Τα πολυαναμενόμενα αποτελέσματα μιας κλινικής δοκιμής ενός πειραματικού φαρμάκου για τη νόσο Αλτσχάιμερ υποδηλώνουν ότι η θεραπεία επιβράδυνε κάπως την εξέλιξη της νόσου σε άτομα που βρίσκονται στα αρχικά της στάδια, αλλά προκάλεσε επίσης σε ορισμένους ασθενείς οίδημα ή εγκεφαλική αιμορραγία.
Τα νέα δεδομένα, που δόθηκαν στη δημοσιότητα το βράδυ της Τρίτης, προσφέρουν την πρώτη λεπτομερή ματιά στις επιδράσεις του φαρμάκου lecanemab και έρχονται δύο μήνες αφότου οι παρασκευαστές του, Eisai και Biogen, χάρισαν ελπίδα ανακοινώνοντας ότι το φάρμακο είχε παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα. ‘Όμως, οι ειδικοί σε θέματα Αλτσχάιμερ δήλωσαν ότι οι νέες πληροφορίες έδειξαν λόγους τόσο για αισιοδοξία όσο και για προσοχή.
Μια έκθεση των ευρημάτων που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine ανέφερε ότι σε διάστημα 18 μηνών, το lecanemab «οδήγησε σε ελαφρώς μικρότερη φθορά σύμφωνα με μετρήσεις γνωστικής ικανότητας και λειτουργίας». Παρόλα αυτά, η μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε σχεδόν 1.800 ασθενείς με ήπια συμπτώματα, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τις εταιρείες και συντάχθηκε από επιστήμονες της Eisai, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «απαιτούνται μεγαλύτερες δοκιμές για να προσδιοριστεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του lecanemab στα πρώιμα στάδια της νόσου Αλτσχάιμερ».
Η αρχική ανακοίνωση των εταιρειών τον Σεπτέμβριο είχε εκτοξεύσει τις τιμές των μετοχών τους στα ύψη, επειδή ο τομέας της ανάπτυξης φαρμάκων για τη νόσο Αλτσχάιμερ έχει σημαδευτεί από χρόνια αποτυχιών.
Το lecanemab – που χορηγείται ως ενδοφλέβια έγχυση κάθε δύο εβδομάδες – είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που στοχεύει μια πρωτεΐνη, το αμυλοειδές, η οποία συσσωρεύεται και σχηματίζει πλάκες στους εγκεφάλους των ατόμων με νόσο Αλτσχάιμερ. Πολυετείς δοκιμές διαφόρων αντι-αμυλοειδών ενώσεων δεν έχουν δείξει πειστικά ότι η μείωση των επιπέδων της πρωτεΐνης μπορεί να βοηθήσει τα προβλήματα μνήμης ή σκέψης των ασθενών. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ένα άλλο μονοκλωνικό αντίσωμα κατά του αμυλοειδούς, το gantenerumab, που παρασκευάζεται από τις εταιρείες Roche και Genentech, απέτυχε να δείξει οποιοδήποτε όφελος.
Αυτό το ιστορικό προσδίδει στη δοκιμή του lecanemab πρόσθετη σημασία, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η επίθεση στο αμυλοειδές συσχετίζεται σαφώς με βραδύτερο ρυθμό νοητικής φθοράς, λένε οι ειδικοί. Αλλά επειδή ο ρυθμός δεν ήταν δραματικά βραδύτερος, αρκετοί γιατροί που θεραπεύουν τη νόσο Αλτσχάιμερ αμφισβήτησαν κατά πόσον το αποτέλεσμα θα ήταν αισθητό στους ασθενείς ή στις οικογένειές τους.
Η κλινική δοκιμή διαπίστωσε ότι μετά από 18 μήνες, οι ασθενείς που έλαβαν lecanemab παρουσίασαν 27% πιο αργή επιδείνωση. «Το ξεκάθαρο ερώτημα είναι τι σημαίνει αυτό το μικρό όφελος όσον αφορά την ουσιαστική αλλαγή για τους ασθενείς και τους φροντιστές», δήλωσε η Dr Kristine Yaffe, καθηγήτρια νευρολογίας και ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, «Και πώς θα το εξισορροπήσουμε αυτό με τους σημαντικούς κινδύνους από πλευράς ασφάλειας, με την ανάγκη για συχνές ενέσεις και με αυτό που θα είναι, αναμφίβολα, ένα υψηλό οικονομικό κόστος».
Ο Dr Madhav Thambisetty, νευρολόγος και ανώτερος ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης, δήλωσε ότι από την πλευρά του επιστήμονα, είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι μια πειραματική θεραπεία που στοχεύει το αμυλοειδές του εγκεφάλου στη νόσο του Αλτσχάιμερ φαίνεται να επιβραδύνει τη νοητική φθορά.
Περίπου 30 εκατομμύρια παγκοσμίως πάσχουν από Αλτσχάιμερ, αριθμός που αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2050. Το lecanemab δοκιμάστηκε σε ασθενείς με ήπια νοητική εξασθένιση ή σε πρώιμο στάδιο της νόσου Αλτσχάιμερ, των οποίων οι εγκέφαλοι περιείχαν υψηλότερα από το φυσιολογικό επίπεδα αμυλοειδούς.
Οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια του lecanemab – τουλάχιστον για ορισμένους τύπους ασθενών, ιδίως για εκείνους που λαμβάνουν αντιπηκτικά – έχουν τροφοδοτηθεί πρόσφατα από τις ειδήσεις για το θάνατο δύο ασθενών που παρουσίασαν εγκεφαλικό οίδημα και εγκεφαλική αιμορραγία. Το πρήξιμο και η αιμορραγία είναι γνωστές παρενέργειες αρκετών φαρμάκων κατά του αμυλοειδούς. Εάν το lecanemab καταλήξει να θεωρηθεί μη ασφαλές για άτομα που λαμβάνουν αντιπηκτικά, τότε δεκάδες χιλιάδες ασθενείς θα μπορούσαν να αποκλειστούν.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε την Τρίτη ανέφερε έξι θανάτους μεταξύ των 898 ασθενών της μελέτης. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι κανένας θάνατος δεν θεωρήθηκε ότι σχετίζεται με το lecanemab ή ότι συνέβη με οίδημα ή αιμορραγία στον εγκέφαλο.
Οι δύο θάνατοι που αναφέρθηκαν πρόσφατα συνέβησαν μετά το 18μηνο της δοκιμής, επομένως οι θάνατοι των εν λόγω συμμετεχόντων στη δοκιμή δεν περιλαμβάνονται στη μελέτη. Οι ασθενείς, οι περιπτώσεις των οποίων αναφέρθηκαν, είχαν και άλλες ιατρικές επιπλοκές.
Μια περίπτωση αφορούσε μια 65χρονη γυναίκα που υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και, αφού έλαβε μια τυπική θεραπεία για θρόμβους αίματος που σχετίζονται με το εγκεφαλικό επεισόδιο, υπέστη σοβαρή εγκεφαλική αιμορραγία και πέθανε λίγες ημέρες αργότερα. Ένας νευροπαθολόγος που διενήργησε αυτοψία κατόπιν αιτήματος του συζύγου της γυναίκας δήλωσε στο περιοδικό ότι το lecanemab πιθανότατα αποδυνάμωσε τα αιμοφόρα αγγεία της και τα κατέστησε ευάλωτα στη διάρρηξη όταν έλαβε τη θεραπεία για την πήξη του αίματος.
Η άλλη περίπτωση αφορούσε έναν άνδρα στα 80 του χρόνια, ο οποίος λάμβανε αντιπηκτικό για μια καρδιακή πάθηση και είχε επίσης βιώσει πτώσεις και περιστατικά που έμοιαζαν με μικροεγκεφαλικό επεισόδιο λίγο πριν από το θάνατό του.
Σε ανακοίνωσή της, η Eisai, επικαλούμενη τις άλλες ιατρικές καταστάσεις των ασθενών και την αντιπηκτική αγωγή, δήλωσε: «Η εκτίμηση της Eisai είναι ότι οι θάνατοι δεν μπορούν να αποδοθούν στο lecanemab». Η εταιρεία ανέφερε ότι στην φάση της δοκιμής, το συνολικό ποσοστό θανάτων με μείζονες εγκεφαλικές αιμορραγίες ήταν 0,1% για τους ασθενείς.
Oι δύο αυτοί θάνατοι αυξάνουν τα ερωτήματα σχετικά με τα ζητήματα ασφάλειας του lecanemab. Παρ’ όλα αυτά, τα δεδομένα για το lecanemab, το οποίο προσβάλλει μια διαφορετική μορφή αμυλοειδούς από ό,τι τα φάρμακα που είχαν δοκιμαστεί προηγουμένως, έδειξαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά πρηξίματος και αιμορραγίας.
Σχεδόν το 13% των ασθενών που έλαβαν lecanemab παρουσίασαν οίδημα στον εγκέφαλο, το οποίο ήταν ήπιο ή μέτριο στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ λιγότερο από το 2% των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο παρουσίασαν τέτοιο οίδημα, σύμφωνα με τη μελέτη. Το μεγαλύτερο μέρος του εγκεφαλικού οιδήματος δεν προκάλεσε συμπτώματα και γενικά υποχώρησε μέσα σε λίγους μήνες. Το πιο συχνό σύμπτωμα από τις εγκεφαλικές αιμορραγίες ήταν η ζάλη, ανέφερε η μελέτη.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι «σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες» εμφανίστηκαν στο 14% των ασθενών. Σχεδόν το 7% των ασθενών εγκατέλειψαν τη δοκιμή λόγω αρνητικών παρενεργειών. Περισσότερο από το ένα τέταρτο των ασθενών παρουσίασαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις που σχετίζονται με την έγχυση, οι οποίες περιλάμβαναν πυρετό και συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη, συνήθως με την πρώτη δόση.
Το κύριο θετικό αποτέλεσμα της μελέτης ήταν ότι οι ασθενείς που έλαβαν lecanemab παρουσίασαν μείωση της νοητικής φθοράς κατά 1,21 μονάδες, σε μια κλίμακα η οποία αξιολογεί λειτουργίες όπως η μνήμη, η επίλυση προβλημάτων και οι καθημερινές δραστηριότητες μέσω συνεντεύξεων με ασθενείς και φροντιστές.
Το αποτέλεσμα αυτό υποστηρίχθηκε από δευτερεύουσες μετρήσεις στη δοκιμή, συμπεριλαμβανομένων τριών άλλων νοητικών δοκιμασιών, ενισχύοντας την πιθανότητα ότι το φάρμακο έχει πραγματικό αποτέλεσμα, δήλωσαν οι ειδικοί. Επιπλέον, σε όλες τις μετρήσεις, οι ασθενείς άρχισαν να εμφανίζουν βραδύτερη φθορά αρκετούς μήνες μετά την έναρξη του lecanemab και ο ρυθμός επιβραδύνθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια της 18μηνης δοκιμής.
Η δοκιμή κατέβαλε προσπάθεια να συμπεριλάβει περισσότερους μη λευκούς συμμετέχοντες από όσους συνήθως έχουν εγγραφεί σε δοκιμές για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Περίπου το 25 τοις εκατό όσων συμμετείχαν στη δοκιμή στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μαύροι ή ισπανόφωνοι, αναφέρεται στη μελέτη. Επιτράπηκε επίσης η συμμετοχή ατόμων με διάφορες ιατρικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της υπέρτασης, του διαβήτη, της καρδιακής νόσου, της παχυσαρκίας και της νεφρικής νόσου.
Οι ειδικοί σημείωσαν ότι επειδή οι ασθενείς στις δοκιμές παρακολουθούνται προσεκτικά, οι επιπτώσεις στο γενικό πληθυσμό των ασθενών με Αλτσχάιμερ είναι πιο δύσκολο να προβλεφθούν. Συγκεκριμένα, η Dr Yaffe δήλωσε ότι «από όλες τις δοκιμές αντισωμάτων αμυλοειδούς, αυτή φαίνεται να είναι η πιο σαφώς θετική και πειστική», γεγονός που, όπως πρόσθεσε, μπορεί να θεωρηθεί «καλή είδηση συνολικά για τον τομέα».
Παρόλα αυτά, για τους ασθενείς του «πραγματικού κόσμου» με πιο ποικίλη παθολογία της νόσου Αλτσχάιμερ, «η επίδραση θα είναι πιθανότατα ακόμη μικρότερη», είπε, προσθέτοντας: «Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που πραγματικά ωφελούνται, αλλά αυτή η δοκιμή δεν μπορεί να πει».
Με πληροφορίες από τους New York Times.