αυτών σε μουσική έχει ως απώτερο στόχο να κατασκευάσει ένα νέο πλαίσιο για την κατανόηση του πώς η πολυπλοκότητα αυτή προκύπτει από τα μοτίβα αλληλουχίας. Αυτό το είδος εργασίας μπορεί επίσης να βοηθήσει στην επίλυση ορισμένων γενετικών «γρίφων», όπως ο νευροεκφυλισμός μέσω της νόσου του Huntington.
«Είναι ενδιαφέρον αν αναλογιστούμε ότι οι γενετικές ακολουθίες και οι μουσικές νότες μοιράζονται κάποιες πολύ συγκεκριμένες αναλογίες. Για παράδειγμα, οι νότες συνήθως “συναρμολογούνται” μέσω επαναλαμβανόμενων μοτίβων και όπως τα γονίδια και οι πρωτεΐνες, αυτά τα μοτίβα μπορούν να δημιουργήσουν δομές με πιο πολύπλοκα σχήματα και μορφές», επισημαίνει η επιστημονική δημοσίευση, προσθέτοντας ότι:
«Ήδη αναπτύσσεται μια νέα γενιά αλγορίθμων και εργαλείων με βάση αυτή την αναλογία και χρησιμοποιεί την ίδια την μουσική προκειμένου να διερευνήσει το πώς μια ακολουθία DNA μετατρέπει και κωδικοποιεί μια λειτουργική δομή σε ένα μόριο. Μια παρόμοια έρευνα χρησιμοποιεί τη μουσική θεωρία προκειμένου να διερευνήσει το πώς οι αλλαγές στη δομή της αμυλοειδούς πρωτεΐνης μπορούν να συμβάλλουν στη νόσο του Αλτσχάιμερ χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο φυσικής συχνότητας για τη μελέτη της κίνησης του συγκεκριμένου μορίου».
Επειδή η μουσική είναι πραγματικά μια παγκόσμια γλώσσα, «η μετατροπή της επιστήμης σε μουσική μπορεί να απευθύνεται σε ένα ευρύτερο και πιο πολυσχιδές φάσμα ανθρώπων, π.χ. την υποστήριξη της μάθησης για άτομα με προβλήματα όρασης. Θα ήταν συναρπαστικό να σκεφτούμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη μουσική για να επεκτείνουμε την παιδαγωγική της επιστήμης με τρόπους που υποστηρίζουν τη δημιουργικότητα και να την καταστήσουν ελκυστική σε καλλιτεχνικά μυαλά που μπορεί επίσης να εμπνέονται από την πρόκληση της επιστήμης», καταλήγει το άρθρο.
Δεν είναι μυστικό ότι η μουσική μπορεί να έχει αντίκτυπο στον τρόπο λειτουργίας του σώματός μας: η μουσική προκαλεί την έκκριση χημικών ουσιών όπως οι ενδορφίνες, αλλά και ορμονών όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την καλή ψυχολογία.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, η μουσική θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει ως «ένας ευχάριστος αντιπερισπασμός» που θα κάνει τους ασθενείς να σκεφτούν και κάτι άλλο πέραν της ασθένειάς τους.
Η μελέτη, με επικεφαλής τον Δρ Feng-Chi Hsieh, του Τμήματος Ακτινολογίας, στο Γενικό Νοσοκομείο Γιουάν της Ταϊβάν, χώρισε 60 ασθενείς με καρκίνο σε δύο ομάδες. Οι μισοί άκουγαν μουσική στο σπίτι από ένα MP3 player, που τους παρείχε η ομάδα μελέτης και μπορούσαν να επιλέξουν ανάμεσα στην κλασική, παραδοσιακή, σύγχρονη και θρησκευτική ταϊβανέζικη μουσική. Οι υπόλοιποι ασθενείς έλαβαν και εκείνοι ένα MP3 player, αλλά μπορούσαν να επιλέξουν μόνο ήχους του περιβάλλοντος, οι οποίοι είχε αποδειχθεί στο παρελθόν ότι δεν έχουν καμία επίδραση.
Συνολικά, η διάθεση των ατόμων της πρώτης ομάδας, που δοκίμασε την μουσικοθεραπεία, κυμάνθηκε σε πολύ καλύτερα επίπεδα σε σχέση με εκείνη των ατόμων της δεύτερης ομάδας, με τους ίδιους τους ασθενείς να παραδέχονται ότι «η μουσική βοήθησε τη σωματική και ψυχολογική τους ευημερία, διότι τους απομάκρυνε από αρνητικές σκέψεις που σχετίζονταν με τον καρκίνο».