«Πάλι θα γιορτάσουμε την Ημέρα της Γυναίκας;», «Τι άλλο θέλουν πια; Έχουν ίσα δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες», «Άλλη μία μέρα που θα κλείσουν οι δρόμοι στο κέντρο και δεν καταλαβαίνω και τον λόγο». Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ατάκες που άκουσα και διάβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εν όψει της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας. Όλες προέρχονταν από άνδρες.
Ναι, οι γυναίκες μπορούν να ψηφίσουν. Ναι, μπορούν να εργαστούν, να διασκεδάσουν, να φορέσουν ό,τι θέλουν, να αποφασίσουν για το σώμα τους και όλα τα υπόλοιπα «να», που έχουν κατοχυρωθεί συνταγματικά. Όλες αυτές οι αλλαγές, δεν έγιναν από τη μία στιγμή στην άλλη και σε καμία περίπτωση οποιαδήποτε πατριαρχική κοινωνία δεν αποφάσισε από μόνη της, μια ωραία πρωΐα ότι οι γυναίκες αξίζουν να ίσες με τους άνδρες ή να έχουν λόγο ή ότι μπορεί ακόμα και να είναι καλύτερες από αυτούς. Αλλά γιατί πρέπει να γιορτάζουμε «πάλι» την Ημέρα της Γυναίκας;
«Για να είμαι ειλικρινής, μέχρι πρόσφατα -και νομίζω δεν ήμουν μόνη σε αυτό- η συνθήκη του εορτασμού της γυναικείας φύσης ή της θηλυκότητας με έφερνε σε αμηχανία. Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω τι ή πως θα έπρεπε γιορτάζουμε την Ημέρα της Γυναίκας. Για μένα αυτή η μέρα λειτουργεί σαν μια υπενθύμιση του που έχουμε φτάσει. Βλέπω και αναγνωρίζω γύρω μου βήματα και εξελίξεις στο κομμάτι της γυναικείας χειραφέτησης, αλληλεγγύης και εξέλιξης και αυτό με κάνει να χαμογελάω. Σαφώς τα βήματα είναι αργά αλλά νομίζω σταθερά προς τα πάνω. Παρατηρώ πως γυναικείες επιχειρήσεις, brands, καλλιτέχνιδες, ομάδες ανθίζουν, μεγαλώνουν, κάνουν φασαρία και περήφανα προτείνουν ένα “prove-them-wrong” manifesto προτάσσοντας τη δύναμη της θηλυκότητας, χωρίς ταυτόχρονα να είναι ο αυτοσκοπός», μου λέει η Καλλιόπη, 30 χρονών.
«Έχω ακούσει αρκετές φορές άτομα, κυρίως άντρες, να λένε καυστικά “Γιατί δεν υπάρχει και Παγκόσμια Ημέρα του Άντρα;”. Και θα ήθελα να απαντήσω σ’ αυτό. Ως γυναίκα που έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα, έχω νιώσει ότι θα πρέπει καθημερινά να “συμμορφώνομαι” σε διάφορους ρόλους, που μου έχουν επιβληθεί λόγω του φύλου μου. Η ελληνική κοινωνία θέλει την γυναίκα δυναμική αλλά και στοργική, καριερίστα αλλά και νοικοκυρά, όμορφη αλλά και σεμνή «για να μην προκαλεί», έξυπνη αλλά «να μην μιλάει και πολύ». Πρέπει επειδή είμαι γυναίκα να υπακούω σε αυτές τις νόρμες και να μην παρεκκλίνω. Θα πρέπει να παντρευτώ, να κάνω παιδιά, να προσέχω το σπίτι μου και τον άντρα μου, αλλά να είμαι και ανεξάρτητη και να έχω μια αξιοπρεπή δουλεία. Διαφορετικά θα είμαι μια γεροντοκόρη, που δεν αξιώθηκε να βρεθεί ένα παλικάρι να με παντρευτεί. Πόσο μισογυνίστικο ακούγεται και είναι αυτό;», μου αναφέρει η Αλίνα, 26 χρονών, και στη συνέχεια επισήμανε τον ρόλο που διαδραματίζει η πατριαρχία στις ζωή των γυναικών της χώρας μας.
«Αλλά, αυτός ο ριζωμένος πατριαρχικός τρόπος σκέψης δεν σταματά εκεί. Θα πρέπει να αναλογιστούμε πόσες φορές έχουμε υπάρξει θύματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, σεξουαλικής παρενόχλησης, και βιασμού. Πόσες φορές έχουμε σκεφτεί να μην φορέσουμε τόσο κοντή φούστα, πόσες φορές γυρνάμε τρέχοντας το βράδυ στο σπίτι κρατώντας τα κλειδιά στο χέρι και μιλώντας στο τηλέφωνο με μια φίλη μας γιατί φοβόμαστε. Πόσες φορές φοβηθήκαμε να μιλήσουμε και πόσες φορές διστάσαμε να φύγουμε από μια κακοποιητική σχέση. Αυτή η μέρα είναι για να θίξουμε όλα αυτά τα ζητήματα της έμφυλης ανισότητας, και μια ευκαιρία για να δώσουμε το παρόν στην κοινωνία. Ας είναι η αφορμή για περισσότερη αγάπη, ισότητα, κατανόηση, ευαισθητοποίηση και αλληλεγγύη. Να ακούμε περισσότερο, να συμπάσχουμε και να αγκαλιάζουμε».
Χρειάστηκαν πολλά χρόνια αγώνων μέχρι οι γυναίκες να καταφέρουν να αλλάξουν τις κοινωνίες ανά τον κόσμο, αλλά ακόμη ο δρόμος είναι μακρής και τα χιλιόμετρα πολλά που πρέπει να διανύσει η ανθρωπότητα για να μιλάμε πραγματικά για ισότητα και ελευθερία που θα είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε μορφή βίας.
Ας επικεντρωθούμε, όμως, στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την έρευνα της Equileap του 2020, η χώρα μας έχει μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων 12,5%, που βέβαια είναι λίγο μικρότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 16%, αλλά απέχει πολύ από το 0,2% του Λουξεμβούργου ή ακόμα και από το 5% της γείτονος Ιταλίας.
Τα ευρήματα της έρευνας που διενήργησε η Eurostat σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αποτυπώνουν το μέγεθος του προβλήματος. Στη χώρα μας, η έρευνα με τίτλο “Έμφυλη βία κατά των γυναικών και άλλες μορφές διαπροσωπικής βίας στην Ελλάδα” πραγματοποιήθηκε από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2023 σε δείγμα σχεδόν 12.000 γυναικών, η πλειονότητα των γυναικών του δείγματος ζουν ή ζούσαν με ένα σύντροφο.
Αξιοσημείωτο είναι πως το 90,1% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα πιστεύει ότι η άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας κατά των γυναικών από στενό/ή σύντροφο στην Ελλάδα σήμερα είναι αρκετά ή πολύ συχνή, με το 40,42% να δηλώνει ότι έχει υποστεί ψυχολογική βία κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του. Η Αλίνα μίλησε για κακοποιητική σχέση, αλλά όχι για μία. Γιατί, είναι πολλά τα παραδείγματα που ίσως μπορείτε να εντοπίσετε κι εσείς στον περίγυρό σας.
Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν, ας θυμηθούμε τις γυναικοκτονίες των τελευταίων στην χώρα μας. Το 2021 δολοφονήθηκαν 23 γυναίκες, το 2022, 24 και το 2023 στιγματίστηκε από 13 -αναφερόμαστε σε όσες είναι καταγεγραμμένες.
Από τον καθημερινό φόβο στο δρόμο και το περιβάλλον εργασίας μέχρι κάποια κακοποιητική σχέση, οι γυναίκες τραυματίζονται ψυχοσυναισθηματικά -εκτός από σωματικά. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, μίλησα με τον κλινικό ψυχολόγο Δημήτρη Τριανταφύλλου για το γυναικείο τραύμα. Ο κύριος Τριανταφύλλου είχε δουλέψει στο παρελθόν με επιζήσασες σεξουαλικής βίας, κακοποίησης και βασανιστήριων στους Γιατρούς χωρίς Σύνορα.
Αρχικά τον ρώτησα τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στον όρο «γυναικείο τραύμα».
«Το τραύμα είναι μία διαδικασία σύνδεσης μεταξύ ενός γεγονότος το οποίο με έναν τρόπο ταρακούνησε τον ψυχισμό, γιατί το άτομο εξετέθει σε κάτι που ουσιαστικά το σόκαρε ψυχοσυναισθηματικά και μέσω της διαδικασίας του τραύματος συνδέεται ένα τέτοιο γεγονός και με άλλα γεγονότα στη συνέχεια της ζωής του, τα οποία επαναφέρουν την ενθύμηση και διάφορα συμπτώματα μετατραυματικής φύσεως που συνδέονται με το πρώτο γεγονός μέσω άλλων γεγονότων. Όταν μιλάμε για το γυναικείο τραύμα αναφερόμαστε στα διαρκή τραύματα που βιώνουν οι γυναίκες μέσω της έμφυλης βίας κυρίως, η οποία περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη και απειλές τέτοιων πράξεων που συνδέονται πέρα από τη βία και, με τον εξαναγκασμό και τη στέρηση ελευθερίας. Το τραύμα σε αυτή την περίπτωση μπορεί να τελεστεί και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο χώρο. Λόγω της πατριαρχίας και του σεξισμού που υπάρχουν στην κοινωνία της αυξημένης βίας που βιώνουν οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, είναι σα να μιλάμε για ένα διαρκές τραύμα. Υπάρχει, δηλαδή, μία διαρκής έκθεση στο τραύμα και στο μετατραυματικό στρες. Γιατί, εκφράζεται μέσω μιας υποτιθέμενης δύναμης, μιας εξουσίας και χρησιμοποιείται ως μέσο άσκησης, τιμωρίας, ελέγχου και σωφρονισμού των ατόμων που υφίστανται τη βία».
Πώς, πότε και με ποιον τρόπο μπορεί οι γυναίκες να βιώνουν τη βία.
«Όπως και οι άνδρες, έτσι και οι γυναίκες βιώνουν με διαφορετικό τρόπο τη βία, την κακοποίηση ή την στέρηση ελευθερίας. Γιατί πρέπει να βάλουμε μέσα και τις “φωνές” του εκάστοτε συστήματος -οικογενειακού, κοινωνικού, πολιτισμικού κτλ. Υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες που καθημερινά βιώνουν μία πάρα πολύ λεπτή βία, όμως αυτά που τους μεταφέρουν οι φωνές του εκάστοτε συστήματος, τη βιώνουν ως κανονικότητα. Είναι σημαντικό να πούμε ότι κάποιες γυναίκες μπορεί να μην αντιλαμβάνονται καν ότι δέχονται βία και όσον αφορά τις αλλαγές, είναι πάρα πολύ αργή η εξέλιξη της κοινωνίας, αν σκεφτούμε ότι δεν υιοθετηθεί επίσημα ο όρος γυναικοκτονία. Οπότε είναι ένα ερώτημα το πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιες οι γυναίκες την κατάστασή τους. Γι’ αυτές που νομίζουν ότι αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα και έχουν επίγνωση της βίας που βιώνουν καθημερινά σε οποιαδήποτε μορφή νομίζω ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μπροστά μας. Σε ουσιαστικό επίπεδο η πατριαρχία, η τοξική αρρενωπότητα, οι παραδοσιακοί ρόλοι των φύλων, έχουν ριζωθεί βαθιά στον πολιτισμικό ιστό της ελληνικής κοινωνίας και χρειάζεται πολύ μεγάλη συζήτηση γι’ αυτό το ζήτημα, η οποία ξεκινάει από την ίδια την οικογένεια. Η οικογένεια είναι το πρώτο σύστημα το οποίο έρχεται σε επαφή με τους γλωσσικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς κανόνες και δημιουργεί τις πρώτες αντιλήψεις περί κανονικότητας, ενσυναίσθησης και αποδοχής. Η οικογένειας μας μαθαίνει πώς να αντιλαμβανόμαστε αρχικά το κόσμο, τον εαυτό μας και τα συναισθήματα. Η οικογένεια είναι η μήτρα της αλλαγής».
Πιθανολογώ ότι έχετε ακούσει τη φράση «όλα προέρχονται από την οικογένεια», ίσως μπορεί να την έχετε πει κι εσείς όταν ακούσατε για μία παραβατική ή βίαιη συμπεριφορά προερχόμενη από κάποιον ανήλικο. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλα συστήματα από τα οποία διαμορφωνόμαστε, αλλά αποδεικνύεται ότι η οικογένεια έχει εξαιρετικά επιδραστικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησης του εκάστοτε παιδιού. Ενός παιδιού-νταή ή ενός παιδιού με μία ανοιχτή αγκαλιά κατανόησης και αποδοχής που τους χωράει όλους.
Στη συνέχεια ήθελα να μάθω ποιες είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις του γυναικείου τραύματος.
«Η έμφυλη βία και γενικά οποιαδήποτε μορφή βίας είναι ένα επώδυνο βίωμα για το άτομο. Όσον αφορά την έμφυλη βία και τις γυναίκες που είναι οι βασικές λήπτες, όπως και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, υπάρχει μία αίσθηση διαρκούς απειλής της σωματικής και ψυχικής υγείας. Πέρα από τις σωματικές βλάβες, μιλάμε για μία ψυχική και συναισθηματική αποσταθεροποίηση. Συνήθως υπάρχει μετατραυματικό στρες, θυμός, αίσθηση απαξίωσης, φόβος, ντροπή καθώς και, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά».
«Η επιζήσασα από οποιαδήποτε μορφή βίας συνήθως κατηγορεί και μισεί τον εαυτό της»
Τέλος, τον ρώτησα κατά πόσο είναι ευαισθητοποιημένος ο υπόλοιπος κόσμος, όταν ας πούμε ακούει μία αφήγηση ενός περιστατικού βίας.
«Ας πάρουμε ως παράδειγμα το κίνημα του MeToo, που η Σοφία Μπεκατώρου άνοιξε πρώτη το δρόμο και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιπες καταγγελίες, η πρώτη αντίδραση πολλών -συμπεριλαμβανομένων και αρκετών γυναικών- ήταν “γιατί δεν μιλούσε νωρίτερα”. Όμως, αυτό που δεν καταλαβαίνει ο μέσος άνθρωπος και πλέον το επαναλαμβάνουμε, είναι ότι η επιζήσασα, γιατί δεν μου αρέσει η λέξη θύμα, από οποιαδήποτε μορφής βίας συνήθως κατηγορεί και μισεί τον εαυτό της. Υπάρχει, δηλαδή, μία αίσθηση βαθιάς ντροπής, γιατί η γυναίκα νομίζει ότι είναι στο δικό της. Ίσως το κάνει όταν καταλάβει ότι έχει δεχθεί αυτή τη βία αλλά και δεν ευθύνεται αυτή για την κατάσταση και ότι δεν είναι αυτή το πρόβλημα. Συνήθως αυτές οι γυναίκες μπορεί να απομονώνονται από το κοινωνικό τους περιβάλλον, χάνουν τη κοινωνική λειτουργικότητά τους και αυτό έχει συνέπειες και στα παιδιά τους, γιατί το τραύμα μεταφέρεται ενδοοικογενειακά. Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο. Δεν μένει ποτέ στο άτομο και παράλληλα επηρεάζει και τις επόμενες γενιές με έναν τρόπο».