«Αποτύχαμε παταγωδώς γιατί δεν εμπιστευθήκαμε την επιστήμη, αλλά την ιδεοληψία μας».
Δεν το λέω εγώ αυτό. Το είπε προ ημερών ο καθηγητής Παθολόγος Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας, μιλώντας σε σχετική ημερίδα υγείας.
Ο «πες τα και εσύ, Σωτήρη», όπως του είχε χαρακτηριστικά απευθύνει, εντελώς αγενώς κι απρεπώς, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε μια από τις περσινές περίφημες ενημερώσεις για την πορεία της πανδημίας στην χώρα μας.
Τώρα έρχεται μέχρι και η Eurostat να επιβεβαιώσει το «αποτύχαμε παταγωδώς» του «πες τα και εσύ, Σωτήρη» καθώς η χώρα μας κατέχει την θλιβερή πρωτιά στην υπερβάλλουσα θνησιμότητα σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση για το μήνα Αύγουστο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat, το ποσοστό υπερβάλλουσας θνησιμότητας που κατέγραψε η Ελλάδα έφτασε στο 24,3%, που είναι υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12%).
Στη δεύτερη χειρότερη θέση πέρασε η Ιρλανδία με 16,8% και ακολούθησε η Γερμανία με 16,5% και η Ισπανία με 15,2%. Αλλά όταν είσαι επτά (και βάλε) μονάδες πίσω από τον πρώτο και τον βλέπεις με το κυάλι, πρέπει να νιώθεις κάπως καλύτερα, έτσι δεν είναι;
Με αυτά και με αυτά, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη μεταξύ των 27 μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια θέση που κατείχε ξανά τον περασμένο Απρίλιο. Το έχουμε ξανακάνει δηλαδή να έχουμε ένα μεγάλο ποσοστό υπέρβασης των αναμενόμενων θανάτων, δεν «αποτύχαμε παταγωδώς» ξαφνικά. Έχει ξανασυμβεί δηλαδή.
Αλλά δεν δώσαμε την δέουσα σημασία. Και γιατί να το κάνουμε, άλλωστε; Μας παρακολουθεί κανείς; Μόνο η Eurostat. Και η ΕΥΠ, φυσικά.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι ως προς την υπερβάλλουσα θνησιμότητα: πρόκειται για τους καταγεγραμμένους θανάτους από όλες τις αιτίες, αλλά η πρωτιά στην Ελλάδα οφείλεται, κατά την Eurostat, στην αυξημένη θνησιμότητα ελέω κορονοϊού. Πάντως, το συγκεκριμένο ποσοστό αποτελεί ήδη, κατά τους επιστήμονες, έναν δείκτη συναγερμού, ο οποίος επιτρέπει την περαιτέρω ανάλυση των αιτιών που προκαλούν την αυξητική αυτή τάση των θανάτων.
Πάντως, εδώ στην Ελλάδα, όλα ανάποδα συμβαίνουν: τον περασμένο Ιούλιο, ας πούμε, η χώρα μας βρισκόταν πέμπτη στον ίδιο κατάλογο, με ποσοστό 23,7%, αλλά εμφάνιζε, όπως λένε οι συντάκτες της σχετικής μελέτης, μια αυξητική τάση, η οποία είναι αντιστρόφως ανάλογη με των άλλων χωρών, όπου καταγράφεται υποχώρηση του σχετικού ποσοστού.
Λόγου χάρη, το συνολικό ποσοστό της υπερβάλλουσας θνησιμότητας για την ΕΕ μειώθηκε στο 12% ενώ πριν από ακριβώς δύο χρόνια, το Νοέμβριο του 2020, είχε φτάσει, λόγω της πανδημίας ακόμα και στο 40%.
Πού είναι η θρυλούμενη και δήθεν πανθομολογούμενη «επιτυχής διαχείριση της πανδημίας» με την οποία μας φλομώνει σχεδόν καθημερινά η κυβέρνηση; Για το θέμα αυτό μάς απαντάει σχετικά ένα από τα επιφανέστερα ball-boys της κυβερνητικής προπαγάνδας:
«Ο δείκτης της υπερβάλλουσας θνησιμότητας είναι χρήσιμος για τον έλεγχο της συνολικής πίεσης στο σύστημα υγείας και συνεπώς στο κατά πόσο η αντιμετώπιση της κρίσης οδήγησε και σε αύξηση θανάτων από άλλες αιτίες», έχει τονίσει προ μηνών και σε ανύποπτο χρόνο ο καθηγητής Γκίκας Μαγιορκίνης.
Αρα τι; Είναι σαν να παραδέχεται, εμμέσως πλην σαφώς ο καθηγητής, ότι από την στιγμή που ο συγκεκριμένος δείκτης μας βγάζει πρώτους, το σύστημα υγείας της χώρας μας υπολειτουργεί. Ετσι δεν είναι;
Και γιατί υπολειτουργεί πιεζόμενο (ή πιέζεται υπολειτουργούμενο); Επειδή η ίδια η κυβερνητική πολιτική ως προς το ζήτημα αυτό είναι ανύπαρκτη. Για να το κάνουμε πενηνταράκια, δηλαδή.
Τι είναι η υπερβάλλουσα θνησιμότητα
Ο συγκεκριμένος δείκτης αξιοποιείται από τους επιστήμονες εδώ τουλάχιστον μία δεκαετία για την παρακολούθηση της επιδημίας της γρίπης και άλλων κινδύνων δημόσια υγείας. Η ιστοσελίδα που καταγράφει τα Ευρωπαϊκά Στατιστικά λέγεται «Euromomo» και το ιστορικό της ευρωπαϊκής προσπάθειας βρίσκεται εδώ.
Για τον υπολογισμό της υπερβάλλουσας θνησιμότητας απαιτείται ένα πολύπλοκο μεθοδολογικό σύστημα που λαμβάνει υπόψιν πολλές παραμέτρους όπως η ηλικία αλλά και η μεταβλητότητα. Σχετικά με την μεθοδολογία μπορείτε να ενημερωθείτε από την ιστοσελίδα του Euromomo.
Η σημασία του δείκτη
Ο μηνιαίος δείκτης υπερβάλλουσας θνησιμότητας βασίζεται στη συλλογή δεδομένων για τους εβδομαδιαίους θανάτους που δημιούργησε η Eurostat, τον Απρίλιο του 2020, για να υποστηρίξει τις πολιτικές και τις ερευνητικές προσπάθειες που σχετίζονται με την Covid-19.
Όπως σημειώνει η Eurostat, «ο μηνιαίος δείκτης υπερβάλλουσας θνησιμότητας εφιστά την προσοχή στο μέγεθος της κρίσης παρέχοντας μια ολοκληρωμένη σύγκριση των επιπλέον θανάτων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και επιτρέποντας περαιτέρω ανάλυση των αιτίων της. Ο αριθμός των θανάτων από όλες τις αιτίες συγκρίνεται με τον αναμενόμενο αριθμό θανάτων κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης περιόδου στο παρελθόν. Οι λόγοι για την υπερβάλλουσα θνησιμότητα μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με διαφορετικά φαινόμενα. Ο δείκτης απλώς συγκρίνει τον συνολικό αριθμό θανάτων από όλες τις αιτίες με τον αναμενόμενο αριθμό θανάτων κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης περιόδου στο παρελθόν».
Η σχετική μελέτη του Πολυτεχνείου Κρήτης
Απαντήσεις για το αν η υπερβάλλουσα θνησιμότητα οφείλεται στον κορονοϊό ή άλλους παράγοντες δίνουν ερευνητές του Πολυτεχνείου Κρήτης με πρόσφατη μελέτη τους. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η υπερβάλλουσα θνησιμότητα για τα έτη 2021 και 2022 οφείλεται στην πανδημία κορονοϊού με τους θανάτους από την πανδημία να καταγράφονται κυρίως στις ηλικίες 65 και άνω.
«Το πρώτο εξάμηνο του έτους οι θάνατοι λόγω κορονοϊού ήταν 9.392, και το αντίστοιχο εξάμηνο του 2021 ήταν 7.780. Αν τους αφαιρέσουμε από το σύνολο, τότε οι θάνατοι εκτός κορωνοϊού κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα με τα αντίστοιχα διαστήματα πριν την πανδημία. Μάλιστα, οι θάνατοι εκτός κορωνοϊού για το 2022 (64.443) είναι λιγότεροι από εκείνους του 2019 (65.496) και του 2017 (65.756), ενώ το 2021 κυμαίνονται σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα (61.571 θάνατοι). Άρα, ναι μεν η υπερβάλλουσα θνησιμότητα για τα έτη 2021 και 2022 οφείλεται στον πανδημικό ιό, αλλά οι θάνατοι από άλλες αιτίες δεν είναι αυξημένοι στην Ελλάδα», επισημαίνει ο επικεφαλής καθηγητής της έρευνας, Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης στο protothema.gr.
Ιδιαίτερα αρνητικά είναι, όμως, και τα στατιστικά στοιχεία για το σύνολο των θανάτων στην Ελλάδα με βάση την αναλογία του πληθυσμού. Με 3.189 θανάτους ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους η Ελλάδα κατατάσσεται στην 10η χειρότερη θέση στην Ευρώπη των 27.
Μάλιστα θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα είναι μόνο χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπως η Βουλγαρία και η Ουγγαρία. Αντίθετα σε πολύ καλύτερη κατάσταση ως προς τις απώλειες ανά 1 εκατ. κατοίκους βρίσκονται πλέον κράτη-μέλη που αρχικώς είχαν επικριθεί ως προς τους τρόπους και τις μεθόδους αντιμετώπισης της πανδημίας όπως η Ιταλία και η Σουηδία η οποία δεν «έκλεισε» και δεν «κατέβασε ρολά» ποτέ της. Τα άφησε όλα ανοικτά.
Παράλληλα, η Ελλάδα υστερεί και σε σύγκριση με το Βέλγιο το οποίο σύμφωνα με δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών είναι απολύτως συγκρίσιμο με την Ελλάδα λόγω του μεγέθους του πληθυσμού του. Σήμερα στο Βέλγιο οι θάνατοι από την πανδημία είναι 2.822 ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους ενώ η υπερβάλλουσα θνησιμότητα τον Αύγουστο ήταν σχεδόν δυόμισι φορές χαμηλότερη από την Ελλάδα (9,5% έναντι 24,3%).